12.11.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Παρέα με τους χοίρους

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

 Δειλινή μου!

            Εδώ στη σταυρωμένη επαρχία μη θαρρείς πως καταβροχθίζουμε τα << Άνθη του Κακού >> του Μπωντλαίρ ή αλέθουμε το χρόνο μας βλέποντας το << Βυσσινόκηπο >> του Τσέχωφ. Οι πνευματικές μας οάσεις λιγοστές, αδιέξοδο βρίσκουν σε καλαμιές και φρύγανα. Σε σήριαλ που γλιστράνε σαν χέλια τις νύχτες μας, σε ταινίες με ήχο του τανκ, σε όνειρα ζωγραφισμένα με χρώμα από το αίμα των σφαγμένων παιδιών του πολέμου.
           Το βιβλίο το πετάμε. Οι σελίδες τους κουρελιασμένες από την κρίση δε διαβάζονται. Έτσι η γνώση τίγρισσα δε δαμάζεται! Και μένουμε, όχλος, πλέμπα, μαϊμούδες! Το ρίξαμε στην οινοποσία, στο μπανιστήρι και στη μιρίμπα. Στη σχόλης το χαύνωμα απλώνουμε την αρίδα μας στις καφετέριες, στην αντηλιά που μας σταυρώνει ρίχνουμε γαμοσταυρούς, μετράμε τα ψιλά να πληρώσουμε τον καφέ και δε μας βγαίνουν. Στο τσακίρ κέφι καθαρίζουμε τα φλούδια της σάπιας κουβέντας μας, μουντζώνουμε το στρατό των ιππέων στη βουλή, ματάκι κάνουμε στο θέλγητρο του θήλεος που ξεσηκώνει στο πέρασμά του τον καφενέ. Με φουρκέτες βυθομετρούμε τα κεφάλια μας, τη σοφία μας μετράμε, σοφία άφυτρη, άσπορη, ζυμωμένη με σάπιες ίνες νευρώνων.
        Οι ακρογιαλιές μας μεσούντος του φθινοπώρου, μένουν άγγιαχτες. Οι θηλυκές παρθένες που τις χάιδευαν το καλοκαίρι τους στερούν την ηδονή του γυμνού κορμιού τους. Αλλού τώρα σκορπίζουν τους αβρούς ήχους του τραγουδιού τους. Σε πόλεις με χλιδάτα μπαρ, γυμναστήρια με αύρες από ιδρωμένα απόκρυφα μέρη με αίθουσες που η κρίση δε φτάνει και οι παιάνες ακούγονται ηχηροί.
        Μείναμε εμείς και ο κούκος. Μόνοι κατάμονοι. Συντρόφια μας οι κουκουβάγιες, οι κόρακες και οι αλεπούδες. Χωρίς ένα μάτι ζαφειρένιο να μας κοιτάζει. Χωρίς όρεξη να μαζέψουμε ένα μοσχολούλουδο στο χρώμα του δειλινού.  Στερημένοι από χερουβείμ, από στίχους,  από αυγούλες ξέμακρες από όνειρα ναυαγισμένα.
         Μόνοι μας. Σπάμε την πλήξη μας μ’ ότι τύχει. Κάνοντας παρέα με τους χοίρους, κόβοντας πουρνάρια, τουφεκίζοντας μπεκάτσες, αρμέγοντας τις κατσίκες και φροντίζοντας τους κοκόρους. Τις μουντές  νύχτες διαβάζουμε καζαμία, λέμε ανέκδοτα, απαγγέλλουμε στιχάκια, τις μαύρες μέρες, τρέχουμε στις κηδείες και στα μνημόσυνα. Γλεντάμε στη χάση και στη φέξη με ανατολίτικα μινόρε και στίχους αλαμπουρνέζικους: << Σου στέλνω μήνυμα μ’ ένα ταμ ταμ, να μαγειρεύεις με βιτάμ κι ήσουνα γόησσα κι έκανες μπαμ κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ, φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ, το  σύντροφό μου τον Κιγκ- Κογκ, μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκοκ, μοιάζω με μπάλα του πιγκ- πογκ >>.
       Μόνοι. Μ’ ένα ήλιο μαύρο κι ένα λόγο γλοιώδη στα κανάλια που μας ανορθώνει την τρίχα. Μαζί και τη γρόθο. Ίδωμεν…
       Εδώ σταματώ, Δειλινή μου. Το πολύ γράφειν ουκ κρείττων. Σε ασπάζομαι, καρφωμένος στη σιωπή, αναδεύοντας στης ψυχής μου τη θάλασσα το φευγάτο χθες και το ανατέλλον  αύριο.
          
              ellinikoxronografima.blogspot.gr