12.11.16

Ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός και τα «αγκάθια» στις σχέσεις Ελλάδας - Αλβανίας

Tσάμικο, ΑΟΖ και ελληνική μειονότητα στην Αλβανία τα 3 κρίσιμα ζητήματα αναφέρει σε άρθρο του ο Λ.Τζούμης (υποστράτηγος ε.α.) στο newsmessinia.blogspot.com
 
Το τελευταίο διάστημα εκτός από την αυξημένη προκλητικότητα της Τουρκίας με συνεχείς παραβιάσεις - παραβάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις Ερντογάν για τη συνθήκη της Λωζάννης, που αποτελούν σαφή ένδειξη των αναθεωρητικών τάσεων της Άγκυρας, παρατηρείται ότι η προκλητική ρητορική της νεοθωμανικής Τουρκίας υιοθετείται και από την Αλβανία.
Συχνά, με δηλώσεις αλβανών αξιωματούχων, έρχεται στην επικαιρότητα η ύπαρξη του αποκαλούμενου «τσάμικου ζητήματος».
Ο Αλβανός πρωθυπουργός τον περασμένο Ιούνιο, στο  συνέδριο του κόμματος των «Τσάμηδων» (Δικαιοσύνης, Ένταξης και Ενότητας), το οποίο συμμετέχει στην κυβέρνησή του, έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι το μαντείο της Δωδώνης και ο Όλυμπος, η «κατοικία» των θεών των  αρχαίων Ελλήνων, έχουν τις ρίζες τους στην Τσαμουριά και επεσήμανε : «ελπίζω οι γείτονές μας να μην παραπονεθούν διότι κάναμε και τον Δία Τσάμη».
Ο αρχηγός των «Τσάμηδων», με αφορμή τη συζήτηση που ξεκίνησε για το θέμα των στρατιωτικών κοιμητηρίων στην μνήμη των Ελλήνων πεσόντων του αλβανικού μετώπου, προειδοποίησε ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την κατασκευή τους εάν πριν δεν επιτραπεί η ανέγερση αντίστοιχων κοιμητηρίων για τους «Τσάμηδες» στην Ελλάδα.
Πριν μια εβδομάδα περίπου, είχαμε ένα ακόμα γεγονός που επιβεβαιώνει τη φάση όξυνσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων και επιβαρύνει το ήδη τεταμένο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ανακοινώθηκε, ότι η Αλβανία θα προχωρήσει σε κατεδαφίσεις 19 σπιτιών στη Χειμάρρα που ανήκουν σε οικογένειες της ελληνικής μειονότητας, με σκοπό την υλοποίηση έργων ανάπλασης στο κέντρο της πόλης.
Στην αντίδραση της ελληνικής πλευράς με ανακοίνωση που εκδόθηκε για το θέμα, ο Αλβανός πρωθυπουργός με πρωτοφανή και προσβλητικό για την Ελλάδα τρόπο, με ανάρτησή του στο facebook διεκδίκησε για λογαριασμό της Αλβανίας τα εύσημα σωτηρίας της Ακρόπολης.
Δήλωσε ότι αυτή διασώθηκε από έναν Αλβανό αρχιεπίσκοπό τον Γκιέργκι Ντουσμάνι (Γεώργιο Δούσμανη), ο οποίος ζήτησε από τους βενετσιάνους να μην βομβαρδίσουν την Αθήνα.
Ο ανιστόρητος και ιστορικός παραχαράκτης Αλβανός πρωθυπουργός, έπρεπε να γνωρίζει ότι ο Γεώργιος  Δούσμανης δεν ήταν αρχιεπίσκοπος, αλλά πρόκριτος των Αθηνών που συνεννοήθηκε με τους Βενετούς, ώστε να γίνει η παράδοση της πόλης. Κάτι που τελικά δεν κατέστη δυνατό, καθώς στις 16 Σεπτεμβρίου 1687, η Ακρόπολη  βομβαρδίστηκε και δεν διασώθηκε όπως έγραψε ο Αλβανός πρωθυπουργός.
Ανέφερε επίσης ότι τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο η Αθήνα είχε κυρίως αλβανικό πληθυσμό, κάτι ωστόσο που «δεν την καθιστά απολύτως αλβανική πόλη», σε παραλληλισμό με τη Χειμάρρα : «που αν και βίωσε το ελληνικό αρχιπέλαγος και την ελληνική γλώσσα ως "κοινή διάλεκτο", αυτό δεν την καθιστά απολύτως μια ελληνική επαρχία».
Με τις δηλώσεις αυτές ο Αλβανός πρωθυπουργός εκφραστής του αλβανικού εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού, προσπάθησε να περάσει το μήνυμα ότι οι αρβανίτες είναι μέλη της αλβανικής μειονότητας.
Τη θεωρία αυτή είχε επικαλεστεί και ο Σαλί Μπερίσα τη δεκαετία του '90, όταν δήλωνε ότι οι Αρβανίτες είναι αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα. 
Την εποχή εκείνη στην πρωτεύουσα όπως και σε όλη την επικράτεια πράγματι ζούσαν Αρβανίτες, αλλά είναι γνωστό και ιστορικά επιβεβαιωμένο, ότι ουδεμία σχέση έχουν με τους Αλβανούς.
Οι μετανάστες από την σημερινή Βόρεια Ήπειρο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, που μετακινήθηκαν στη νότια και κεντρική Ελλάδα, ενοποιήθηκαν με τους ντόπιους, πολέμησαν μαζί τους εναντίον των Τούρκων και διατήρησαν μόνο το γλωσσικό ιδίωμα, ενώ πολιτιστικά, κοινωνικά και εθνικά ενσωματώθηκαν πλήρως.

 Ποιοι είναι οι λόγοι ανάδυσης του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού το τελευταίο διάστημα και ποια είναι θέματα «αγκάθια» στις σχέσεις των δύο χωρών; 

Επιγραμματικά θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει ότι ένας από τους λόγους είναι η προσπάθεια της Τουρκία για αύξηση της επιρροής της στα όρια της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που  έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός «μουσουλμανικού τόξου», που απειλεί για μια ακόμα φορά την ειρήνη στην περιοχή.
Στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος», σελ. 122 ο Αχμέτ Νταβούτογλου με αφοπλιστική ειλικρίνεια αναφέρει : «Οι δύο βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια είναι η ενίσχυση της Βοσνίας και της Αλβανίας, μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας, και η διαμόρφωση πλαισίου διεθνούς δικαίου για την ασφάλεια των εθνοτικών μειονοτήτων στην περιοχή.
Στο νομικό αυτό πλαίσιο, η Τουρκία πρέπει να έχει συνεχώς για στόχο να εξασφαλίσει εγγυήσεις, οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα επέμβασης σε υποθέσεις που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια.
Ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, η επέμβαση στην Κύπρο, κατέστη δυνατόν να νομιμοποιηθεί, εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου».
Σε ότι αφορά τα  ζητήματα - διαφορές ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία τα κυριότερα είναι  το θέμα της διευθέτησης της ΑΟΖ στο Ιόνιο πέλαγος, το αίτημα των Τιράνων για αποζημίωση των μελών της κοινότητας των αποκαλούμενων «Τσάμηδων», οι οποίοι εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι διώξεις που υφίσταται η Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία.

«Τσάμικο ζήτημα» : Τσαμουριά ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία.

Στο ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς και ιδιαίτερα στις περιφέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς ζούσαν μέχρι το 1945 περίπου 20.000-25.000 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα.
Οι «Τσάμηδες» ήταν αρχικά ορθόδοξοι χριστιανοί, εκ των οποίων κάποιοι εξισλαμίσθηκαν βιαίως μετά την ατυχή εξέγερση του Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του επονομαζόμενου «Σκυλοσόφου», στις αρχές του 17ου αιώνος, ενώ άλλοι προσχώρησαν εκουσίως στο Ισλάμ για να αποκτήσουν αξιώματα (Σπαχήδες).
Κατά τη σύντομη προέλαση του Ιταλικού στρατού στο ελληνικό έδαφος το 1940, οι κάτοικοι της περιοχής αυτής «Τσάμηδες», υποδέχθηκαν με τιμές απελευθερωτή τους Ιταλούς και πρωτοστάτησαν σε λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι «Τσάμηδες» συνεργάστηκαν με τις Γερμανικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 κατοίκων της Παραμυθιάς το Σεπτέμβριο του 1943.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, και κάτω από την πίεση των ανταρτών του ΕΔΕΣ αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1951, στην Ελλάδα παρέμειναν περίπου 120-130 άτομα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '50 η ελληνική κυβέρνηση με μια σειρά νομοθετικών διαταγμάτων απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους κατοίκους, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας τους.
Το ζήτημα των «Τσάμηδων» μέχρι το 1991 ήταν ουσιαστικά στο περιθώριο και ήλθε στο προσκήνιο με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας.
Το 1994 η αλβανική βουλή καθιέρωσε την 27η Ιουνίου ως ημέρα «γενοκτονίας» των «Τσάμηδων».
Το 2004 ιδρύθηκε πολιτικό κόμμα από τους αυτοαποκαλούμενους «Τσάμηδες», που στις βουλευτικές εκλογές του 2005 συγκέντρωσε περίπου το 1% των ψήφων.
Ως αιτήματα αρχικά προέβαλλαν τη χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας, την επιστροφή των περιουσιών τους που είχαν μέχρι το 1945, την αναγνώριση τους από την Ελλάδα ως «εθνική μειονότητα και την αποζημίωσή τους για την επί σειρά ετών εκμετάλλευση των περιουσιών τους από τρίτους.
Το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους αντιπροσωπεία των αυτοαποκαλούμενων «Τσάμηδων» προσέφυγε στον εισαγγελέα του Διεθνές Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, που εξετάζει κυρίως εγκλήματα πολέμου.
Στα αιτήματα που υπέβαλλαν συμπεριλαμβάνεται η αναγνώριση υποτιθέμενης γενοκτονίας σε βάρος τους, με αναφορές σε υποτιθέμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από τις ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι το 1945, καθώς και διεκδίκηση επαναπατρισμού των υποτιθέμενων εκτοπισμένων πληθυσμών και επιστροφή των ακινήτων τους.
Η αλβανική πλευρά θεωρεί ότι οι «Τσάμηδες» ζούσαν ιστορικά στα πατροπαράδοτα δικά τους εδάφη, άρα η Τσαμουριά ανήκει στην Αλβανία.
Το ζήτημα των «Τσάμηδων» ανακύπτει μετά από κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας - Αλβανίας.
Πάγια θέση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών είναι ότι «τσάμικο» ζήτημα δεν υφίσταται και ότι η επαναλαμβανόμενη ανακίνηση ενός ανυπάρκτου θέματος από τις επίσημες αλβανικές αρχές κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Προ τετραμήνου περίπου κατά την επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στην Αλβανία διοργανώθηκε διαμαρτυρία από το κόμμα των «Τσάμηδων» και ο κ. Κοτζιάς αποδοκιμάστηκε εντόνως.
Στη συνέχεια ο Αλβανός πρωθυπουργός τον κάλεσε στο πρωθυπουργικό γραφείο ή αλλιώς «αίθουσα των χαρτών» και φωτογραφήθηκαν από κοινού με φόντο ένα χάρτη που απεικονίζει την Αλβανία να επεκτείνεται και σε εδάφη που ανήκουν στην Ελλάδα. Προ μηνός περίπου ο Υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας σε δηλώσεις του ανέφερε ότι οι δύο πλευρές (ελληνική-αλβανική) προχώρησαν σε μια διαδικασία υποβολής εγγράφων, υπό την μορφή  non paper  στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα  οποία υπάρχει αναφορά στο θέμα των «Τσάμηδων».
Το γεγονός αυτό όπως είναι φυσικό εκθέτει το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών το οποίο επισήμως δεν αποδέχεται την ύπαρξη «τσάμικου» ζητήματος αλλά διαψεύδεται από τις δηλώσεις του Αλβανού ΥΠΕΞ, καθόσον αυτό φαίνεται ότι αποτελεί υπαρκτό θέμα διαπραγμάτευσης και μάλιστα διεθνοποιείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εκτός λοιπόν από τις δηλώσεις περί ανύπαρκτου «τσάμικου» ζητήματος, απαιτείται περισσότερη προσοχή και υπεύθυνη στάση, από αυτούς που χειρίζονται ευαίσθητα εθνικά θέματα της χώρας μας.

Θέμα διευθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ):

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ΑΟΖ θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης όλων των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο.
Εκτείνεται πέραν των εθνικών υδάτων μιας χώρας (συνήθως 12 ναυτικών μιλίων) αλλά όχι πέραν των 200 ν. μ. από την ακτογραμμή ή γραμμή βάσης.
Γενικά δεκτό ότι η ΑΟΖ μιας χώρας εκτείνεται στα 200 ν.μ. (370 χλμ) από την ακτογραμμή της, εκτός εάν οι ΑΟΖ δύο ή περισσοτέρων χωρών αλληλοεφάπτονται, όταν δηλαδή οι ακτογραμμές των εν λόγω χωρών απέχουν λιγότερο από 400 ν.μ. (740 χλμ).
Στην περίπτωση αυτή, έγκειται στις χώρες που τις διεκδικούν να τις οριοθετήσουν.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, είναι ότι η μεν πρώτη αφορά στο βυθό και το υπέδαφός του, ενώ η ΑΟΖ περιλαμβάνει και την υπερκείμενη στήλη των υδάτων - επομένως διευρύνει τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους και στους τομείς της αλιείας, περιβάλλοντος, αλλά και εκμετάλλευσης των υδάτων για παραγωγή ενέργειας.
Τον Απρίλιο του 2009 μετά από 3 σχεδόν χρόνια διαπραγματεύσεων, Ελλάδα και Αλβανία υπέγραψαν τη συμφωνία για την ΑΟΖ στην θαλάσσια περιοχή που τις ενώνει.
Κι ενώ η συμφωνία όδευε προς κύρωση από τα κοινοβούλια των δύο χωρών, η τότε αλβανική αντιπολίτευση (Ράμα) προσέφυγε κατά της συμφωνίας στο αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας πως οι ελληνικές βραχονησίδες βόρεια της Κέρκυρας, που αναφέρονται στη συμφωνία, δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και άρα δόθηκε στην Ελλάδα θαλάσσιος χώρος περισσότερος από εκείνον που δικαιούται.
Στο σημείο αυτό νομίζω αξίζει να αναφερθούν «οι βραχονησίδες βόρεια της Κέρκυρας» που δεν είναι γνωστές και σε πολλούς Έλληνες, αλλά έχουν τεράστια γεωστρατηγική σημασία.
Τα Διαπόντια νησιά είναι νησιωτικό σύμπλεγμα νησιών, βόρεια-βορειοδυτικά της Κέρκυρας σε απόσταση 9-20 χλμ από αυτήν, που αποτελείται από τρία μεγαλύτερα νησιά και μερικές άλλες νησίδες (Διάκοπος, Διάπλος, Καράβι, Καστρινό, Λειψώ, Όστρακο, Πλάκα, Πλατειά και Τραχειά).
Τα μεγαλύτερα είναι οι Οθωνοί όπου και το δυτικότερο σημείο της ελληνικής επικράτειας (663 κάτοικοι κατά την απογραφή του 2001), η Ερεικούσσα, το βορειότερο σημείο των Επτανήσων (698 κάτοικοι κατά την απογραφή του 2001) και το Μαθράκι (297 κάτοικοι κατά την απογραφή του 2001).
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας μετά την προσφυγή, έκρινε τη συμφωνία άκυρη στα τέλη Ιαν. 2010 επικαλούμενο διαδικαστικές και ουσιώδεις παραβάσεις, που έρχονταν σε αντίθεση με το σύνταγμα και με τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (χωρίς να αποσαφηνίζει ποιες είναι αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις).
Ωστόσο όπως επεσήμαναν έμπειροι νομικοί διεθνολόγοι, η αντισυνταγματικότητα δεν συνεπάγεται και ακυρότητα της αλβανικής μονογραφής της συμφωνίας.
Το Μάιο του 2015 τη στιγμή που βρισκόταν σε εξέλιξη ο διαγωνισμός για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, η Αλβανία με ρηματική διακοίνωση προς το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, αμφισβήτησε την οριοθέτηση της ΑΟΖ στα θαλάσσια σύνορά μας.
Ζήτησε μάλιστα να μην επιτραπεί η έρευνα ισχυριζόμενη ότι αυτή καταλαμβάνει μέρος της αλβανικής υφαλοκρηπίδας.
Η αίσθηση που δημιουργήθηκε είναι πως η ξαφνική υπαναχώρηση της Αλβανίας από τη συμφωνία με την Ελλάδα οφειλόταν πρωτίστως στην Τουρκία, η οποία έκρινε ότι αποτελούσε αρνητικό προηγούμενο για την ίδια.
Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας έγινε με βάση την αρχή της «μέσης γραμμής», πάγια ελληνική θέση για τις θαλάσσιες οριοθετήσεις, που αντίκειται στα συμφέροντα της Άγκυρας στο Αιγαίο και έτσι η τελευταία πίεσε τα Τίρανα να μην εφαρμόσουν τη συμφωνία.
Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι η Τουρκία στη Μαύρη θάλασσα οριοθέτησε την ΑΟΖ με τα συνορεύοντα κράτη, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μέσης γραμμής.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του (15 Οκτ. 16), ο Σαλί Μπερίσα δήλωσε για πρώτη φορά δημοσίως ότι «η συμφωνία για τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας με την Ελλάδα απέτυχε μετά από την παρέμβαση ενός τρίτου παράγοντα», φωτογραφίζοντας την Τουρκία.
Η επίλυση του θέματος της ΑΟΖ θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα από ελληνικής πλευράς, όχι μόνο με την Αλβανία αλλά και με τις υπόλοιπες χώρες που υπάρχει σ΄ εκκρεμότητα, καθόσον μπορεί να μην αποτελεί πανάκεια που θα σώσει τη χώρα μας σε μια νύχτα από τα δημοσιονομικά και άλλα δεινά της, αλλά σαφώς αποτελεί λύση που προσφέρει πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης για την οικονομία μας.

Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία :

Το εδαφικό ζήτημα της Βορείου Ηπείρου, η παρουσία της ελληνικής μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές, υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα,  εποχή όπου μετά από πιέσεις  της Αυστρίας και της Ιταλίας,  περιοχές  με πληθυσμό ελληνικής εθνικής συνείδησης  (ελληνόφωνο, αλβανόφωνο  και βλαχόφωνο), παραχωρούνται στο συσταθέν τότε  κράτος της Αλβανίας.
Το Μάιο του 1914, μετά από αγώνες για αυτονομία του ελληνισμού της περιοχής που αντιτάχθηκε στην εξέλιξη αυτή, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με αυτό παραχωρήθηκε πλήρες καθεστώς αυτονομίας (εκπαιδευτικής, θρησκευτικής, δικαστικής, διοικητικής) στους νομούς  Αργυροκάστρου και Κορυτσάς και υπογράφηκε από την Αλβανία και τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Η. Π. Α, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρο-Ουγγαρία, Γερμανία και Ρωσία).
Ο Ελληνισμός, εντός των αλβανικών συνόρων επίσημα έκτοτε ονομάστηκε Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, και η αυτόνομη περιοχή το καθεστώς της οποίας επικυρώθηκε με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, αναγνωρίστηκε με την ονομασία Βόρειος  Ήπειρος. Μετά το 1928, το αλβανικό κράτος αυθαίρετα αφαίρεσε τους όρους «Βόρειος Ήπειρος» και «Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός», αντικαθιστώντας τους με τον όρο «Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας».
Τον Απρίλιο του 1933, η αλβανική κυβέρνηση, απαγόρευσε τη λειτουργία  των ιδιωτικών σχολείων, στα οποία συμπεριέλαβε και τα σχολεία της ελληνικής εθνικής μειονότητας.
Με αυτή την απόφαση η Αλβανία επιδίωκε να απαλλαγεί οριστικά ως κράτος από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου.
Οι Έλληνες βορειοηπειρώτες προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το σχολικό ζήτημα και  δικαιώθηκαν.
Ωστόσο παρά την απόφαση αυτή, η  τακτική της παρεμπόδισης της μειονοτικής παιδείας, διατηρήθηκε αναλλοίωτη και εντάθηκε τα επόμενα χρόνια.
Το αλβανικό καθεστώς συστηματικά παραβιάζει τα διεθνώς  αναγνωρισμένα  και κατοχυρωμένα  ανθρώπινα  και μειονοτικά δικαιώματα, με σκοπό την υλοποίηση μεθοδευμένου σχεδίου πλήρους αφανισμού των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, με πλήθος συνταγματικών, νομοθετικών και διοικητικών διατάξεων.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία το 1991, συνεχίζεται μια ήπιας μορφής εθνοκάθαρση του Ελληνικού πληθυσμού με την ίδια ένταση των προηγουμένων ετών.
Από την αλβανική πλευρά έχει υλοποιηθεί κλίμα εκφοβισμού που περιλαμβάνει παρακολουθήσεις, κακοποιήσεις ακόμα και δολοφονίες Ελλήνων, που επιχειρούν να δραστηριοποιηθούν οικονομικά ή να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην εθνική-θρησκευτική τους ταυτότητα.
Ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος παρεμποδίζεται στις δραστηριότητές του και τελεί ουσιαστικά σε κατάσταση ομηρίας μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας που θυμίζει τουρκοκρατία.
Μέσα από αναγκαστικές συνενώσεις δήμων, που αφορούν την ελληνική κοινότητα επιχειρείται η πληθυσμιακή αλλοίωση και ο στραγγαλισμός των δυνατοτήτων αναδείξεως Δημοτικών αρχών και πολιτικών εκπροσώπων.
Πριν λίγες μέρες το ελληνικό ΥΠΕΞ με αφορμή την κατεδάφιση των 19 σπιτιών στη Χειμάρα εξέδωσε ακόμα μια ανακοίνωση που έκανε λόγο για μεθόδευση εκ μέρους της αλβανικής μεριάς, με σκοπό την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Αυτό όμως δεν αρκεί όπως είναι κατανοητό.
Η ελληνική πλευρά επιχειρεί διαρκώς να κατευνάσει αυτά τα φαινόμενα δείχνοντας διαλλακτικότητα, όμως αυτή η στάση ερμηνεύεται από τους γείτονές μας ως αδυναμία και έτσι αποθρασύνονται περισσότερο.
Όλα αυτά τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν σηματοδοτούν αφ΄ενός μεν τον Αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό και αφ΄ ετέρου είναι ανησυχητικά σημάδια σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής μας πολιτικής και θα πρέπει να προβληματίσει αυτούς που κρατούν τις τύχες της χώρας μας στα χέρια τους.
Το Ιούνιο του τρέχοντος έτους οι υπουργοί εξωτερικών των δύο χωρών συμφώνησαν στα Τίρανα σε έναν «οδικό χάρτη» για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων.
Δεν μπορεί όμως να είναι κανείς αισιόδοξος καθώς και στο παρελθόν είχε γίνει προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή, αλλά ναυάγησε εξαιτίας της στάσης των Τιράνων.
Είναι αλήθεια, ότι η αποτελεσματική διπλωματία βασίζεται συνήθως στην καλή οικονομική κατάσταση μιας χώρας και ασφαλώς οι σημερινές οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας δεν προσφέρονται για μία εξωτερική πολιτική που θα σέβονται οι φίλοι και θα φοβούνται οι εχθροί.
Η πίεση που ενδεχομένως θα μπορούσε να ασκήσει η Ελλάδα μέσω της ενταξιακής πορείας της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, ίσως για την ώρα δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαίνεται ότι πρόκειται να προχωρήσει άμεσα σε νέα διεύρυνση και έχει θέσει ως προτεραιότητα την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και τη σταθερότητα στο εσωτερικό της.
Παρ΄ όλα αυτά η Ελλάδα μέχρι στιγμής έχει στηρίξει χωρίς όρους την Ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας.
Το υπουργείο εξωτερικών της χώρας μας λοιπόν οφείλει να επανεξετάσει την επιλογή αυτή, κατά πόσο δηλ. πρέπει να συνδεθεί άμεσα με θέματα όπως η διευθέτηση της ΑΟΖ, προστασία των δικαιωμάτων της μειονότητας, κ.λπ., ακόμα και την πιθανότητα βέτο. Η Ελλάδα πρέπει  επίσης να υποχρεώσει την Αλβανία να αντιληφθεί ότι οφείλει πολλά στη χώρα μας, η οποία παρ΄ ότι βρίσκεται σε δεινή θέση λόγω της οικονομικής κρίσης, προσφέρει χιλιάδες θέσεις εργασίας σε Αλβανούς υπηκόους οι οποίοι εργάζονται εδώ (υπολογίζονται περίπου στις 800.000) και οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες βρίσκονται σε πολύ υψηλά ποσοστά.
Οφείλουμε, συνεπώς, με μία σειρά ενεργειών να καταστήσουμε σαφές το τεράστιο κόστος για τα συμφέροντα των γειτόνων μας σε περίπτωση που συνεχίσουν τον ίδιο αδιέξοδο δρόμο των τελευταίων ετών.
Όσο η εξωτερική πολιτική της χώρας μας ακολουθεί το δρόμο του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας, ο αλβανικός εθνικισμός και μεγαλοϊδεατισμός δεν πρόκειται να υποχωρήσουν.

* Οι θέσεις που εκφράζονται στο κείμενο είναι απολύτως προσωπικές.