5.12.16

Τουρκική προκλητικότητα και ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, μέσα από τα συμπεράσματα της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987.

Του Λάμπρου Τζούμη*
Υποστρατήγου ε.α.

«Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν. Πέφυκε γάρ το ανθρώπειον δια παντός άρχειν μεν του εικόντος, φυλάσσεσθαι δε το επιόν» Δηλ. «Δεν μέμφομαι εκείνους που θέλουν να ηγεμονεύουν, αλλά κατηγορώ εκείνους που είναι πρόθυμοι να γίνουν υπήκοοι. Διότι είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου, να θέλει να εξουσιάζει αυτούς που υποχωρούν και να φυλάγεται από τους αποφασιστικούς που έχει απέναντί του.»

Tο γνωμικό αυτό του Θουκυδίδη καταδεικνύει το αποτέλεσμα της στρατηγικής της χώρας μας απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια η  Τουρκία. Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης προκλητικότητας  από την Άγκυρα το τελευταίο διάστημα, εντάσσονται οι πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σύμφωνα με τις οποίες «Τα Ίμια (Καρντάκ), είναι τουρκικό έδαφος και δεν έχει υπάρξει αλλαγή στο νομικό και de facto status των νησιών του Αιγαίου». 
Η αναφορά στα Ίμια μας αφύπνισε για λίγο και μας έφερε στο νου πικρές μνήμες από την περίοδο του Ιαν. 1996 και το διασυρμό που υποστήκαμε με τον απαράδεκτο τρόπο χειρισμού, της κρίσης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Τα τελευταία 40 χρόνια η Τουρκική απειλή αναπτύσσεται σε διαφορετικά και αλληλένδετα επίπεδα:
-        Με απειλές πολέμου (casus belli), εχθρικές ενέργειες όπως παραβιάσεις-παραβάσεις ελληνικού κυριαρχικού χώρου, παράνομες δεσμεύσεις περιοχών, διεκδικήσεις μέσω δηλώσεων και ενεργειών για θέματα έρευνας – διάσωσης και αμφισβήτησης του καθεστώτος δεκάδων ελληνικών νησιών, κ.λπ.
-        Στη δημιουργία κρίσεων ή θερμών επεισοδίων όπως στην περίπτωση των Ιμίων.
-        Στην απειλή γενικευμένης επίθεσης με την εκτέλεση ενός πρώτου κτυπήματος που θα καταλήξει σε μια πολεμική σύγκρουση ημερών ή εβδομάδων.
Η εφαρμοζόμενη τακτική από την πλευρά της Τουρκίας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συνολικού καταλόγου διμερών  διαφορών (γκρίζες ζώνες, υφαλοκρηπίδα, FIR,  χωρικά ύδατα, κ.λπ), με σκοπό την επίτευξη μικρών υποχωρήσεων «τακτικού» χαρακτήρα από την πλευρά μας, που οδηγούν σε στρατηγικές υποχωρήσεις σε όλο το φάσμα των διεκδικήσεών της. Αυτό αποσκοπεί στη συρρίκνωση της αποτρεπτικής μας αξιοπιστίας και τη σταδιακή κάμψη της ελληνικής πολιτικής βούλησης. 
Η συνεχής υποχωρητικότητα από την πλευρά μας εξυπηρετεί την επίτευξη επιμέρους τουρκικών επιδιώξεων, οι οποίες μακροχρόνια θα ισοδυναμούν με μεγάλη νίκη ή εκπλήρωση του συνόλου των στόχων που έχει θέσει η γείτονα χώρα. Η στρατηγική που χρησιμοποιεί επί σειρά ετών η Ελλάδα στην άκρως εχθρική – επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στηρίζεται στην αποσπασματική αντιμετώπιση σε υποχωρητικότητα και κατευναστικές συμπεριφορές. Ο κατευνασμός όμως είναι μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο βραχυχρόνια, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ισορροπίας ισχύος και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αποθρασύνει τον αντίπαλο, οδηγώντας σε διαδοχικές υποχωρήσεις. 
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιθυμητή κάθε είδους πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία, αλλά για να επιτευχθεί η αποτροπή είναι αναγκαία μια αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική. Τα αίτια έλλειψης μιας αποτρεπτικής πρότασης και αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής είναι πολλά. Κατ΄ αρχήν δεν υφίστανται θεσμοί και διαδικασίες για μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό. 
Είναι απαραίτητη η συγκρότηση, Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ως ένα κατεξοχήν όργανο με αντικείμενο τα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Εθνικής Άμυνας – Ασφάλειας και Χειρισμού Κρίσεων. Ένα ενισχυμένο όργανο που να συντονίζει τους κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων με τις υπηρεσίες πληροφοριών και την πολιτική ηγεσία. Σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ισραήλ και στην Τουρκία λειτουργεί αυτό το όργανο, το οποίο χαράσσει την εξωτερική πολιτική που εκτελεί κατά γράμμα η κυβέρνηση. 
Υπάρχει έλλειψη ολοκληρωμένου εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού που να περιλαμβάνει σαφείς και συγκεκριμένες στοχεύσεις και κατευθύνσεις, προς εξυπηρέτηση των επιμέρους παραγόντων της υψηλής εθνικής στρατηγικής (οικονομία, διπλωματία, διεθνή νομιμοποίηση, στρατιωτική ισχύ, εσωτερική πολιτική). 
Αυτή απαιτείται να καταρτιστεί μέσα από διακομματική συνεργασία, που θα προβαίνει σε εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης με συγκεκριμένους αντικειμενικούς σκοπούς, με ιεράρχηση προτεραιοτήτων, με συγκεκριμένη αναφορά στους διαθέσιμους πόρους-μέσα και στόχο την επίτευξη του μέγιστου αποτελέσματος με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική από την πλευρά της χώρας μας θα πρέπει να βασίζεται σε πειστική απειλή, που να εξασφαλίζει ότι σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας από πλευράς της Τουρκίας αφενός μεν δεν θα της επιτρέψει να επιτύχει τους σκοπούς της, αφετέρου δε, ακόμη κι αν τους επιτύχει, θα καταβάλει δυσανάλογα μεγάλο τίμημα γι’ αυτό.
Θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό αντί της συνέχισης μιας μακροσκελούς θεωρητικής προσέγγισης επί του θέματος να γίνει μια αναφορά στην κρίση του 1987 ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία,  από την οποία μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για μια αξιόπιστη αποτρεπτική πολιτική. 
Η κρίση του Μαρ, 1987, ξεκίνησε με την απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, να προχωρήσει σε έρευνες για την ύπαρξη νέων κοιτασμάτων, ανατολικά της Θάσου, πέραν των 6 ν.μ. Οι έρευνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με το πρακτικό της Βέρνης, το οποίο είχαν υπογράψει η Ελλάδα και η Τουρκία το Νοε. του 1976. Η ελληνική πλευρά είχε διακηρύξει το 1982, ότι το πρωτόκολλο της Βέρνης είναι ανενεργό, επειδή οι διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, λόγω της άρνησης της Τουρκίας να δεχθεί την προσφυγή στη Χάγη, για την επίλυση του νομικού αυτού θέματος. Η τουρκική θέση επί του θέματος, είναι ότι το πρωτόκολλο της Βέρνης δεσμεύει ακόμα τις δύο χώρες. Η κρίση ξεκινά στις 26 Μαρ. 1987, με την απόφαση του εθνικού συμβουλίου ασφαλείας της Τουρκίας να στείλει το ερευνητικό σκάφος «Σεισμικ-1» στο Αιγαίο για έρευνες. Συγχρόνως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ετίθεντο σε επιφυλακή. Η Ελλάδα αποφάσισε να απαντήσει δυναμικά και δήλωσε ότι θα προσβάλλει το τουρκικό σκάφος, εάν αυτό επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση και οι ελληνικές ΕΔ αναπτύχθηκαν στις πολεμικές τους θέσεις, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό τακτικό αποτέλεσμα έναντι των τουρκικών Ε.Δ., οι οποίες δεν είχαν την ίδια κινητοποίηση. Παράλληλα, αποφασίσθηκε να γίνει ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε δύο σημαντικές κινήσεις οι οποίες κλιμάκωναν την κρίση και τόνιζαν την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Συγκεκριμένα, αποφασίσθηκε να κλείσει τη βάση των ΗΠΑ της Νέας Μάκρης βασιζόμενη στο άρθρο 7 της διμερούς συμφωνίας του 1983 και να σταλεί ο υπουργός εξωτερικών στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτή ήταν μία ενέργεια που προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, ανησυχία στους κύκλους του ΝΑΤΟ και απέβλεπε να δώσει υπόσταση στην απειλή που είχε επανειλημμένα διατυπώσει η Ελλάδα, ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, ολόκληρη η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα κατέρρεε. Η αντίδραση της βουλγαρικής κυβέρνησης υπήρξε θετική. Ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, εξέφρασε την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση, αναφέροντας μάλιστα στον Έλληνα υπουργό, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, αν φυσικά το επιθυμούσε, να αποδεσμεύσει όσες στρατιωτικές μονάδες ήθελε από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Προχωρώντας δε ακόμη περισσότερο ο Βούλγαρος πρόεδρος διέταξε τη μετακίνηση μιας μηχανοκίνητης ταξιαρχίας, από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο στα σύνορα της Βουλγαρίας - Τουρκίας. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα ότι η Βουλγαρία θα αναμειγνυόταν στρατιωτικά σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική διένεξη. Οι δύο αυτές κινήσεις της Ελλάδας επιτάχυναν τις εξελίξεις, κλιμακώνοντας συγχρόνως την κρίση. Οι ενέργειες αυτές έδειχναν ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να πάρει πολύ μεγαλύτερο «ρίσκο» από την Τουρκία, η οποία   επιθυμούσε να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το σύνολο των ζητημάτων που η ίδια έθετε στο Αιγαίο. Στις 27 Μαρ. 1987, πραγματοποιήθηκε ενημέρωση της στρατιωτικής επιτροπής και του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, με τη μεσολάβηση του οποίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση του υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας,  με τον Τούρκο πρωθυπουργό. Το ίδιο βράδυ, η Τουρκία μετέβαλε τη στάση της, δηλώνοντας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο την επόμενη για έρευνες στη διαφιλονικούμενη υφαλοκρηπίδα, εκτός εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να αρχίσει εκείνη έρευνες. Στις 28 Μαρ. 1987 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε στο Αιγαίο, παρέμεινε στα τουρκικά χωρικά ύδατα και η κρίση εκτονώθηκε. 
Ο χειρισμός της κρίσης αναμφίβολα θεωρείται επιτυχής. Η Ελλάδα έκανε αποφασιστικές κινήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις και έδωσε το μήνυμα ότι το διακύβευμα σε ότι αφορά στην απώλεια εθνικών συμφερόντων θα ήταν πολύ μεγαλύτερο σε βάρος της, παρά το όφελος για την Τουρκία.   
Η σθεναρή στάση της Ελλάδας, κατέδειξε ότι το θέμα αποτελούσε μείζονος σημασίας συμφέροντος για τη χώρα και ενίσχυσε την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Μετέθεσε τo δίλημμα της επιλογής πολέμου στην Τουρκία και η Άγκυρα αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ αναδίπλωσης ή πολέμου και αφού υπολόγισε το κόστος/όφελος, προτίμησε να τερματίσει τις ενέργειές της. Οι Τουρκικές ενέργειες εμπεριείχαν ως ένα βαθμό και την παραπλάνηση (μπλόφα), αλλά καταδείχθηκε ότι η Τουρκία ενώ είχε την πρόθεση για κλιμάκωση της κρίσης δεν θα ήταν πρόθυμη να οδηγηθεί σε πολεμική σύρραξη μεγάλης κλίμακας, που θα μπορούσε ίσως να διαταράξει την καθεστωτική σταθερότητα του τουρκικού κράτους. Η σύγκρουση αυτή εξελίχθηκε σ’ έναν πόλεμο νεύρων και θέλησης, νίκησε αυτός που είχε το μεγαλύτερο συμφέρον και επιβεβαίωσε απόλυτα το γνωμικό του Θουκυδίδη που ανέφερα στην αρχή του άρθρου μου.

* Οι θέσεις που εκφράζονται στο κείμενο είναι απολύτως προσωπικές.