Αγύρτες αισχροί, έφεραν
μετά το εξήντα μια Πρωτοχρονιά σπιρουνού καουμπόισσα που ‘κανε στάχτη και μπούλμπερη τη ζωή μας, χωρίς
κουραμπιέδες και μελομακάρονα, χωρίς ένα γεροορνίθι στο πιάτο μας. Βλέπαμε
εμείς του αδελφάτου των φτωχών, τους κοκόρους που μαδιόνταν στις αυλές των
χορτασμένων και μας έπιανε ντελίριο από τη ζήλια. Η οργή λαγούμια έσκαβε μέσα μας να κρύψει τη
μαραμένη μας ελπίδα, σγουμπή η αυγή μας έδινε τα τρίγωνα τους δρόμους να πάρουμε, το τραγούδι ν’ αρχίσουμε και να ξεχάσουμε.
Περπατώντας και
τραγουδώντας ονειρεύτηκα την Αστρούλα.
Γιατί δεν ήρθε; Πάντα μ’ ένα πεθαμένο
χαμόγελο, χλομή, αδύνατη, νηστική με τα πόδια της γεμάτα καψαλήθρες, έτρωγε τη λέξη << καλημέρα >>
όταν μου την έλεγε σαν πότιζε τους υάκινθους στο σύνορο του κήπου μας αφήνοντας
πάνω μου το βλέμμα της σαν φύλακα προστασίας. Ο πατέρας της κάλιασε στο βουνό
να φέρει τη λευτεριά αλλά βρέθηκε στη φυλακή και η μάνα της λαβωμένη από τις
ριπές της φτώχειας ξεβρόμιζε το σπίτι
του δωσίλογου ταγματασφαλίτη.
<< Θα φτύνει φαρμάκι
η έρημη >> σκέφτηκε και πήγα στο σπίτι της. Ήταν μέσα, ξαπλωμένη κοντά
στο παραγώνι σκεπασμένη με μια μπαλωμένη κουβέρτα και διάβαζε. Οι φλόγες με τις σκιές τους της ζωγράφιζαν πάνω στα μάγουλα κίτρινες και χρυσές πεταλούδες
κι ένα φλούδι που καιγόταν με γλυκό τραγούδι τη νανούριζε. Της μίλησα: <<
Δε θα ‘ρθεις για τα κάλαντα; >> Σήκωσε το κεφάλι, το βλέμμα της πέτρινο,
μου μίλησε και ίσα που ακούστηκε: << Ψήνομαι στον πυρετό! Δεν μπορώ!
>>
Την άλλη μέρα ξεμύτισε μια
Πρωτοχρονιά με σχισμένο χιτώνα, χοτζάδες να ψέλνουν στις εκκλησίες, ένα λαό
Παπούα να κρύβεται στις αφάνες να μη
βλέπει το φαγοπότι των αφεντάδων. Πήγα πάλι στο σπίτι της Αστρούλας. Της έδωσε
μελομακάρονα, της έδειξα έξω ένα κομμάτι μπλε τ’ ουρανού και της τραγούδησα: << Τρέχουν
τα παιδιά μες στη σιγαλιά άνοιξ’ η αγκαλιά κι έκανε η αγάπη την καρδιά φωλιά
>> και της γέμισα τη χούφτα δραχμούλες.
<< Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθ’ ο νέος με
τα δώρα, ήσουν κακός χωρίς χαρά >> τραγούδησε άπνοα και τα μάτια της
έβγαλαν κόκκινα δάκρυα, ο χώρος γέμισε ξερά ανθάκια και έξω ακούστηκε ένα παλιό
τραγούδι μιας ατέλειωτης λησμονιάς.