10.2.17

Διήγημα τρόμου και φαντασίας - Ένας ασυνήθιστος χορός

Του Παν. Αντωνόπουλου 

          Στο ιατρικό κέντρο ερευνών εφτά χρόνια ο δόκτορας Τζορτζ Άλφρεντ μαζί με τους συνεργάτες του αναζητούσε θεραπεία της νεύρωσης κάνοντας πειράματα στους εγκεφάλους σε μια ομάδα από γορίλες.   
Οι πληροφορίες ανέφεραν πως σε έξι μήνες τα αποτελέσματα των ερευνών θα δημοσιεύονταν και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους πάσχοντες από τη νόσο.
          Μια είδηση όμως που δεν είχε εξακριβωθεί για τη γνησιότητά της και είχε τρομοκρατήσει τον κόσμο, έλεγε πως τα δυστυχισμένα πειραματόζωα είχαν υποστεί αλλοίωση στους νευρώνες και σε στιγμές κρίσης η διάταξη των ινών φύλλων έχανε τη βούλησή της και τα ζώα συμπεριφέρονταν σαν τρελά.
           Ο δόκτορας αμφισβητούσε αυτή την είδηση λέγοντας πως τα ζώα του είναι αρνάκια και ουδείς κινδυνεύει. Έτσι συνέχιζε την έρευνά του αδιαφορώντας για τις υστερικές φωνές διαμαρτυρίας που στρέφονταν εναντίον των πειραματικών μεθόδων του και πύκνωναν μέρα με τη μέρα. Και για να διασκεδάσει την ανεύθυνη όπως έλεγε, επίθεση που δεχόταν, σκέφτηκε να δώσει ένα χορό την Κυριακή της απόκρεω στην αίθουσα του εργαστηρίου του όπου στο τέλος θα ανακοίνωνε στους καλεσμένους επιστήμονες και μια σειρά από ερευνητικά αποτελέσματα που είχαν σχέση με τη νεύρωση.
          Έτσι σαν μπήκε το Τριώδιο έδωσε εντολή στο προσωπικό του να χαλαρώσει και ο ίδιος ανέλαβε προσωπικά την προετοιμασία του χορού. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε κυρίως στη διαμόρφωση της αίθουσας που την ήθελε πρωτότυπη για να προκαλεί φόβο και ανασφάλεια στους καλεσμένους.  Γι’ αυτό έβαλε στους τοίχους ολόμαυρες βελούδινες κουρτίνες στολισμένες με λευκούς σταυρούς κι ασπρόμαυρες και μεγάλες νεκροκεφαλές. Επί πλέον για να τονίσει περισσότερο τη βραδιά της αποκριάς κρέμασε από το ταβάνι πολύχρωμες πλαστικές μάσκες διαβόλου, κακόγουστες περούκες, σφυριά, ρόπαλα και ντέφια που σαν έφταναν ως τη μέση της κάθε κουρτίνας κι αιωρούνταν με ισόχρονες κι ανεπαίσθητες κινήσεις, θαρρούσες πως πολλαπλασιάζονταν και πλήθαιναν με σατανικό τρόπο.
    Ξεφεύγοντας ύστερα το μάτι απ’ αυτή την πρωτότυπη φλέβα διακόσμησης έπεφτε σε μια άλλη που επικρατούσε το ίδιο περίπου συναίσθημα του Φόβου και της Ανασφάλειας, αλλά με πιο έντονο το συναίσθημα της Φρίκης. Κι αυτό γιατί μέσα σε μια ορθογώνια βιτρίνα οι γάντζοι, τα σπαθιά και οι ματωμένοι διπλοί πέλεκες θύμιζαν τις βαρβαρότητες από τις πολύνεκρες μάχες των πειρατών. Κι εκεί που η ψυχή φοβισμένη προσπαθούσε να βρει μηχανισμούς αντίστασης και ν’ απαλλαγεί απ’ αυτή την υπερβολική φορτισμένη ατμόσφαιρα οι οκτώ γυναικείοι σκελετοί με τη  μάσκα κραυγής που στόλιζαν την αίθουσα ανά δύο στις τέσσερις πλευρές, ανέβαζαν στο έπακρο τη λίμπιντο του πανικού κι έκαναν την παρουσία των καλεσμένων εφιαλτική.
    Κι ο δαιμόνιος τούτος γιατρός δε θα έβγαζε στην τύχη προς τα έξω τη φήμη του ρηξικέλευθου και του ασυμβίβαστου αν δεν ήξερε να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις και να δημιουργεί ποικιλόμορφα συναισθήματα κι άλογες σκέψεις με τις νοσηρές επινοήσεις του. Έτσι και στο φωτισμό της αίθουσας έδωσε έναν δαιδαλώδη σχηματισμό από δέσμες φωτός που αν δεν έδιναν ονειρικά συναισθήματα στο μάτι και την ψυχή δημιουργούσαν εντούτοις νευρικότητα κι έντονη αίσθηση αγωνίας. Ο περίφημος αυτός φωτισμός ξεκινούσε από τη βορινή πλευρά της αίθουσας και το  πιο ψηλό σημείο μαζί με τρεις ολόμαυρους μεταλλικούς προβολείς που έστελναν το φως με τέτοια έντονη ροή στα αντικείμενα που τα παραμόρφωναν δείχνοντας τις ασήμαντες ατέλειές τους σαν εξαμβλώματα εκχυδαϊσμού. Και  αυτή την παράξενη φωτιστική αίσθηση την εκμεταλλεύτηκε ο δαιμόνιος όπως είπαμε γιατρός για να δώσει ακόμη πιο έντονη εικόνα τρόμου και φρίκης στην αίθουσα και να κάνει τους καλεσμένους του πιόνια της αρρωστημένης του φαντασίας.
     Έτσι έστησε στη μέση της αίθουσας ένα θεόρατο χάρο που η κυκλοφορία του κόκκινου αίματος στις αρτηρίες του πυροδοτούσε μια ζοφερή ατμόσφαιρα του παράλογου που οδηγούσε όσους κοίταζαν το έκθεμα στα πρόθυρα της τρέλας. Το φως πέφτοντας πάνω του τον φώτιζε έντονα τονίζοντάς του περισσότερο την κακόγουστη μορφή του και την αποκρουστική παρουσία του. Και σαν να μην έφτανε όλη αυτή η  υστερική διακόσμηση πρόσθεσε γύρω- γύρω σε μορφή κύκλου εφτά μασκαρεμένες γριές φιγούρες διαμορφώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια σχιζοφρενή εικόνα άνευ προηγουμένου.
     Οι προσκλήσεις που είχαν πάρει τα δεκατρία ζευγάρια των μεταμφιεσμένων, ανέφεραν ρητώς με κεφαλαία κόκκινα γράμματα πως η προσέλευσή τους θα γινόταν δεκτή μόνο μετά τα μεσάνυκτα. Έτσι σαν το ρολόι του τοίχου χτύπησε δώδεκα το πρώτο ζευγάρι  μπήκε δειλά- δειλά μέσα και κάθισε στη θέση που του υπέδειξε το υπηρετικό προσωπικό του δόκτορα. Σε λίγο ακολούθησε το δεύτερο και μέχρι να περάσει ένα τέταρτο της ώρας η αίθουσα γέμισε. Τότε παρουσιάστηκε πανευτυχής και ο δόκτορας μεταμφιεσμένος σε Διάβολο κι αφού τους καλωσόρισε έδωσε εντολή να τους σερβίρουν. Αμέσως τα τραπέζια γέμισαν φαγητά. Έτσι ένα ψητό αρνί με πατάτες σερβιρισμένο σε μεγάλο ασημένιο δίσκο μπήκε στη μέση για να ακολουθήσουν στη συνέχεια δεκατρείς γεμιστές χήνες με ελιές, άλλοι τόσοι φασιανοί γαρνιρισμένοι με φρούτα και χόρτα θαλάσσης και μια δωδεκάδα φραγκόκοτες μαγειρευμένες με σαμπάνια και κόκκινο παραδοσιακό κρασί Μεσσηνίας. Κατόπιν ήρθαν οι σαλάτες. Όλες πρωτότυπες κι εντυπωσιακές, διακοσμημένες εντυπωσιακά. Ξεχώριζαν τρία είδη: της μπατζαροσαλάτας, της μαρουλοσαλάτας και της σαλάτας από χοντρά ζουμερά σπαράγγια.
      Σαν  τα φαγητά μπήκαν στις θέσεις τους ήρθε η ώρα να σερβιριστεί το κρασί. Έτσι εφτά γεμάτες κρυστάλλινες μποτίλιες σε σχήμα νεκροκεφαλής τοποθετήθηκαν δίπλα στα κατάφορτα πιάτα προκαλώντας ποικίλα σχόλια από τους καλεσμένους τόσο για την εμφάνισή τους αλλά και για το ζωηρό κόκκινο χρώμα του κρασιού που τους έδινε την αίσθηση πως ήταν αίμα. Τότε τρεις υπηρέτες μεταμφιεσμένοι σε Ζορό άρχισαν να γεμίζουν τα ποτήρια και να τα προσφέρουν στους καλεσμένους, παροτρύνοντάς τους να πιουν. Σαν αυτοί τα άδειασαν  ένας οξύς ήχος που ακούστηκε από τα μεγάφωνα τους υπενθύμισε πως άρχιζε η ώρα του φαγητού κι έπρεπε να αρχίσουν να τρώνε.
     Η κακόγουστη δυστυχώς διακόσμηση και η ψυχρή συμπεριφορά τού δόκτορα και του υπηρετικού προσωπικού είχε ως αποτέλεσμα να επιδράσουν αρνητικά στην ψυχή των καλεσμένων και να τους κόψει θα έλεγε κανείς την όρεξη! Έτσι δίστασαν ν΄ αρχίσουν να τρώνε κοιτάζοντάς ο ένας τον άλλο μ’ ένα αίσθημα ακαθόριστου φόβου. Ύστερα όμως από πολύ σκέψη ενέδωσαν στον πειρασμό των φαγητών αρχίζοντας να τσιμπολογάνε δειλά- δειλά ανόρεχτα και φοβισμένα.  Έτσι η διάρκεια του φαγητού κράτησε αρκετή ώρα και για πολλούς ήταν σωστό μαρτύριο αφού ένα αίσθημα ανασφάλειας και πανικού που τους κυρίεψε ξαφνικά τους έκανε να ξεχάσουν ακόμη και τους καλούς τρόπους και να τρώνε σαν κακομαθημένοι επαρχιώτες. Σαν όμως η δοκιμασία του φαγητού τελείωσε όλοι τους έδειξαν ανακούφιση  και μια ανεπαίσθητη προσωρινή ηρεμία με κάποια καλή διάθεση φάνηκε ν’ ακτινοβολεί στα μάτια τους.
     Η ευχάριστη όμως τούτη διάθεση των καλεσμένων δεν κράτησε για πολύ. Και σ’  αυτό συνετέλεσε η εμφάνιση του δόκτορα στην αίθουσα με μια μεταμφιεσμένη γυναίκα σε νεράιδα της νύχτας. Κι όσο να αντιληφθούν τι συνέβαινε η ορχήστρα άρχιζε να παίζει και το ζευγάρι να χορεύει. Κι αμέσως κατόπιν εντολής του όλα τα ζευγάρια σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν μέσα σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς  και ξέφρενο ρυθμό.
     Όσο προχωρούσε η ώρα κι έφτανε προς το τέλος ο καθένας θα περίμενε ν’ αυξάνεται ο ρυθμός, η ζωντάνια και η χορευτική διάθεση των μεταμφιεσμένων κι όλα να τελείωναν μέσα σε μια ξέφρενη χορευτική πανδαισία όπου η προσωπική απελευθέρωση θα ξεπερνούσε κάθε μέτρο σοβαρότητας κι ευπρέπειας.  Δυστυχώς αυτό δε συνέβη κι όλα έδειχναν πως οι χορευτές ξοφλούσαν μια χορευτική αγγαρεία και περίμεναν την παύση της ορχήστρας για να νιώσουν τη χαρά της απαλλαγής.  Και τούτο γιατί σε όλους η διαίσθηση πως κάτι δυσάρεστο και κακό θα γινόταν στο τέλος της αποκριάτικης βραδιάς τους είχε αναστατώσει και τους είχε φέρει στα πρόθυρα της τρέλας. Έτσι σαν η ορχήστρα τελείωσε ένιωσαν ανακούφιση κι εγκατέλειψαν με δικαιολογημένη βιασύνη την πίστα.
     Αυτή όμως η ευχάριστη στιγμή που ένιωσαν στις θέσεις τους δεν κράτησε για πολύ. Γιατί η εμφάνιση του δόκτορα τους έβαλε σε μύριες κακές σκέψεις.  Νευρικός κι ανήσυχος στάθηκε κάτω από ένα τεράστιο παζλ που έδειχνε σε δυο κύκλους τον κόσμο και με μια ανάερη κίνηση καρφίτσωσε στο κάτω μέρος το σχέδιο του κτιριακού συγκροτήματος. Πλησιάζοντάς το ύστερα και κοιτάζοντάς το με επίμονη ανιχνευτική ματιά τους είπε σαν  άφησε το βλέμμα του από πάνω  του: << Αυτό το σχέδιο, αγαπητοί μου, θα σας βοηθήσει να προσπελάσετε το χώρο για να φτάσετε στο εργαστήριό μου και να δείτε τους γορίλες με τους οποίους πειραματίζομαι για να βεβαιωθείτε ιδίοις όμμασι πως χαίρουν άκρας υγείας ! Θεωρώ πως είστε ευφυείς και το απαράμιλλο θάρρος σας θα σας βοηθήσει σ’ αυτή τη δύσκολη αποστολή. Το κλειδί της επιτυχίας  σας είναι αυτό εδώ το σχέδιο και παρακαλώ να το αφομοιώσετε ακούγοντας αυτά που θα σας πω.  Η διαδρομή την οποία βλέπετε για λόγους ασφαλείας δεν είναι εύκολη στον καθένα. Έχει δαιδαλώδη κατασκευή και βοηθητικούς χώρους που είναι παγίδες και παρακολουθούνται με κάμερες και φυλάσσονται από άνδρες της ιδιωτικής αστυνομίας. 
Η αφετηρία από εδώ που βρισκόμαστε μέχρι το κλουβί που ζούνε οι γορίλες είναι ογδόντα επτά μέτρα και ο διάδρομος στον οποίο πρέπει να κινείστε έχει πλάτος δυόμισι μέτρα. Κάθε παρέκκλιση απ’ αυτό το χώρο σε άλλον θα είναι οδυνηρή γιατί οδηγεί και καταλήγει στον υπαίθριο χώρο όπου δώδεκα εύσωμα μπουλντόγκ τον φρουρούν >>.
    Σταμάτησε λίγο, βύθισε το βλέμμα του πάνω τους και συνέχισε: << Και πριν σας ευχηθώ καλή και αίσια αποστολή θα σας επισημάνω κάτι σημαντικό που το θεωρώ δική σας ευθύνη να το προσέξετε ιδιαίτερα. Στη διαδρομή υπάρχουν δυο κόμβοι, στα πενήντα πέντε μέτρα ο ένας και στα  εβδομήντα εφτά  ο άλλος. Έχουν από τρεις εισόδους αλλά μόνο οι δυο είναι σε λειτουργία, μία σε κάθε κόμβο. Οι υπόλοιπες είναι για να σας παραπλανήσουν κι αν τις περάσετε θα καταλήξετε να σας τρώνε οι κροκόδειλοι μέσα σε μια λίμνη! Γι’ αυτό προσέξτε να περάσετε από τις σωστές  εισόδους των κόμβων για να φτάσετε σώοι στο κλουβί με τους γορίλες !>>
      Άφησε τη θέση του, πέρασε την πόρτα της αίθουσας και μπήκε στον ιδιωτικό του διάδρομο που οδηγούσε στους γορίλες. Οι μεταμφιεσμένοι μούδιασαν για μια στιγμή σαν τον είδαν να χάνεται και να τους εγκαταλείπει αλλά μην μπορώντας να έχουν άλλη επιλογή ξεκίνησαν να κάνουν τη διαδρομή που τους είχε υποδείξει.
      Η τρίλεπτη διαδρομή μέσα στο αφιλόξενο τούνελ του διαδρόμου αν κι έγινε ευτυχώς ανώδυνα μεγάλωσε την ένταση του φόβου τους και τους έκανε να αναρωτηθούν << προς τι ο θρίαμβος της θέλησης του δόκτορα να τους υποχρεώσει να  επιδοκιμάσουν την οχληρή έρευνά του; Ήταν χρέος προς τον άνθρωπο ή έγκλημα αυτό που έκανε; >>
      Ό,τι όμως και να ήταν η πραγματικότητα που τώρα αντίκριζαν  τους προσγείωσε και μια ταραχή τους ταρακούνησε σαν στέκονταν μπροστά από τον κίνδυνο των ζώων. Έτσι όλη αυτή η άσχημη ατμόσφαιρα αφαίρεσε από πολλούς το ανθρώπινο χρέος της συνεργασίας και τους εξώθησε σε αδικαιολόγητες υπονομεύσεις της συμπεριφοράς τους. Κι αυτή ακόμη η προθυμία που υπήρχε στην αρχή να δουν τους γορίλες μεταφράστηκε με μιας σε μανιασμένη αδιαφορία που ξεσπούσε σιγά- σιγά σε ανώφελες γκρίνιες μεταξύ τους. 
      Ωστόσο οι γορίλες ήτανε εκεί κι έπρεπε να τους δουν. Ο δόκτορας περήφανος για τους υποτελείς του που τον υπηρετούσαν τόσο πιστά στην έρευνά του, στάθηκε μπροστά στο γυάλινο τοίχο που τους προστάτευε και χτύπησε τις γροθιές του στο στήθος του για να τους ξυπνήσει και να τους ενεργοποιήσει. Πολλά από τα ζώα έδειχναν κουρασμένα κι αδιαφόρησαν στο κάλεσμά του. Κάποια είχαν τελείως νεκρωθεί από τις εξαντλητικές δοκιμές και έδειχναν αναίσθητα. Τρία όμως μεγαλόσωμα στριφογύριζαν στις  θέσεις τους ανήσυχα με σκυμμένα κεφάλια κι έσκουζαν συνεχώς χτυπώντας με απερίγραπτη βία τα ελάχιστα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα στο χώρο του κλουβιού.
      << Φοβερό θέαμα!>>  ξεφώνισε μέσα στη νεκρική σιωπή των μεταμφιεσμένων ένας φοβισμένος και σπρώχνοντας τους διπλανούς του προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί από το γυάλινο τοίχο. Επικράτησε ένας πανικός κι όλοι μαζεύτηκαν σε ένα μικρό τετράγωνο εξώστη που έμοιαζε σαν υπόστεγο με κλειδωμένα παράθυρα και το έπνιγε το σκοτάδι. Μια μικρή όμως χαραμάδα από την επισκευασμένη πόρτα τους επέτρεπε να βλέπουν το πανηγύρι τής τρέλας που είχαν στήσει οι τρεις γορίλες! Ποιος ξέρει με τι τρόπο, είχαν σπάσει τη σιδερένια πόρτα κι ορμούσαν με ορμή έξω από το κλουβί, με στόχο της επίθεσής τους, το γυάλινο τοίχο. Και σαν τον έκαναν θρύψαλα και οι καλεσμένοι κοκάλωσαν στις θέσεις τους, εύκολα όρμησαν πάνω τους και τους διαμέλισαν στο λεπτό. Και σε λίγο δεν έβλεπες από όλη αυτή τη μεταμφιεσμένη ομάδα, μέλη διασκορπισμένα εδώ κι εκεί και ματωμένες σχισμένες στολές μέσα σε σωρούς από  ακριβά στολίδια.
         Ο δόκτορας νεκρός κι αυτός σε μια άκρη του διαδρόμου έμοιαζε να κοιτάζει τους αφηνιασμένους γορίλες  και τους διαμελισμένους με μια λοξή κι αινιγματική ματιά.