Με άσκηση δίωξης σε βαθμό πλημμελήματος σε 15 άτομα,
ολοκληρώθηκε η πολύχρονη εισαγγελική έρευνα για τις πρακτικές των
εισπρακτικών εταιριών
Με
την άσκηση ποινικής δίωξης, σε βαθμό πλημμελήματος, για το αδίκημα της
παράνομης χρήσης αρχείων προσωπικού χαρακτήρα, κατά 15 προσώπων, εκ των
οποίων οι δύο είναι υπάλληλοι τραπεζών και οι υπόλοιποι εκπροσωπούν έξι
εισπρακτικές εταιρείες, κλείνει η πολύχρονη έρευνα που διενεργήθηκε από
την Εισαγγελία, με αφορμή σοβαρότατες καταγγελίες πολιτών, αλλά και
κατόπιν προσφυγής του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για τις πρακτικές των
«Εταιριών Ενημέρωσης οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις».
Η εισαγγελέας Ευγενία Μαρούδα, που διενήργησε την έρευνα, η οποία ξεκίνησε το 2008, ζητά με πόρισμα που συνέταξε με το πέρας της προκαταρκτικής, να τεθεί στο αρχείο το σκέλος της υπόθεσης που αφορούσε το κακούργημα της εκβίασης εκ μέρους των εισπρακτικών, αλλά και αυτά που αφορούσαν τις κατηγορίες της απάτης, της παράνομης βίας και της αντιποίησης δικηγορικού επαγγέλματος.
Οι συγκεκριμένες κατηγορίες ερευνήθηκαν μετά από δεκάδες καταγγελίες για τις πρακτικές που εφαρμόζουν εισπρακτικές εταιρίες σε επικοινωνίες τους με πολίτες, αλλά και μετά από προσφυγή του ΔΣΑ, ο οποίος κατήγγειλε πως υπάλληλοι τέτοιων εταιριών υποδύονται τους δικηγόρους όταν τηλεφωνούν σε πολίτες και ζητούσε να ερευνηθεί αν σε κάποιες περιπτώσεις οι εισπρακτικές διαπράττουν εκβίαση.
Κατά την εισαγγελική λειτουργό που ερεύνησε την υπόθεση, δεν προέκυψε η διάπραξη εκβίασης, καθώς: «οι εταιρείες δεν επεδίωκαν παράνομο όφελος από την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες, αλλά είχαν το δικαίωμα να ζητούν τα οφειλόμενα».
Η δικογραφία διαχωρίζεται μόνο σε ό,τι αφορά την δίωξη κατά των 15, η οποία ασκήθηκε, καθώς οι εταιρίες -θυγατρικές τραπεζών- δεν ήταν εγγεγραμμένες στο Μητρώο Καταναλωτών, και -κατά την δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους- δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά στοιχεία των δανειοληπτών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η εισαγγελική έρευνα φέρεται να εντόπισε δεκάδες περιπτώσεις, όπου εισπρακτικές εταιρείες είχαν ανάρμοστη συμπεριφορά στους πολίτες, τέτοια που θα μπορούσε να απαγγελθεί σε βάρος τους η κατηγορία της παράνομης βίας (πλημμέλημα).
Η συγκεκριμένη κατηγορία όμως διώκεται μόνο μετά από μήνυση του παθόντα. Εν προκειμένω, η εισαγγελέας φέρεται να κάλεσε περισσότερους από 100 από τους καταγγέλλοντες, ωστόσο οι πολίτες αυτοί δεν θέλησαν να καταθέσουν μηνύσεις.
Στο πλαίσιο της έρευνας, ελέγχθησαν 29 εισπρακτικές και 17 δικηγορικά γραφεία. Πλην των έξι που διώκονται για παράνομη χρήση αρχείων, οι υπόλοιπες, κατά την κ. Μαρούδα, λειτουργούσαν νομίμως, καθώς είχαν συμβάσεις με τις Τράπεζες και έτσι μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους ονόματα, τηλέφωνα και προσωπικά στοιχεία οφειλετών.
Η εισαγγελέας επικαλείται στο πόρισμά της και σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το πόρισμα της κ. Μαρούδα θα διαβιβαστεί στην Εισαγγελία Εφετών η οποία και θα αποφασίσει εάν θα υιοθετήσει τις θέσεις της εισαγγελικής λειτουργού και τελικά θα εγκρίνει την αρχειοθέτηση του συγκεκριμένου σκέλους της έρευνας.
Η εισαγγελέας Ευγενία Μαρούδα, που διενήργησε την έρευνα, η οποία ξεκίνησε το 2008, ζητά με πόρισμα που συνέταξε με το πέρας της προκαταρκτικής, να τεθεί στο αρχείο το σκέλος της υπόθεσης που αφορούσε το κακούργημα της εκβίασης εκ μέρους των εισπρακτικών, αλλά και αυτά που αφορούσαν τις κατηγορίες της απάτης, της παράνομης βίας και της αντιποίησης δικηγορικού επαγγέλματος.
Οι συγκεκριμένες κατηγορίες ερευνήθηκαν μετά από δεκάδες καταγγελίες για τις πρακτικές που εφαρμόζουν εισπρακτικές εταιρίες σε επικοινωνίες τους με πολίτες, αλλά και μετά από προσφυγή του ΔΣΑ, ο οποίος κατήγγειλε πως υπάλληλοι τέτοιων εταιριών υποδύονται τους δικηγόρους όταν τηλεφωνούν σε πολίτες και ζητούσε να ερευνηθεί αν σε κάποιες περιπτώσεις οι εισπρακτικές διαπράττουν εκβίαση.
Κατά την εισαγγελική λειτουργό που ερεύνησε την υπόθεση, δεν προέκυψε η διάπραξη εκβίασης, καθώς: «οι εταιρείες δεν επεδίωκαν παράνομο όφελος από την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες, αλλά είχαν το δικαίωμα να ζητούν τα οφειλόμενα».
Η δικογραφία διαχωρίζεται μόνο σε ό,τι αφορά την δίωξη κατά των 15, η οποία ασκήθηκε, καθώς οι εταιρίες -θυγατρικές τραπεζών- δεν ήταν εγγεγραμμένες στο Μητρώο Καταναλωτών, και -κατά την δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους- δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά στοιχεία των δανειοληπτών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η εισαγγελική έρευνα φέρεται να εντόπισε δεκάδες περιπτώσεις, όπου εισπρακτικές εταιρείες είχαν ανάρμοστη συμπεριφορά στους πολίτες, τέτοια που θα μπορούσε να απαγγελθεί σε βάρος τους η κατηγορία της παράνομης βίας (πλημμέλημα).
Η συγκεκριμένη κατηγορία όμως διώκεται μόνο μετά από μήνυση του παθόντα. Εν προκειμένω, η εισαγγελέας φέρεται να κάλεσε περισσότερους από 100 από τους καταγγέλλοντες, ωστόσο οι πολίτες αυτοί δεν θέλησαν να καταθέσουν μηνύσεις.
Στο πλαίσιο της έρευνας, ελέγχθησαν 29 εισπρακτικές και 17 δικηγορικά γραφεία. Πλην των έξι που διώκονται για παράνομη χρήση αρχείων, οι υπόλοιπες, κατά την κ. Μαρούδα, λειτουργούσαν νομίμως, καθώς είχαν συμβάσεις με τις Τράπεζες και έτσι μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους ονόματα, τηλέφωνα και προσωπικά στοιχεία οφειλετών.
Η εισαγγελέας επικαλείται στο πόρισμά της και σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το πόρισμα της κ. Μαρούδα θα διαβιβαστεί στην Εισαγγελία Εφετών η οποία και θα αποφασίσει εάν θα υιοθετήσει τις θέσεις της εισαγγελικής λειτουργού και τελικά θα εγκρίνει την αρχειοθέτηση του συγκεκριμένου σκέλους της έρευνας.