Άφθαρτη ξεχύνεται η ματιά του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
καθώς περιγράφει το σβησμένο δειλινό
μιας ζωής ,στο διήγημά του '' Ο μπάρμπα Γιάννης '' .
Να αφουγκράζεται τα σπλάχνα του τα μπολιασμένα από τη στέρηση του ψωμιού, την ανεξήγητη συμπόνοια μ' έναν αμίλητο καημό στα στήθια του.
Να μας διεκτραγωδεί της ζωής τα πάθια του μπάρμπα Γιάννη, και του κάθε μπάρμπα Γιάννη, της εποχής του.
Κι η πίκρα ν' ανθίζει σ' ένα σπίτι που σαλεύει η φτώχεια χωρίς να μπορεί να δειπνήσει της ζωής το προσφάι, και στ' ακράταγα πόδια του να σηκώνει το βάρος μιας πικροζωής.
Να αφουγκράζεται τα σπλάχνα του τα μπολιασμένα από τη στέρηση του ψωμιού, την ανεξήγητη συμπόνοια μ' έναν αμίλητο καημό στα στήθια του.
Να μας διεκτραγωδεί της ζωής τα πάθια του μπάρμπα Γιάννη, και του κάθε μπάρμπα Γιάννη, της εποχής του.
Κι η πίκρα ν' ανθίζει σ' ένα σπίτι που σαλεύει η φτώχεια χωρίς να μπορεί να δειπνήσει της ζωής το προσφάι, και στ' ακράταγα πόδια του να σηκώνει το βάρος μιας πικροζωής.
Ένα πλούσιο
μύρο και μια άμετρη φεγγοβολή απλώνεται στο διήγημά του που μας παρασύρει
το στυφό μας δάκρυ να κυλήσει σαν τη βρύση και να χύνει το λυγμό στο στήθος το
βαρύ. Εποχές σημαδεμένες από την ανέχεια, με
την αγρύπνια καθισμένη σε θρονί, να θεμελιώνει σ' ένα πλάνο όνειρο την
κρύφια πεθυμιά του. Και να δαγκάνει τα χείλη τα στυφά και να φτύνει κατά γης
ξεφωνίζοντας λόγια βαρυγκώμιας για τούτη την παλιοζωή και να τον ακούν στα γύρω
περιβόλια τ' αηδόνια και να μην κελαηδούν από τη λύπη τους και να 'ρχονται μαύρες μέρες και λευκές
νύχτες, κι ο λαβωμένος μπάρμπα Γιάννης, έτσι που τον κατάντησε η Πολιτεία των
αφεντάδων και των ανεπρόκοφτων που ''έχουν το ψέμα για βαγγέλιο κι όποιος το
πίνει πιο διψά'' να αγωνίζεται για τον
επιούσιο που του τον στερούν οι μακελάρηδες κερνώντας το λαό χασίσι, όνειρα και
ψέματα. Αυτοί που ακουμπάνε τα σπαθιά τους πάνω στον τράχηλό του και τον κάνουν
να παραλαλεί και τα φρύδια να ζαρώνει.
'' Κι ήταν ψηλός κι ήταν στεγνός μ' άσπρα μαλλιά και καστανά μάτια
''. Κι ήταν αυτός που κάποτε ροβολούσε τα βουνά και τα λαγκάδια κι όργωνε
τους κάμπους για να θρέψει μιαν Ελλάδα ποτίζοντας με τον ίδρο του κάθε δενδρί
που στοίχειωνε με τον καιρό σε δάσος.
Τούτο το
διήγημα δεν τέρπει, μα μας κάνει ν' αφουγκραζόμαστε τους βόγκους και τους
στεναγμούς της Ρωμιοσύνης , τις ασάλευτες ώρες στου μώλου τη μπασιά, τα εθνικά
ναυάγια, κι οι νηστικοί να τρέφουν τους χορτάτους.
Φόρτσαρε ο
Μαΐστρος κι έσβησε τ' αχνάρια στην άμμο κι οι γέροι πριχού πεθάνουν,
ξεχασμένοι, αναθυμούνται τα μαύρα τούτα
χρόνια και τη λασπουριά που έφτανε ως τα γόνατα.
''Αν
λαχταράς τον ήλιο, ανασηκώσου
και με δαυλό άναψέ τονε δικό
σου''
Μας
συγκινείς γραφιά της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και μας φορτώνεις τους καημούς
σου που είναι και δικοί μας καημοί. Συνέχισε τα δοξαστικά σου για τον έρημο
τούτο τόπο που η κάθε γωνιά του, έχει και τον δικό της μπάρμπα Γιάννη.
Τα
διηγήματά σου είναι άστρο ορθρινό, είναι λύχνος στο σκοτάδι των καιρών μας που
μας φέγγει και μας μηνύει, σαν την βροντερή καμπάνα που σκορπίζει το σπόρο όλων
των ανθών και τα χίλια φυσήματα της ζωής.
Γητεύεται ο λόγος σου που μοιάζει με χυτά πετράδια για
ν' ακούσει ο λαός τον φεγγερό λόγο σου
και να ανασηκώσει το μπόι του και το λαμπρό τραγούδι του. Βούλιαξε
ετούτος ο τόπος, γέμισε λασπουριά μα εσύ μας θυμίζεις το καθήκον μας.
''Ο παραστάτης άγγελος, όπου σιμά του στέκει,
κρατάει σπαθί, κρατάει φωτιά, κρατάει διπλό πελέκι'' .
ΦΙΛΙΑΤΡΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 9-2017