5.3.17

ΑΦΙΕΡΩΜΑ-Κίνα: Φουτζιάν - Ιστορίες λιμανιών

Ο Θαλάσσιος Δρόμος του Μεταξιού ήταν στην αρχαιότητα η πλωτή λεωφόρος των μεταφορών, των μετακινήσεων και των πολιτισμικών ανταλλαγών ανάμεσα στην Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο, λειτουργώντας ως συνέχεια του χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού. Το παράθυρο της Κίνας στον υπόλοιπο κόσμο και το σημείο εκκίνησης αυτού του θαλάσσιου δρόμου ήταν η επαρχία Φουτζιάν και το βασικό λιμάνι ήταν η πόλη Κουανζού, απ΄ όπου απέπλεαν τα κινεζικά εμπορικά και κατέπλεαν σκάφη από όλη την νοτιοανατολική Ασία και τον αραβικό κόσμο. Ο Μάρκο Πόλο αποκαλούσε την πόλη Κουανζού «το πρώτο λιμάνι της Ανατολής».
Ένα Παγκόσμιο Μουσείο Θρησκειών
 Σ΄ αυτό το λιμάνι, με την δική του ταυτότητα, που την απέκτησε από τα χρόνια που τα ιστιοφόρα άνοιγαν πανιά για να μεταφέρουν τα αγαθά της Κίνας -μετάξι, πορσελάνες και τσάι- σε όλο τον κόσμο, βρίσκεται το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με πρόσκληση της Κινεζικής Εθνικής Υπηρεσίας Τουρισμού (CNTA) και του γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου.
 Ναυτικοί και έμποροι μετέφεραν και αντάλλασσαν ιστορίες, μύθους και πεποιθήσεις, κι έτσι σ΄ αυτή την άκρη της νοτιοανατολικής Κίνας συναντήθηκαν ο Βουδισμός, ο Ταοϊσμός, ο Χριστιανισμός, το Ισλάμ, ο Ιουδαϊσμός, ο Ινδουισμός και ο Μανιχαϊσμός. Γι' αυτό η περιοχή θεωρείται ένα άτυπο Παγκόσμιο Μουσείο Θρησκειών, χαρακτηριστικό το οποίο τονίζει η ξεναγός της Κινεζικής Εθνικής Υπηρεσίας Τουρισμού.
 Σε τούτα τα λιμάνια και τα ψαροχώρια ναυτικοί, θαλασσοπόροι και ψαράδες λάτρεψαν τη γυναικεία θεότητα Μάτζο, ως προστάτιδα του Ωκεανού. Αισθάνονται την ανάγκη να προσευχηθούν στη Μάτζο οι άνδρες πριν μπαρκάρουν, κι οι γυναίκες τους καθώς τους περιμένουν να γυρίσουν από τα ταξίδια. Η λατρεία της εξαπλώνεται σε περισσότερες από 20 χώρες κατά μήκος του Θαλάσσιου Δρόμου του Μεταξιού, με χιλιάδες ναούς και 200 εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο. Ο ναός Τιανχού, όπου λατρεύεται η Μάτζο χτίστηκε το 1196 και είναι ένα σημείο αναφοράς για τους πιστούς της.
 Ο ναός Τιανχού βρίσκεται λίγα μέτρα από το τέμενος Κινγκζίνγκ, που χτίστηκε το 1009 και είναι το αρχαιότερο τέμενος που έχτισαν Άραβες μουσουλμάνοι στην Κίνα, αντιγράφοντας μάλιστα την αρχιτεκτονική του μεγάλου τεμένους της Δαμασκού. Δίπλα έχει οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια ένα σύγχρονο τζαμί, που εξυπηρετεί τους μουσουλμάνους πιστούς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι απόγονοι των Αράβων ναυτικών που έριξαν άγκυρα σε τούτη την άκρη της Ασίας.
 Πολύ κοντά βρίσκεται ο βουδιστικός ναός Καϊγιουάν με τις εντυπωσιακές παγόδες, κτίσματα του 686, που ήταν ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους βουδιστικούς ναούς στην Κίνα.
 Στο εθνικό πάρκο Κινγιουάν, μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, ο άγνωστος καλλιτέχνης σκάλισε σε βράχο το επιβλητικό άγαλμα του Λάο Τσε, του ιδρυτή του Ταοϊσμού. Ο μύθος λέει πως ο Λάο Τσε ήρθε εδώ πετώντας με ένα πουλί, από την επαρχία Σετσουάν για να διδάξει τις αρχές του στους κατοίκους της Φουτζιάν. Το άγαλμα αυτό, με ύψος 5,63 μέτρων, φιλοτεχνήθηκε περίπου πριν από 1.000 χρόνια και είναι το μεγαλύτερο μνημείο του Ταοϊσμού.
Ο κυνηγός και το πουλί
 Η πρόθυμη και χαμογελαστή ξεναγός της Κινεζικής Εθνικής Υπηρεσίας Τουρισμού, αφηγείται στο μικρόφωνο του Αθηναϊκού - Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων μιαν ιστορία στην οποία συναντώνται οι φιλοσοφίες του Ταοϊσμού και Κομφουκιανισμού, που μπορεί να θεωρηθεί η επιτομή της φιλοσοφίας που διέπει την Κίνα στο μακρύ διάβα της στην ιστορία:
 «Στο κλαδί ενός ψηλού δέντρου έχτισε τη φωλιά του ένα πουλί για να κλωσήσει τα αυγά του. Απέναντι στεκόταν ένας κυνηγός, σημαδεύοντας για να πετύχει το πρώτο πουλί που θα τολμούσε να βγει από τη φωλιά. Όταν ξεμύτισαν από τα αυγά τα πουλάκια τα φώναξε η μητέρα τους και τούς έδειξε τον κυνηγό. Είχε μια συμβουλή να τους δώσει. Είπε στα νεογέννητα πουλάκια: «να μην είσαι ο πρώτος που σηκώνει αλόγιστα το κεφάλι από τη φωλιά, γιατί ο κυνηγός σε σημαδεύει. Αν θέλεις να ακολουθείς τον πιο ασφαλή δρόμο, πρέπει να μάθεις να περιμένεις. Κάποιος άλλος, πρωτοπόρος, θα βρεθεί ν΄ ανοίξει τον δρόμο. Αυτόν ν΄ ακολουθείς. Αν πάλι σου αρέσει να τολμάς, μπορείς εσύ να γίνεις ο πρωτοπόρος που θ΄ ανοίγει τον δρόμο. Τότε αξίζει να πάρεις το ρίσκο να βγεις πρώτος από τη φωλιά. Αν επιζήσεις, να ξέρεις πως θα πάρεις όλη τη δόξα, θα γίνεις αρχηγός, γιατί αυτόν που ανοίγει τον δρόμο, τον ακολουθούν όλοι».
Στο χωριό όπου οι γυναίκες στολίζουν με λουλούδια τα μαλλιά
 Το λιμάνι Κουανζού, από το 950 ως το 1350 ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολής. Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει την πόλη Παγκόσμιο Κέντρο Πολυπολιτισμικότητας, καθώς αποτελεί υπόδειγμα συνύπαρξης εθνοτικών ομάδων, θρησκειών και πολιτισμών. Σήμερα υπερηφανεύεται ότι είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη της επαρχίας Φουτζιάν. Απέναντι στα πολυώροφα κτίρια, στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους και τις γέφυρες, βρίσκεται ένα ταπεινό ψαροχώρι, που κερδίζει τον επισκέπτη για πολλούς λόγους.
 Είναι το χωριό Σον-Που, στις εκβολές του ποταμού Τζιν. Σχεδόν όλοι οι άνδρες είναι ψαράδες και ναυτικοί, οι γυναίκες καθαρίζουν όστρακα, για να προσθέσουν στον οικογενειακό κορβανά 70 γιουάν, δηλαδή περίπου 10 Ευρώ, καθαρίζοντας 100 κιλά στρείδια την μέρα. Όλες οι γυναίκες στο χωριό Σον Που στολίζουν τα μαλλιά τους με λουλούδια. Η παράδοση λέει πως Άραβες ταξιδιώτες, που έφτασαν στο λιμάνι πριν από χίλια χρόνια, πρόσφεραν σε ένδειξη καλής θέλησης στεφάνια με λουλούδια στους ντόπιους κι εκείνοι σε ένδειξη ευχαρίστησης στόλισαν με τα λουλούδια τα μαλλιά των γυναικών. Έκτοτε οι γυναίκες στολίζουν τα μαλλιά τους με λουλούδια. Τότε ήταν αληθινά άνθη, τώρα πλαστικά. Αλλά η παράδοση παραμένει ζωντανή.
Τα σπίτια από όστρακα
 Στο χωριό Σον Που υπάρχουν περίπου 60 παραδοσιακά σπίτια, που οι τοίχοι τους είναι καλυμμένοι με όστρακα. Εικόνα παράξενη, όσο και η ιστορία που την συνοδεύει. Ταξίδευαν από το Σον Που οι Κινέζοι και μετέφεραν με τα πλοία τους μετάξι, τσάι και πορσελάνη στα λιμάνια της Ινδίας και της δυτικής Αφρικής. Στον γυρισμό, αν δεν είχαν άλλο εμπόρευμα, φόρτωναν όστρακα για να έχουν βάρος τα πλοία τους και να είναι πιο σταθερά πλέοντας στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Τα όστρακα αυτά τα ξεφόρτωναν στις όχθες του ποταμού Τζιν.
 Στη διάρκεια του πολέμου Κίνας-Ιαπωνίας, οι Γιαπωνέζοι βομβάρδισαν το χωριό και κατέστρεψαν δεκάδες σπίτια. Δεν τα εγκατέλειψαν οι ντόπιοι, αλλά τα αναστήλωσαν και χρησιμοποίησαν ως οικοδομικό υλικό τα όστρακα που είχαν συγκεντρωθεί με το διάβα του χρόνου στην όχθη του ποταμού. Τα τούβλα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ως αποκλειστικό οικοδομικό υλικό για να χτίζουν τα σπίτια τους, λένε πως αντέχουν χίλια χρόνια, μα τα όστρακα έχουν δέκα φορές μεγαλύτερη αντοχή. Η θάλασσα -εκτός από την τροφή- τους έδωσε και το πιο ανθεκτικό οικοδομικό υλικό για τα σπίτια τους. Γι αυτό οι περισσότεροι κάτοικοι στο χωριό Σον Που προσκυνούν καθημερινά την θεότητα των Ωκεανών, τη Μάτζο.

Χρίστος Καλουντζόγλου- ΑΠΕ