Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Χωριατόπουλο η αφεντιά μου, όπως πολλών
εξ υμών που επικοινωνούμε και κρατημένος στη ζωή με κούμαρα, γκόρτσα και
ζοχούς.
Ο γεννήτοράς μου πένης με δυο σποριές γης να καλλιεργεί για τον
επιούσιο, με τα πνευμόνια του σάπια από το βάκιλο της φυματίωσης, τη φαμίλια
του νηστική και τον χιτώνα της κουρέλι.
Το σπίτι μας τσαντίρι. Μια παράγκα
χαρτοσκεπασμένη, ένα χαρτένιο σπίτι, που ζούσαμε μέσα σαν μπελέχαροι ποντικοί.
Ο νότιος τοίχος φτιαγμένος από σκουριασμένες λαμαρίνες και ο ανατολικός
ενισχυμένος από σανίδες και πισσόχαρτο. Τα παράθυρά του κλεισμένα με τσουβάλια
και όσα μέρη του τοίχου φαίνονταν ήταν σκεπασμένα με χόρτα και βρύα. Το έστησε
κοντά στην πηγή του Αι- Γιάννη να έχουμε νερό, καβούρια από το ρέμα και ψάρια
που τα αλιεύαμε πλατσουρίζοντας στις γούρνες. Όταν έβρεχε το σπίτι γινότανε
σκουπιδαριό, εμείς τρέχαμε να βρούμε χαρτόνια να το σκεπάσουμε, ο γεννήτορας
έφτιαχνε αυλακωτά χαρτονένια σούγελα να φεύγουν τα νερά. Το φθινόπωρο με τους
αέρηδες και τις καταιγίδες έλιωνε και σαρωνόταν. Τότε ο θείος Νιόνιος μας
μάζευε στο σπίτι του και μας φιλοξενούσε όσο να περάσει το κακό.
Εν τη παρόδω του χρόνου, είπα να
ξεπεράσω το γεννήτορα, να φτιάξω σπίτι με τοίχους, σκεπή, μπάνιο, ρεύμα,
θέρμανση και να ζήσω σαν άνθρωπος. Το έκανα όταν ένας δαίμονας τοκογλύφος
τραπεζίτης με δάνεισε, έφερε στη συνέχεια την κρίση, έμεινα άφραγκος και ταπής,
τις. δόσεις τώρα μου ζητάει με το μαχαίρι στο κόκαλο. Κινδυνεύω να το χάσω, ο
κλητήρας κάθε πρωί στην πόρτα με βρίζει, μου θυμίζει τη φυλακή, οσονούπω μου
λέει θα βρεθώ στο δρόμο μέσα στη λάσπη να συντροφεύω τους βατράχους και τους
γαιοσκώληκες.
Τι να πουλήσω, ν’ αυξηθεί ο μπεζαχτάς
μου και να ξεχρεωθώ; Κηπευτικά, ζώα, εκτάσεις γης; Δεν έχω! Τα μερεμέτια που
κάνω στις μάντρες κόπηκαν, οι σκύλοι του γείτονα που λείπει στις Σεϋχέλλες και
τους φρόντιζα, ψόφησαν!ν Από που να εισπράξω;
Κι έρχεται το βράδυ, με κόβει σαν
γυαλί, στην κουβέρτα κουλουριάζομαι σαν φίδι, το Μορφέα να μου κλείσει τα μάτια
παρακαλώ, τη σκέψη να αλυσοδέσω να μην κυκλοφορεί. Δε θέλω να ξυπνήσω, τι να
δω; Παντού ανικανότητα και ευτελισμός.
Ψεύτες πολιτικοί, λαλίστατοι μικρονοϊκοί στην τιβί, ξεπουπουλιασμένοι γκιόνηδες
αρχηγοί που σύρουν θρήνο για την καταστροφή.
Αναύχενη η αφρόστηθη βουλευτίνα με
λόγο χαμούρι, μιλάει γι’ ανάπτυξη και χλιδή, ανερυθρίαστη και ποταπή. Σγούφτει
να φαίνεται η τσάντα hermes στον
ώμο κι εγώ σγούφτω να μη με δει. Κοιτάζει έξω από το γυαλί, το βλέμμα της
νερώνειο πέφτει πάνω μου, τρέμω, Λούης γίνομαι, ντρέπομαι, το κόκαλό μου νιώθω
να φυραίνει και να τρίβεται.
Μετά ο Σαδδουκαίος υπουργός το παίζει
ύπατος και ξερόλας, λαγούς με πετραχήλια τάζει, σφίγγει στο χέρι το Polaroid, με το μάτι θολό, κοιτάζει τις Σεϋχέλλες και την
Ταϊτή, αγρύπνιες εκεί τον περιμένουν και
ηδονές.
Οχ, πως τους σιχαίνομαι! Κι ας είμαι ένας
τυχαίος, ένας άσωτος εκείνη τη στιγμή, Κάτω δεν το βάζω. Κι αρχίζω να βρίζω με
κουβέντες αισχρές, χρόνια στοιβαγμένες μέσα μου.