13.3.17

ΧΡΟΝΟΓΡΆΦΗΜΑ - Επαρχία

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 Δειλινή μου

            Εδώ στη σταυρωμένη επαρχία, μη θαρρείς πως καταβροχθίζουμε τα Άνθη του κακού, του Μπωντλαίρ ή αλέθουμε το χρόνο μας βλέποντας το Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. 
Οι λιγοστές πνευματικές μας οάσεις, βρίσκουν αδιέξοδο σε καλαμιές και φρύγανα. 
Σε σήριαλ που γλιστράνε σαν χέλια στις άυπνες νύχτες μας, σε ταινίες που σπάνε τ’  αυτιά μας από ποδοβολητά που στάζουν αίμα και σε φεγγάρια κάτασπρα που δύουν άρρωστα στον αγριεμένο ουρανό μας.
           Βιβλία δε διαβάζουμε. Τις λέξεις μας τις πνίγουμε σε πηγάδια με λασπωμένα νερά. Τα ματιά μας τη νικά ο χρόνος που κομματιάζει σαν χίτης το τελευταίο μας ευρώ. Ανακαλύπτουμε αιφνίδιες χαρές, με περιλαίμια από διαβόλους και τριβόλους. Την πρέφα, τη μιρίμπα, την οινοποσία, το μπανιστήρι και τον τζόγο. Στη σχόλη μας το χαύνωμα πάει σύννεφο στης καφετέριας την αντηλιά και στα πεταμένα φλούδια μιας φλύαρης κουβέντας κοκορευόμαστε για τη σοφία μας.
          Και  τώρα ακόμη που ήρθε η άνοιξη οι λουλουδιασμένοι αγροί μένουν άγγιχτοι. 
Οι θηλυκές παρθένες δεν πατούν εκεί,  έτσι στερούν την ηδονή του γυμνού κορμιού τους να το δούμε και σκορπίζουν τους αβρούς ήχους του τραγουδιού τους στις χλιδάτες πόλεις. Οι αύρες μας χωρίς αυτές, παιανίζουν επιτάφιους θρήνους.
          Μείναμε εμείς και ο κούκος. Μόνοι κατάμονοι. 
Συντρόφια μας οι γκιόνηδες, οι κουκουβάγιες, οι κόρακες, οι γαμψονύχηδες  ιέρακες. Κανένα ματάκι  ζαφειρένιο δε μας κοιτάζει και  εκείνη η άπληστη όρεξη που είχαμε κάποτε να κόψουμε μια παπαρούνα στο χρώμα του δειλινού να λείπει.   
Στερημένοι από θολόχτιστες εκκλησιές που μέσα τους τα χερουβείμ ψέλνουν στίχους ποιητικούς. Με τις αυγούλες μας μελαγχολικές, τις ψυχές μας άγριες μπόρες, τα όνειρά μας ναυαγισμένα σε  ξεραίλες άνομβρες.
         Μόνοι. Σπάμε την πλήξη μας μ’ ότι τύχει. Κόβοντας αγριοπρίναρα, κυνηγώντας στο λόγγο, ταίζοντας τους χοίρους μας, αρμέγοντας τις κατσίκες μας, φροντίζοντας τα κοκόρια μας. Διαβάζουμε καζαμίες, λέμε ανέκδοτα,  απαγγέλλουμε  στιχάκια, τρέχουμε σε κηδείες και σε μνημόσυνα.
        Μόνοι. Μ’ ένα ήλιο τόσο μαύρο. Με σπασμένα φτερά. Με τη ζωή μας στρογγυλεμένη σε γλοιώδη μηδενικά. 
Με την επαρχία μεταμφιεσμένη σε ψηλοχαρχάλα γριά, ασουλούπωτη και με παπούτσια ξεχειλωμένα.  Κι από πάνω όλο εκείνο το σκυλολόι το πολιτικό να μας μιλάει για ανάπτυξη και κουραφέξαλα.