25.5.17

Η μεγάλη περιφέρεια της μέσης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου

Οι άνθρωποι που έχουν συσσωρευμένο λίπος στη μέση τους, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, στον ίδιο βαθμό με τον αυξημένο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν και Έλληνες ερευνητές.

Η αύξηση κατά 11 εκατοστά της περιφέρειας της μέσης αυξάνει κατά 13% τον κίνδυνο καρκίνου σχετικού με την παχυσαρκία. Η προσθήκη οκτώ εκατοστών στους γοφούς αυξάνει ειδικότερα κατά 15% τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αύξηση κινδύνου για καρκίνο αρχίζει, όταν στους άνδρες η περιφέρεια της μέσης ξεπερνά τα 102 εκατοστά περίπου, ενώ στις γυναίκες τα 88 εκατοστά.
Οι ερευνητές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC-WHO) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, με επικεφαλής τον δρα Χάιντς Φράισλινγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό για θέματα καρκίνου «British Journal of Cancer», ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 43.000 άτομα σε βάθος 12 ετών, εκ των οποίων 1.600 είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο σχετικό με την παχυσαρκία, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η συσσώρευση παραπανίσιου λίπους αλλάζει τα επίπεδα των ορμονών όπως τα οιστρογόνα και η τεστοστερόνη, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της ινσουλίνης και να οδηγήσει σε χρόνια φλεγμονή, που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για καρκίνο.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τόσο ο ΔΜΣ όσο και το πού στο σώμα συσσωρεύεται το λίπος, ιδίως γύρω από τη μέση, μπορούν να αποτελούν καλούς δείκτες για τον κίνδυνο καρκίνου σχετικού με την παχυσαρκία», δήλωσε ο Φράισλινγκ, ο οποίος συνέστησε στους ανθρώπους κατά καιρούς να παίρνουν μεζούρα και να μετράνε τη μέση τους.
Το να είναι κανείς υπέρβαρος (ΔΜΣ 25 - 30) ή παχύσαρκος (ΔΜΣ άνω του 30) συνδέεται με 13 είδη καρκίνου και αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία καρκίνου -μετά το κάπνισμα- που θα μπορούσε να αποφευχθεί με τις κατάλληλες αλλαγές στον τρόπο ζωής.
Στη μελέτη συμμετείχαν οι Έλληνες επιδημιολόγοι Αντωνία Τριχοπούλου, Χριστίνα Μπάμια και Βασιλική Μπενέτου (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών και Ελληνικό Ίδρυμα Υγείας), καθώς και ο Κώστας Τσιλίδης (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Σχολή Δημόσιας Υγείας Imperial College Λονδίνου).