2.7.17

Το Δημόσιο Σχολείο καταντά απαξιωμένο προϊόν διότι οι μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις ταξιδεύουν σε πλοίο άγονης γραμμής.

Θόδωρος Σταυριανόπουλος
MSc Ηθ. Φιλοσοφίας- Μαθηματικός

Στα Πανεπιστήμια φέτος θα εισαχθούν περίπου 10.000 φοιτητές σε αντίστοιχες εκπαιδευτικές σχολές που μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους θα αναζητήσουν να αποκατασταθούν επαγγελματικά ως εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό προκύπτει αν αθροίσουμε τους αριθμούς από τους πίνακες των εισακτέων φοιτητών για το 2017 του Υπουργείου Παιδείας, στις εκπαιδευτικές σχολές. Το υπουργείο Παιδείας με  την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών  που εφάρμοσε δημιούργησε ανεργία στον κλάδο των εκπαιδευτικών. Η αύξηση εβδομαδιαίως κατά δύο ώρες του προγράμματος  εξασφάλισε ανέξοδα χιλιάδες θέσεις εργασίας. Θα μπορούσε ταυτόχρονα όμως να μείωνε τους μαθητές ανά τμήμα στους 20. Αυτό θα αναβάθμιζε την ποιότητα της γνώσης του απαξιωμένου δημόσιου σχολείου.
Αυτό έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά μέτρων που έχουν βάλει τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και την εκπαίδευση στο σύνολό της. Οι προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας για τα επόμενα χρόνια είναι ελάχιστοι διορισμοί και μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού στα σχολεία.
Τελικά για πιο λόγο εισάγονται όλοι αυτοί οι φοιτητές στις εκπαιδευτικές σχολές των Πανεπιστημίων; Μήπως εισάγονται για να πέσουν οι δείκτες και τα ποσοστά ανεργίας στους νέους; Μήπως τελικά τα Πανεπιστήμια έχουν απεμπλακεί τελείως από την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων επιστημόνων και θεωρούν ότι όλοι αυτοί που σπουδάζουν, σπουδάζουν από «χόμπι». Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι νέοι επιστήμονες οδηγούνται σε μια κοινωνία ανέργων ή σε αναζήτηση εργασίας ως μετανάστες.
Ο εκπαιδευτικός δεν έχει αντίρρηση να καθίσει περισσότερο χρόνο στο σχολείο και να κάνει τις εργασίες που παίρνει για το σπίτι. Να προετοιμαστεί για την επόμενη μέρα, να ετοιμάσει ένα διαγώνισμα ή να διορθώσει ένα διαγώνισμα. Αυτό όμως προϋποθέτει η σχολική μονάδα να διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές. Δηλαδή φιλόξενα γραφεία ανά 2-3 καθηγητές με Η/Υ και εποπτικά μέσα. Σε αυτό το χώρο μπορεί ο καθηγητής να στεγαστεί, να προετοιμαστεί για την επόμενη μέρα και να δεχτεί τους γονείς των μαθητών του. Έτσι φεύγοντας ο εκπαιδευτικός από το σχολείο θα είναι έτοιμος για την επόμενη μέρα χωρίς να παίρνει εργασίες για το σπίτι του.  Αυτό όμως προϋποθέτει και αντίστοιχες αποδοχές με αυτές άλλων χωρών. Εδώ όμως αυτό που βολεύει πάντα το σύστημα προεκλογικά είναι να μιλά για κατάργηση της παραπαιδείας και από την άλλη μετεκλογικά να κάνει στραβά μάτια στην παραπαιδεία δίνοντας μισθούς πείνας στους εκπαιδευτικούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο κάθε έλληνας εργαζόμενος να έχει μια απώλεια εισοδήματος  30% - 40% που πηγαίνουν για φροντιστήρια προκειμένου να προετοιμάσει τα παιδιά του για τις Πανελλαδικές εξετάσεις.
          Απ’ ότι φαίνεται έχουμε περάσει σε μιαν άλλη εποχή, σε μια εποχή που για να λυθούν προβλήματα απαιτείται συναίνεση.  Εκτιμώ ότι αυτό θα συμβεί στο 18ο συνέδριο της ΟΛΜΕ - συνδικαλιστικού οργάνου των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- που πραγματοποιείται αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Η ΟΛΜΕ από ότι έχει δείξει δεν πείθει και δεν μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα των εκπαιδευτικών. Θεωρώ ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο άτυπο σώμα αποτελούμενο από 25-30 μάχιμους εκπαιδευτικούς από όλη την επικράτεια της χώρας μας. Αυτό θα αποτελεί την «διαπραγματευτική επιτροπή» και μαζί με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα βρίσκουν μετά από εποικοδομητικό διάλογο και συναίνεση την κοινή συνισταμένη επίλυσης του κάθε προβλήματος.
Στη χώρα μας διαχρονικά οι χθεσινοί συνδικαλιστές  «καταλαμβάνουν» υψηλές  διοικητικές θέσεις έως και Υπουργοί και στη συνέχεια  αβαντάρουν τις εκάστοτε ηγεσίες των Υπουργείων προκειμένου να κάνουν τις υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις. Είναι απορίας άξιον, πώς γίνεται η μετάλλαξη σε όλους αυτούς, από χθεσινοί επαναστάτες συνδικαλιστές σε «βασιλικότερους του βασιλέως» εντολοδόχους «τσάτσους». Γι’ αυτό έχει απαξιωθεί ο συνδικαλισμός.   
Το υπουργείο Παιδείας με τον επαίσχυντο νόμο για το ενιαίο βαθμολόγιο – μισθολόγιο οδήγησε τον νεοδιόριστο εκπαιδευτικό στα 650 €. Τον νεοδιόριστο εκπαιδευτικό που περιμένει δέκα και πλέον χρόνια για να διορισθεί και που εκτός από το πτυχίο τους οι πιο πολλοί νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί έχουν κάνει και μεταπτυχιακές σπουδές.
    Κάθε φορά που ανοίγει εθνικός κοινωνικός  διάλογος για την παιδεία πέφτει στο κενό. Μέχρι
σήμερα όλοι οι διάλογοι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα αν κρίνουμε από το τι σχολεία λειτουργούν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη σύμφωνα με αυτά που μας λένε εκπαιδευτικοί που τα τελευταία χρόνια έχουν επισκεφθεί ευρωπαϊκά σχολεία μέσω των προγραμμάτων Erasmus και Comenius .
Το σχολείο πρέπει να παρακολουθεί από κοντά τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά παράλληλα να στηρίζεται στα ιδεώδη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, του αλληλοσεβασμού, της ειρήνης και της δημοκρατίας.
          Εκείνο που έχει αξία είναι να δημιουργηθεί ένα σχολείο που να αναδεικνύει τις δεξιότητες του μαθητή,  ένα σχολείο που να μην εξαντλεί οικονομικά την οικογένεια να δημιουργηθεί  ένα σχολικό περιβάλλον που δεν θα εξαντλεί τον μαθητή και που θα είναι ευχάριστο γι’ αυτόν. Σήμερα το μοντέλο εκπαίδευσης είναι βασισμένο στην αποστήθιση κι όχι στην ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης. Το Λύκειο εξαντλεί τη λειτουργία του στην προετοιμασία του μαθητή για τις Πανελλαδικές εξετάσεις.
        Έχουν χορτάσει τα αυτιά μας να ακούν περί εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο χώρο της παιδείας. Στη χώρα μας, επιχειρείται κάθε φορά να αλλάξει η εκπαίδευση αλλάζοντας συνήθως το σύστημα πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή το πολύ – πολύ αλλάζοντας βιβλία και αναλυτικά προγράμματα. Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας πρέπει να αντιληφθεί ότι «για να αλλάξεις την εκπαίδευση, πρέπει να αλλάξεις τον εκπαιδευτικό». Δεν χρειάζεται πολλή σοφία για να καταδειχθεί ο καταλυτικός ρόλος του εκπαιδευτικού.  Άλλωστε όλα τα στοιχεία της εκπαίδευσης (βιβλία, αναλυτικά προγράμματα, διδακτική μεθοδολογία, εργαστήρια, νομοθεσία κλπ) δοκιμάζονται και κρίνονται στα χέρια, στον τρόπο εργασίας του εκπαιδευτικού. Άρα προαπαιτούμενο στην επιτυχία κάθε μεταρρύθμισης είναι η διαρκής επιμόρφωση του εκπαιδευτικού.