20.8.17

ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ! Καιγόμαστε, αν και έχουμε το μεγαλύτερο στόλο πυρόσβεσης


Kilkis_Fotia

Οι φωτιές σε δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις ήταν από παλιά γνωστό φαινόμενο, όπου τότε όχι μόνο δεν υπήρχαν εναέρια μέσα, αλλά και έσβηναν σχετικά γρήγορα.
Στη μάχη κατά των πυρκαγιών αυτών έπεφταν τα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι και φυσικά ο στρατός. Με λιγοστά μέσα χωρίς πυροσβεστικούς κρουνούς και μάνικες αλλά με τσάπες, κλαδιά κλπ έσβηναν τις φωτιές. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι όταν έπιανε φωτιά υποχρεωτικά όλοι οι κάτοικοι των χωριών, ακόμα και μικρά παιδιά έκαναν ζώνες και έπεφταν όλοι στη μάχη της πυρόσβεσης. Γι΄αυτό και δεν καίγονταν χωριά ούτε σπίτια ενώ ήταν και υποχρεωτική η αποψίλωση των ξερών χόρτων.
Σήμερα περιμένουμε όλοι από τον καναπέ ως νέεοι Νέρωνες, να δούμε μόνο τους κακοπληρωμένους πυροσβέστες με όποια μέσα διαθέτουν να σβήνουν τη φωτιά.
Για το τι πραγματικά συμβαίνει και ποιά είναι η λύση στην αντιμετώπιση του καταστροφικού φαινομένου των πυρκαγιών είναι ενδεικτική η ανάλυση του κ. Χρήστου Σώκου που είναι Δρ. Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος:
Κάθε χρόνο γινόμαστε μάρτυρες εκτενών καταστροφών από τις δασικές πυρκαγιές με αποτέλεσμα την απώλεια ανθρώπινων ζωών, σοβαρές καταστροφές σπιτιών και καλλιεργειών, αλλά και με πλημμύρες, διάβρωση και ερημοποίηση. Η καταστροφή μέρους του αισθητικού δρυοδάσους της Δαδιάς, της Ζαχάρως Ηλείας με τις τραγικές επιπτώσεις σε ανθρώπινες ζωές το 2007, του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, μέρους του Εθνικού Δρυμού Βάλιας Κάλντας, του ελατοδάσους του Μαινάλου, της Κασσάνδρας Χαλκιδικής το 2006, η για 5 ημέρες πυρκαγιά στα Βόρεια του Αγίου Όρους, αλλά και η καταστροφή μεγάλου μέρους της Χίου και του 30-40% των μαστιχόδενδρων, αλλά και εκείνη της Αρχαίας Ολυμπίας το 2007, δείχνουν τη σκληρή πραγματικότητα.
Στα μεσογειακά οικοσυστήματα (δάση πεύκης, θαμνώνες, φρυγανολίβαδα κ.α.) ανέκαθεν συνέβαιναν πυρκαγιές και ο άνθρωπος αύξανε τη συχνότητά τους. Τα φυτικά είδη της Μεσογείου έχουν προσαρμοστεί στις πυρκαγιές και μάλιστα τους είναι απαραίτητες, ανά χρονικά διαστήματα, για την αναγέννηση και τη διατήρησή τους.
Το πρόβλημα είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι πυρκαγιές εκδηλώνονται αρκετά πιο συχνά από ό,τι στο παρελθόν και με μεγαλύτερη ένταση, γι’ αυτό και ονομάζονται μεγα-πυρκαγιές.
Αιτίες του γεγονότος αυτού είναι:
1) Ο περιορισμός των δραστηριοτήτων, τις τελευταίες δεκαετίες, των χρηστών των δασών: υλοτόμων, βοσκών, ρητινοσυλλεκτών, κυνηγών κ.α., με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οι παραδοσιακοί επιτηρητές για να προσέχουν το δάσος, να αποτρέπουν επίδοξους εμπρηστές, να αντιμετωπίζουν τις πυρκαγιές και να μειώνουν τη βιομάζα – καύσιμη ύλη.
2) H αύξηση των ακούσιων ή εκούσιων εμπρηστών. Οι καταπατητές στην Ελλάδα έχουν κίνητρο να γίνουν εμπρηστές επειδή δεν έχει συνταχθεί ακόμα δασικό κτηματολόγιο ώστε να προστατεύονται ικανοποιητικά οι δημόσιες εκτάσεις. Έτσι, κάθε χρόνο καταπατώνται χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης. Στους ακούσιους εμπρηστές συγκαταλέγονται αυτοί που ανεξέλεγκτα αποθέτουν σκουπίδια ή πραγματοποιούν διάφορες δραστηριότητες στα δάση και από τις οποίες μπορεί να ξεσπάσει πυρκαγιά.
3) Οι λάθος επιλογές των αρμοδίων στην πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών.
Αποτέλεσμα είναι στην Ελλάδα ως το 1973 να καίγονται κατά μέσο όρο 115 km² δασικών εκτάσεων ετησίως, ενώ από το 1974 και μετά, η καμένη έκταση αυξήθηκε σε 361 km² ετησίως.
Σύμφωνα με στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας περιοχές όπου υπήρχε πίεση για οικιστική, τουριστική ή και γεωργική εκμετάλλευση, το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών οξύνθηκε. Αποκορύφωμα αποτελούν οι πυρκαγιές του 2007 με 2.000 km² καμένες δασικές εκτάσεις και την απώλεια 67 ανθρώπινων ζωών. Η ανάγκη για αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα παραμένει ένα μεγάλο ζήτημα.
Η κοινή λογική λέει ότι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών θα έπρεπε να βασιστεί στον περιορισμό των αιτιών.
Αυτονόητο είναι πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να είχε κάνει το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του είναι η απογραφή των δημόσιων εκτάσεων και η οριοθέτησή τους με αδιαμφισβήτητο τρόπο.
Ωστόσο οι σχετικές προσπάθειες του ελληνικού δημοσίου εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς ή ναυαγούν κατά περίεργο τρόπο. Να σημειωθεί ότι στα πρώην ιταλοκρατούμενα νησιά μας αυτό έχει γίνει εδώ και έναν αιώνα. Επίσης οι αεροφωτογραφίες του παρελθόντος και οι σύγχρονες δορυφορικές εικόνες – μπορούν πλέον πολύ εύκολα να μας πουν όλη την αλήθεια.
Το δεύτερο είναι ότι οι όποιες επιλογές θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή κόστος–όφελος, και όχι σε μικροπολιτικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, είναι καλύτερο να προσληφθούν περισσότεροι πυροσβέστες που μόνο θα καταστέλλουν όταν ξεσπάσει πυρκαγιά ή μήπως να επιδοτηθούν ντόπιοι υλοτόμοι ή συλλέκτες δασικών προϊόντων οι οποίοι θα μειώνουν την καύσιμη ύλη, θα παράγουν δασικά προϊόντα, θα επιβλέπουν το δάσος, θα καταστέλλουν τις πυρκαγιές με τον εξοπλισμό τους και θα τους δοθεί κίνητρο για να παραμείνουν στον τόπο τους;
Το τρίτο είναι η πρόληψη των πυρκαγιών που περιλαμβάνει:
1) την ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και οργάνωση των κατοίκων για αντιμετώπιση των πυρκαγιών,
2) τη διαχείριση των δασών με κατάλληλες αραιώσεις, κλαδεύσεις, ελεγχόμενη βόσκηση και απομάκρυνση του εύφλεκτου υπορόφου (ιδίως κατά μήκος των δρόμων) ώστε να καταστεί λιγότερο εύφλεκτη η βιομάζα και να εμποδίζεται η μετατροπή των ερπουσών πυρκαγιών (καίνε χαμηλή βλάστηση) σε επικόρυφες (καίνε την κόμη των δέντρων),
3) τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται με κατάλληλο σχεδιασμό ώστε να μην προσβάλλουν βάναυσα το τοπίο και να προκαλούν τη διάβρωσή του εδάφους, αλλά αντίθετα να ευνοούν τη βιοποικιλότητα, την αναψυχή στα δάση κ.λπ. και
4) την πυρανίχνευση για άμεση επέμβαση. Η τοποθέτηση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης δασών και εντοπισμού φωτιάς έχει σοβαρό όφελος, αλλά δεν δίνεται η πρέπουσα βαρύτητα.
Για την εφαρμογή μεθόδων πρόληψης τα Δασαρχεία δεν έχουν το απαιτούμενο προσωπικό και η χρηματοδότηση είναι ελλιπής.
Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρώπης με τη μεγαλύτερη αναλογία των δαπανώμενων κονδυλίων στην καταστολή σε σχέση με την πρόληψη (περίπου 7 για καταστολή προς 1 για πρόληψη). Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών έχει επιστημονικά αποδειχθεί ότι θα μειώσει την έκταση των καμένων δασών και το κόστος δασοπυρόσβεσης και θα έχει πολλά περισσότερα οφέλη για τη φύση και τις τοπικές οικονομίες.
Εάν, παρά τις προσπάθειες πρόληψης και άμεσης επέμβασης, η πυρκαγιά δεν μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο και πάρει διαστάσεις, τότε αρχίζει το πλέον σύνθετο και πολυδάπανο έργο της καταστολής της πυρκαγιάς. Το δυσκολότερο μέρος της επιχείρησης είναι η πρόβλεψη της συμπεριφοράς της πυρκαγιάς και ο συντονισμός των δυνάμεων.
 Σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιες δυνάμεις μετέχουν στη δασοπυρόσβεση, την ευθύνη συντονισμού την έχει ο τοπικός ειδικευμένος δασολόγος.
Αυτός γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον το ανάγλυφο της περιοχής του, το οδικό δίκτυο, τις θέσεις υδροληψίας, την ευφλεκτότητα των οικοσυστημάτων, τις κατάλληλες θέσεις αναχαίτισης της πυρκαγιάς, τις θέσεις που επιδέχονται την εφαρμογή του αντιπυρός, τη συμπεριφορά του ανέμου, τους διαθέσιμους υλοτόμους και μηχανήματα, ενώ γνωρίζει τη συμπεριφορά και τις ιδιαιτερότητες των δασικών πυρκαγιών ως προς τη δασική βλάστηση.
Στην Ελλάδα θεσμικά η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών είναι αποκλειστική ευθύνη της Δασικής Υπηρεσίας, ενώ η καταστολή τους ανήκει από το 1998 και έπειτα στο Πυροσβεστικό Σώμα. Αυτό, σύμφωνα με κάποιους, προκαλεί προβλήματα ενιαίου αντιπυρικού σχεδιασμού (πρόληψη – καταστολή) και συνεργασίας.
Επιπρόσθετα, η διασπορά πυροσβεστικών δυνάμεων και μέσων, ανάλογα με τα τηλεφωνήματα που πέφτουν και την ανάμειξη πολιτικών προσώπων, προκαλούν σύγχυση, ασυνεννοησία και διαπληκτισμούς κατά τη διάρκεια της καταστολής των δασικών πυρκαγιών.
Αποτέλεσμα είναι στην Ελλάδα, η καταστολή των μεγάλων ιδίως πυρκαγιών να πάσχει. Οι επίγειες δυνάμεις τρέχουν μπροστά από το μέτωπο της πυρκαγιάς για να σώσουν κατοικίες και όχι για να σταματήσουν την πυρκαγιά. Έτσι σε ένα πλαίσιο φυγής και “σώσον εαυτό σωθήτο”, η πυρκαγιά προχωρά και οι πυροσβέστες τρέχουν να σώσουν τις επόμενες κατοικίες και τους εαυτούς τους κ.ο.κ..
Η πυρκαγιά σταματά συνήθως όταν φτάσει στη θάλασσα, σε ανοιχτές γεωργικές εκτάσεις ή αλλάξουν οι άνεμοι.
Τα εναέρια δασοπυροσβεστικά μέσα θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν σβήνουν την πυρκαγιά, απλά μειώνουν την ένταση της και την ταχύτητά της.
Τα εναέρια μέσα θα πρέπει πάντα να συνεργάζονται με τα επίγεια, διαφορετικά δεν έχουν αποτέλεσμα.
Το νερό γρήγορα θα εξατμιστεί και η πυρκαγιά θα συνεχίσει το έργο της. Συνεπώς ο ρόλος των εναέριων μέσων είναι βοηθητικός και γενικά υποστηρίζουν τις επίγειες δυνάμεις.
Επιπλέον τα μέσα αυτά έχουν μεγάλο κόστος και μεγάλες πιθανότητες ατυχημάτων. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε, πλούσιες χώρες όπως οι ΗΠΑ δεν έχουν μεγάλο αριθμό πυροσβεστικών αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Η Ελλάδα, όλως περιέργως, διαθέτει το μεγαλύτερο στόλο εναέριων πυροσβεστικών μέσων της Ευρώπης, και τηρουμένων των αναλογιών, ολόκληρου του κόσμου.
Τα εναέρια μέσα (μαζί με τα μισθωμένα ελικόπτερα) μπορούν να μεταφέρουν 220 τόνους νερού την ώρα στην Ελλάδα, ενώ ο στόλος της Γαλλίας δεν μπορεί να μεταφέρει πάνω από 180 τόνους, της Ισπανίας 120 τόνους και της Πορτογαλίας περίπου 80 τόνους την ώρα.
Αυτά τα εναέρια μέσα στη χώρα μας χρησιμοποιούνται χωρίς να είναι πάντα αναγκαίο, με τεράστιο οικονομικό κόστος και μικρό όφελος (ένα εναέριο μέσο Δασοπυρόσβεσης κοστίζει για μία μόνο ώρα επιχείρησης, ανάλογα με τον τύπο, 9.000-17.000 ευρώ).
Η μεγάλη φωτιά σβήνει μόνο με φωτιά, το λεγόμενο αντιπύρ.
 Εμπρός από το μέτωπο ανάβεται ελεγχόμενη φωτιά (συνήθως δίπλα από αντιπυρική ζώνη ή δρόμο) η οποία θα αφαιρέσει την καύσιμη ύλη από την πυρκαγιά και αμφότερες θα σβήσουν.
Ωστόσο το Πυροσβεστικό Σώμα που έχει αναλάβει τα τελευταία έτη την καταστολή δεν έχει ακόμα υιοθετήσει την αποτελεσματική πρακτική του αντιπύρ. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ευρέως στο εξωτερικό και την εφάρμοζε, όταν είχε την ευθύνη, η ελληνική Δασική Υπηρεσία, ενώ την εφαρμόζει και η κυπριακή Δασική Υπηρεσία.
Στον τομέα της καταστολής σημαντική είναι και η συμβολή της σύγχρονης τεχνολογίας με την σε αληθινό χρόνο δυνατότητα παρακολούθησης της εκάστοτε εξέλιξης μιας πυρκαγιάς με τη χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών, ωστόσο στη χώρα μας δεν συμβαίνει ούτε και αυτό.
Ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών έχει απασχολήσει Έλληνες ειδικούς και έχουν συγγραφεί βιβλία, μελέτες και άρθρα εδώ και δεκαετίες.
Ωστόσο οι επιλογές των αρμοδίων αποδεικνύεται ότι στερούνται ορθότητας, κάτι το οποίο προκαλεί σοβαρότατες επιπτώσεις και αγανάκτηση.

Χρήστος Κ. Σώκος
Δρ Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος