"Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" έλεγαν οι παλιοί.
Ετσι και στην περίπτωση του Νικόλα. Κάποιες τραγικές συμπτώσεις έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής του και να τον εξαναγκάσουν να φύγει από το μικρό χωριό της Εύβοιας στο οποίο ζούσε και να μετεγκατασταθεί σε μια μικρή κωμόπολη της Ν. Ιταλίας όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Οι παλιοί έλεγαν ακόμη
"Ουδέν κακόν αμιγές καλού"
Κι έτσι είναι. Μπορεί ο πόλεμος και οι κακουχίες να ήταν υπεύθυνα που αμούστακο παλλικαράκι ακόμη ο Νικόλας αποχωρίστηκε από τη μάνα του, τα αδέλφια του και το αγαπημένο του χωριό, όμως ο ίδιος ο πόλεμος έμελλε να τον κάνει να γνωρίσει τη σύντροφό του με την οποία έζησε ευτυχισμένα και πάντα ερωτευμένος για 55 ολόκληρα χρόνια!!!! Μοναχά ο θάνατος τους χώρισε.....
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Νικόλας γεννήθηκε λίγο μετά από το θάνατο του πατέρα του ο οποίος σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέλφια του με πολλή στέρηση. Εγινε παλλικαράκι, μα δεν πρόλαβε να χαρεί, ήρθε ο επόμενος πόλεμος με τις αγριότητες, τη θηριωδία,τη φτώχεια, τη πείνα, τη στέρηση....Και νάτανε μόνο αυτό? Ηρθαν οι Γερμανοί στο χωριό του, τον συλλάβανε και τον στείλανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Στα είκοσί του θάτανε θαρρώ. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του. Δεν γνώριζαν εάν ζούσε η εάν σκοτώθηκε. Το ίδιο και αυτός.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Εκεί στη Γερμανία, ο Νικόλας νεαρό παλλικαράκι βρέθηκε για πρώτη φορά μακριά από το ζεστό σπιτικό του μικρού χωριού του, μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, βίωσε τη μοναξιά, μόνος σε μια ξένη χώρα φυλακισμένος στον αφιλόξενο χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.... Δύσκολες οι συνθήκες....μοναδική συντροφιά του ένας Ελληνας από το χωριό του που τον είχαν πάρει και αυτόν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο, και ένας Ιταλός, ο Μάριος....Αυτός ο Ιταλός δεν ήταν σαν τους άλλους῎ ήταν καλός και πρόσχαρος άνθρωπος και νοιαζόταν για τον Νικόλα. "Αμα τελειώσει ο πόλεμος θα σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία" έλεγε ο Μάριος στο Νικόλα "Ναι, θάρθω Μάριε στην Ιταλία μαζί σου" του απαντούσε ο Νικόλας με βουρκωμένα μάτια...αφού πίστευε πως δεν τούχε απομείνει κανένας στον κόσμο...βλέπετε είχε χάσει τα ίχνη τους και τότε δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες σαν τώρα, ούτε τηλέφωνα υπήρχαν, ούτε εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών. Τους δικούς του τους ήξερε για σκοτωμένους, το είχε πάρει πια απόφαση. Με τον συγχωριανό του κάθε βράδυ ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Σε αυτή την υγρή φυλακή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έμοιαζε με ηλιαχτίδα που τρύπωνε στη καρδιά, τους ζέσταινε και τους κρατούσε ζωντανούς.....αυτό το όνειρο ήταν που τους έδινε δύναμη να αντέξουν στις κακουχίες.....
Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η ώρα να φύγει ο Μάριος "Vienni" του λέει, "δεν ξεχνώ την υπόσχεσή μου, θάρθεις μαζί μου στην Ιταλία,θα σε πάρω στο σπίτι μου, θα σε γνωρίσω στους γονείς μου, στα αδέλφια μου"
"Ελα"του λέει και ο συγχωριανός του, "έμαθα πως μεθαύριο φεύγει ένα καράβι για την Ελλάδα, θα γυρίσουμε παρέα στο χωριό"
Το βράδυ ο Νικόλας ξαγρύπνησε, δεν ήξερε τι να κάνει... Τον Μάριο τον συμπαθούσε πολύ, μα να πάει σε μια ξένη χώρα? Αλλά και στο χωριό να κάνει τι? Αφού δεν είχε κανένα νέο από τους δικούς του, ορφανός τι θάκανε εκεί μοναχός του? Τα χαράματα πήρε την απόφαση : ΟΧΙ. Δεν θα γύρναγε στον τόπο του. Θα ακολουθούσε τον Μάριο στην Ιταλία..... Ο συγχωριανός του σαν τάκουσε στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, αγκάλιασε τον Νικόλα σφιχτά σαν νάταν η στερνή φορά που βλέπονταν και του είπε "καλή αντάμωση". Μα ήταν πράγματι η στερνή φορά που αγκαλιάζονταν... Το καράβι με το οποίο ταξίδεψε ο συγχωριανός του στην Ελλάδα βούλιαξε και ο παιδικός του φίλος πνίγηκε..... Αν τον είχε ακολουθήσει ο Νικόλας... Μα το λαδάκι στο καντηλάκι του δεν είχε στερέψει ακόμη Ο Μάριος κράτησε το λόγο του και πήρε τον Νικόλα στο σπίτι του. Τον φρόντισε, τον ενσωμάτωσε στην δική του οικογένεια, στα δικά του τα αδέλφια....τον ένοιωθε πια σαν αληθινό αδελφό του....πράγμα που δεν άργησε να γίνει και στην πραγματικότητα..... Μία από τις αδελφές του Μάριου ήταν πανέμορφη και πολύ καλή κοπέλα. Αντουανέτα ήταν το όνομά της. Ενας άγγελος που από τη πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε με τον Νικόλα ερωτοχτυπηθήκανε. Μια αγάπη γεμάτη από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση και ας τους χώριζαν 10 ολόκληρα χρόνια. Εκείνη ήταν μεγαλύτερή του. ....."Ο έρως χρόνια δεν κοιτά" λέγανε οι παλιοί..... Μαζί απόκτησαν 3 παιδιά, η οικογένειά τους και το σπιτικό τους ήταν πάντα χαρούμενο και γεμάτο από κόσμο. Η γυναίκα του ήταν όπως οι περισσότερες ΝοτιοΙταλίδες καταπληκτική μαγείρισα και αφού καθώς λένε "ο έρωτας περνά πρώτα από το στομάχι" και το στομάχι γέμιζε πάντα με νοστιμιές, έτσι νόστιμος παρέμενε για πολλά-πολλά χρόνια και ο έρωτας . Ποτέ δεν άκουγες γκρίνιες και διαπληκτισμούς μέσα στο σπιτικό του Νικόλα. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, ο Νικόλας ανέλαβε το μικρό ρολογάδικο, αφού εν τω μεταξύ του είχε μάθει την τέχνη από τον πεθερό του.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, μα τον Νικόλα τον έτρωγε το μαράζι της πατρίδας. Τι κι αν οι δικοί του ήταν σκοτωμένοι? Ηθελε να γυρίσει, να βρει τον τάφο τους και να ανάψει ένα κεράκι. Ηθελε να δει για μια φορά το χωριό του, αφού εκεί είχε γεννηθεί. Η νοσταλγία, ο νόστος, κακό πράμα νάσαι ξενιτεμένος..... Βέβαια όταν επιχείρησε να αρχίσει τη διαδικασία να φτιάξει διαβατήριο, διαπίστωσε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο....Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν "λιποτάκτη"!!!!! Αν και δεν έφταιγε ο ίδιος που τον είχαν πάρει οι Γερμανοί από την Ελλάδα προτού να υπηρετήσει φαντάρος, οι Ελληνικές αρχές τον θεώρησαν λιποτάκτη.... Γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα και σκέφτηκε να αναζητήσει κανέναν θείο, καμία θεία, τίποτα ξαδέλφια για να μάθει τι συνέβη στους δικούς του.....
Ετσι απευθύνθηκε στον ΕΕΣ (Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό)! Μετά από χρόνια ερευνών ο ΕΕΣ βρήκε τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας και του έστειλε μια χαρμόσυνη είδηση : Τα αδέλφια του ζούσαν!!!! Μόλις του έδωσαν τη διεύθυνση έστειλε ένα απερίγραπτο γράμμα γεμάτο αγωνία. Ηθελε να μάθει νέα τους. Γρήγορα πήρε απάντηση και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν με τα αδέλφια του. Η μητέρα τους είχε πεθάνει από τις κακουχίες του πολέμου. Γράμματα συγκίνησης, απερίγραπτα λόγια αγάπης που πήγαιναν κι έρχονταν με το ταχυδρομείο, συνοδεύονταν με τις φωτογραφίες των παιδιών που είχαν αποκτήσει τα αδέλφια του αλλά και των δικών του. Λες και μέσα από τα γράμματα να προσπαθούσαν τα αδέλφια να απαλείψουν τα χρόνια που τους είχε χωρίσει ο πόλεμος.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Αφού ο Νικόλας δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να μην τον πιάσουν για λιποτάκτη, αποφάσισε ο ένας του αδελφός να πάει να τον βρει στην Ιταλία. Πρώτη φορά ταξίδευε εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα. Πήρε το καράβι από την Πάτρα και ξεμπάρκαρε με την οικογένεια στο Μπρίντιζι. Οι τοίχοι γύρω ήταν γραμμένοι με συνθήματα κατά της χούντας. Ρώτησε κάποιους Ιταλούς πως μπορούσε να βγει στο δρόμο για την μικρή κωμόπολη. Θυμόταν τα Ιταλικά από τον πόλεμο (όλοι όσοι έζησαν τον πόλεμο έμαθαν Ιταλικά). Μετά από 3 περίπου ώρες έφτασε..... Που θα πήγαινε όμως? Ηταν βράδυ.... Πως θα γνωρίζονταν με τον αδελφό του? Από αμούστακα παιδιά είχαν χωρίσει.....Ξάφνου άκουσε μια φωνή στα Ιταλικά "zio" (θείε).....Ηταν μια νεαρή όμορφη κοπέλα....Ιδια η μάνα του. Μετά έμαθε πως την λέγανε Ελένη. Ηταν η κόρη του Νικόλα που τους έψαχνε. Είχε δει στο σκοτάδι τις Ελληνικές πινακίδες και κατάλαβε.....Οδηγούσε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπήκε μπροστά για να τους οδηγήσει.....σε λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα.....Οταν άνοιξε η πόρτα τα δύο αδέλφια ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεσπώντας σε λυγμούς....Μιλούσαν και οι δύο ασταμάτητα, χωρίς ανάσα, σαν να ήθελαν να πουν όλα αυτά που κρατούσαν στο μυαλό τους τόσα χρόνια.....
Ξημέρωσαν....κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη τη βραδιά....Τα δύο αδέλφια προσπαθώντας να προλάβουν να πουν τις ιστορίες τους και τα υπόλοιπα μέλη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν πως ήταν συγγενείς....Δύσκολες καταστάσεις....Δύσκολη και η επικοινωνία αφού ούτε οι μεν μιλούσαν Ελληνικά ούτε οι δε Ιταλικά. Στο τέλος όμως κατάφερναν να συνενοηθούν αφού εκείνη τη βραδιά όλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς.....
Τα επόμενα χρόνια ήρθαν τα παιδιά του Νικόλα για γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό του πατέρα τους.....
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Νικόλας να ξεπεράσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με την στρατολογία (για την "λιποταξία"). Γέρασε πια και μοναχά τότε κατάφερε να δει για τελευταία φορά το χωριό του.... Το αδίκημα της λιποταξίας λέει αίρεται άμα γεράσει ο άνθρωπος... Δύο φορές όλες κι όλες κατάφερε να επισκεφτεί την Ελλάδα.
Ολα του τα χρόνια ο Νικόλας τα έζησε με την πολυαγαπημένη του γυναίκα στην μικρή κωμόπολη της Ιταλίας. Περάσανε τα χρόνια κι εκείνη έμεινε κατάκοιτη για 4 χρόνια...Εκείνος σπάνια πια έβγαινε από το σπίτι. Προτιμούσε να της κρατά συντροφιά και να της μιλά κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και αν και στο κρεββάτι του πόνου έκανε τα χωρατά της.... Ηταν γυναίκα που δεν ήθελε να στεναχωρεί και να επιβαρύνει τους άλλους... ....Και οι δυό τους εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ερωτευμένοι όπως τον πρώτο καιρό..... ....Η κοινή τους ζωή κράτησε 55 ολόκληρα χρόνια..... Οταν εκείνη έφυγε στα 90 της χρόνια, μετά από 8 μήνες την ακολούθησε κι εκείνος απαρηγόρητος από τον χαμό της....
Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και τα εγγόνια ζουν στην ίδια κωμόπολη της Ν. Ιταλίας, στο Αβελίνο, εκεί που πέρασε τα χρόνια του ο Νικόλας, αλλά μακριά από τους φυσικούς τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα τους. Είναι Ιταλοί πολίτες και δεν μιλούν την Ελληνική γλώσσα. Το Ελληνικό επώνυμο είναι το μόνο που απόμεινε να θυμίζει την Ελληνική καταγωγή τους....
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες εξ αιτίας των πολέμων.
Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Ετσι και στην περίπτωση του Νικόλα. Κάποιες τραγικές συμπτώσεις έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής του και να τον εξαναγκάσουν να φύγει από το μικρό χωριό της Εύβοιας στο οποίο ζούσε και να μετεγκατασταθεί σε μια μικρή κωμόπολη της Ν. Ιταλίας όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Οι παλιοί έλεγαν ακόμη
"Ουδέν κακόν αμιγές καλού"
Κι έτσι είναι. Μπορεί ο πόλεμος και οι κακουχίες να ήταν υπεύθυνα που αμούστακο παλλικαράκι ακόμη ο Νικόλας αποχωρίστηκε από τη μάνα του, τα αδέλφια του και το αγαπημένο του χωριό, όμως ο ίδιος ο πόλεμος έμελλε να τον κάνει να γνωρίσει τη σύντροφό του με την οποία έζησε ευτυχισμένα και πάντα ερωτευμένος για 55 ολόκληρα χρόνια!!!! Μοναχά ο θάνατος τους χώρισε.....
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Νικόλας γεννήθηκε λίγο μετά από το θάνατο του πατέρα του ο οποίος σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέλφια του με πολλή στέρηση. Εγινε παλλικαράκι, μα δεν πρόλαβε να χαρεί, ήρθε ο επόμενος πόλεμος με τις αγριότητες, τη θηριωδία,τη φτώχεια, τη πείνα, τη στέρηση....Και νάτανε μόνο αυτό? Ηρθαν οι Γερμανοί στο χωριό του, τον συλλάβανε και τον στείλανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Στα είκοσί του θάτανε θαρρώ. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του. Δεν γνώριζαν εάν ζούσε η εάν σκοτώθηκε. Το ίδιο και αυτός.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Εκεί στη Γερμανία, ο Νικόλας νεαρό παλλικαράκι βρέθηκε για πρώτη φορά μακριά από το ζεστό σπιτικό του μικρού χωριού του, μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, βίωσε τη μοναξιά, μόνος σε μια ξένη χώρα φυλακισμένος στον αφιλόξενο χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.... Δύσκολες οι συνθήκες....μοναδική συντροφιά του ένας Ελληνας από το χωριό του που τον είχαν πάρει και αυτόν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο, και ένας Ιταλός, ο Μάριος....Αυτός ο Ιταλός δεν ήταν σαν τους άλλους῎ ήταν καλός και πρόσχαρος άνθρωπος και νοιαζόταν για τον Νικόλα. "Αμα τελειώσει ο πόλεμος θα σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία" έλεγε ο Μάριος στο Νικόλα "Ναι, θάρθω Μάριε στην Ιταλία μαζί σου" του απαντούσε ο Νικόλας με βουρκωμένα μάτια...αφού πίστευε πως δεν τούχε απομείνει κανένας στον κόσμο...βλέπετε είχε χάσει τα ίχνη τους και τότε δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες σαν τώρα, ούτε τηλέφωνα υπήρχαν, ούτε εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών. Τους δικούς του τους ήξερε για σκοτωμένους, το είχε πάρει πια απόφαση. Με τον συγχωριανό του κάθε βράδυ ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Σε αυτή την υγρή φυλακή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έμοιαζε με ηλιαχτίδα που τρύπωνε στη καρδιά, τους ζέσταινε και τους κρατούσε ζωντανούς.....αυτό το όνειρο ήταν που τους έδινε δύναμη να αντέξουν στις κακουχίες.....
Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η ώρα να φύγει ο Μάριος "Vienni" του λέει, "δεν ξεχνώ την υπόσχεσή μου, θάρθεις μαζί μου στην Ιταλία,θα σε πάρω στο σπίτι μου, θα σε γνωρίσω στους γονείς μου, στα αδέλφια μου"
"Ελα"του λέει και ο συγχωριανός του, "έμαθα πως μεθαύριο φεύγει ένα καράβι για την Ελλάδα, θα γυρίσουμε παρέα στο χωριό"
Το βράδυ ο Νικόλας ξαγρύπνησε, δεν ήξερε τι να κάνει... Τον Μάριο τον συμπαθούσε πολύ, μα να πάει σε μια ξένη χώρα? Αλλά και στο χωριό να κάνει τι? Αφού δεν είχε κανένα νέο από τους δικούς του, ορφανός τι θάκανε εκεί μοναχός του? Τα χαράματα πήρε την απόφαση : ΟΧΙ. Δεν θα γύρναγε στον τόπο του. Θα ακολουθούσε τον Μάριο στην Ιταλία..... Ο συγχωριανός του σαν τάκουσε στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, αγκάλιασε τον Νικόλα σφιχτά σαν νάταν η στερνή φορά που βλέπονταν και του είπε "καλή αντάμωση". Μα ήταν πράγματι η στερνή φορά που αγκαλιάζονταν... Το καράβι με το οποίο ταξίδεψε ο συγχωριανός του στην Ελλάδα βούλιαξε και ο παιδικός του φίλος πνίγηκε..... Αν τον είχε ακολουθήσει ο Νικόλας... Μα το λαδάκι στο καντηλάκι του δεν είχε στερέψει ακόμη Ο Μάριος κράτησε το λόγο του και πήρε τον Νικόλα στο σπίτι του. Τον φρόντισε, τον ενσωμάτωσε στην δική του οικογένεια, στα δικά του τα αδέλφια....τον ένοιωθε πια σαν αληθινό αδελφό του....πράγμα που δεν άργησε να γίνει και στην πραγματικότητα..... Μία από τις αδελφές του Μάριου ήταν πανέμορφη και πολύ καλή κοπέλα. Αντουανέτα ήταν το όνομά της. Ενας άγγελος που από τη πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε με τον Νικόλα ερωτοχτυπηθήκανε. Μια αγάπη γεμάτη από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση και ας τους χώριζαν 10 ολόκληρα χρόνια. Εκείνη ήταν μεγαλύτερή του. ....."Ο έρως χρόνια δεν κοιτά" λέγανε οι παλιοί..... Μαζί απόκτησαν 3 παιδιά, η οικογένειά τους και το σπιτικό τους ήταν πάντα χαρούμενο και γεμάτο από κόσμο. Η γυναίκα του ήταν όπως οι περισσότερες ΝοτιοΙταλίδες καταπληκτική μαγείρισα και αφού καθώς λένε "ο έρωτας περνά πρώτα από το στομάχι" και το στομάχι γέμιζε πάντα με νοστιμιές, έτσι νόστιμος παρέμενε για πολλά-πολλά χρόνια και ο έρωτας . Ποτέ δεν άκουγες γκρίνιες και διαπληκτισμούς μέσα στο σπιτικό του Νικόλα. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, ο Νικόλας ανέλαβε το μικρό ρολογάδικο, αφού εν τω μεταξύ του είχε μάθει την τέχνη από τον πεθερό του.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, μα τον Νικόλα τον έτρωγε το μαράζι της πατρίδας. Τι κι αν οι δικοί του ήταν σκοτωμένοι? Ηθελε να γυρίσει, να βρει τον τάφο τους και να ανάψει ένα κεράκι. Ηθελε να δει για μια φορά το χωριό του, αφού εκεί είχε γεννηθεί. Η νοσταλγία, ο νόστος, κακό πράμα νάσαι ξενιτεμένος..... Βέβαια όταν επιχείρησε να αρχίσει τη διαδικασία να φτιάξει διαβατήριο, διαπίστωσε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο....Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν "λιποτάκτη"!!!!! Αν και δεν έφταιγε ο ίδιος που τον είχαν πάρει οι Γερμανοί από την Ελλάδα προτού να υπηρετήσει φαντάρος, οι Ελληνικές αρχές τον θεώρησαν λιποτάκτη.... Γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα και σκέφτηκε να αναζητήσει κανέναν θείο, καμία θεία, τίποτα ξαδέλφια για να μάθει τι συνέβη στους δικούς του.....
Ετσι απευθύνθηκε στον ΕΕΣ (Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό)! Μετά από χρόνια ερευνών ο ΕΕΣ βρήκε τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας και του έστειλε μια χαρμόσυνη είδηση : Τα αδέλφια του ζούσαν!!!! Μόλις του έδωσαν τη διεύθυνση έστειλε ένα απερίγραπτο γράμμα γεμάτο αγωνία. Ηθελε να μάθει νέα τους. Γρήγορα πήρε απάντηση και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν με τα αδέλφια του. Η μητέρα τους είχε πεθάνει από τις κακουχίες του πολέμου. Γράμματα συγκίνησης, απερίγραπτα λόγια αγάπης που πήγαιναν κι έρχονταν με το ταχυδρομείο, συνοδεύονταν με τις φωτογραφίες των παιδιών που είχαν αποκτήσει τα αδέλφια του αλλά και των δικών του. Λες και μέσα από τα γράμματα να προσπαθούσαν τα αδέλφια να απαλείψουν τα χρόνια που τους είχε χωρίσει ο πόλεμος.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Αφού ο Νικόλας δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να μην τον πιάσουν για λιποτάκτη, αποφάσισε ο ένας του αδελφός να πάει να τον βρει στην Ιταλία. Πρώτη φορά ταξίδευε εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα. Πήρε το καράβι από την Πάτρα και ξεμπάρκαρε με την οικογένεια στο Μπρίντιζι. Οι τοίχοι γύρω ήταν γραμμένοι με συνθήματα κατά της χούντας. Ρώτησε κάποιους Ιταλούς πως μπορούσε να βγει στο δρόμο για την μικρή κωμόπολη. Θυμόταν τα Ιταλικά από τον πόλεμο (όλοι όσοι έζησαν τον πόλεμο έμαθαν Ιταλικά). Μετά από 3 περίπου ώρες έφτασε..... Που θα πήγαινε όμως? Ηταν βράδυ.... Πως θα γνωρίζονταν με τον αδελφό του? Από αμούστακα παιδιά είχαν χωρίσει.....Ξάφνου άκουσε μια φωνή στα Ιταλικά "zio" (θείε).....Ηταν μια νεαρή όμορφη κοπέλα....Ιδια η μάνα του. Μετά έμαθε πως την λέγανε Ελένη. Ηταν η κόρη του Νικόλα που τους έψαχνε. Είχε δει στο σκοτάδι τις Ελληνικές πινακίδες και κατάλαβε.....Οδηγούσε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπήκε μπροστά για να τους οδηγήσει.....σε λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα.....Οταν άνοιξε η πόρτα τα δύο αδέλφια ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεσπώντας σε λυγμούς....Μιλούσαν και οι δύο ασταμάτητα, χωρίς ανάσα, σαν να ήθελαν να πουν όλα αυτά που κρατούσαν στο μυαλό τους τόσα χρόνια.....
Ξημέρωσαν....κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη τη βραδιά....Τα δύο αδέλφια προσπαθώντας να προλάβουν να πουν τις ιστορίες τους και τα υπόλοιπα μέλη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν πως ήταν συγγενείς....Δύσκολες καταστάσεις....Δύσκολη και η επικοινωνία αφού ούτε οι μεν μιλούσαν Ελληνικά ούτε οι δε Ιταλικά. Στο τέλος όμως κατάφερναν να συνενοηθούν αφού εκείνη τη βραδιά όλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς.....
Τα επόμενα χρόνια ήρθαν τα παιδιά του Νικόλα για γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό του πατέρα τους.....
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Νικόλας να ξεπεράσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με την στρατολογία (για την "λιποταξία"). Γέρασε πια και μοναχά τότε κατάφερε να δει για τελευταία φορά το χωριό του.... Το αδίκημα της λιποταξίας λέει αίρεται άμα γεράσει ο άνθρωπος... Δύο φορές όλες κι όλες κατάφερε να επισκεφτεί την Ελλάδα.
Ολα του τα χρόνια ο Νικόλας τα έζησε με την πολυαγαπημένη του γυναίκα στην μικρή κωμόπολη της Ιταλίας. Περάσανε τα χρόνια κι εκείνη έμεινε κατάκοιτη για 4 χρόνια...Εκείνος σπάνια πια έβγαινε από το σπίτι. Προτιμούσε να της κρατά συντροφιά και να της μιλά κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και αν και στο κρεββάτι του πόνου έκανε τα χωρατά της.... Ηταν γυναίκα που δεν ήθελε να στεναχωρεί και να επιβαρύνει τους άλλους... ....Και οι δυό τους εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ερωτευμένοι όπως τον πρώτο καιρό..... ....Η κοινή τους ζωή κράτησε 55 ολόκληρα χρόνια..... Οταν εκείνη έφυγε στα 90 της χρόνια, μετά από 8 μήνες την ακολούθησε κι εκείνος απαρηγόρητος από τον χαμό της....
Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και τα εγγόνια ζουν στην ίδια κωμόπολη της Ν. Ιταλίας, στο Αβελίνο, εκεί που πέρασε τα χρόνια του ο Νικόλας, αλλά μακριά από τους φυσικούς τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα τους. Είναι Ιταλοί πολίτες και δεν μιλούν την Ελληνική γλώσσα. Το Ελληνικό επώνυμο είναι το μόνο που απόμεινε να θυμίζει την Ελληνική καταγωγή τους....
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες εξ αιτίας των πολέμων.
Αγριο πράμα ο πόλεμος.....