17.12.17

Νέα θεραπεία για ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας

Πρόκειται για τη θεραπεία με δισκία κλαδριβίνης η οποία διαθέτει ένα βασικό πλεονέκτημα: αρκούν μόλις 20 δισκία για να καλύψουν ένα διάστημα θεραπείας για έως και 4 χρόνια. 

Με νέες ελπιδοφόρες θεραπευτικές επιλογές, ενισχύεται το φαρμακευτικό «οπλοστάσιο» των νευρολόγων, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα περιστατικά των ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας. Μία από τις νέες και πλέον καινοτόμες θεραπείες, η οποία μάλιστα πρόσφατα έλαβε και το πράσινο φως ως αποζημιωνόμενης θεραπείας από τον ιδιαίτερα αυστηρό φορέα αξιολόγησης φαρμακευτικής τεχνολογίας, το βρετανικό NICE, θα μπορεί στο άμεσο μέλλον να χορηγείται στους ασθενείς. Πρόκειται για τη θεραπεία με δισκία κλαδριβίνης η οποία διαθέτει ένα βασικό πλεονέκτημα: αρκούν μόλις 20 δισκία για να καλύψουν ένα διάστημα θεραπείας για έως και 4 χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη θεραπεία η οποία βασίζεται σε φάρμακο το οποίο χορηγείται για κάποιες μορφές λευχαιμία, έλαβε πρόσφατα άδεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη θεραπεία της υψηλής ενεργού υποτροπιάζουσας πολλαπλής σκλήρυνσης στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) εκτός από τη Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και την Ισλανδία. Είναι η πρώτη θεραπεία από το στόμα μικρής διάρκειας που παρέχει σταθερό έλεγχο της νόσου για έως και τέσσερα χρόνια με μέγιστη θεραπεία 20 ημερών.
Ουσιαστικά ο ασθενής λαμβάνει δέκα χάπια τον πρώτο χρόνο στους δυο πρώτους και δέκα χάπια τον δεύτερο χρόνο ενώ για τα επόμενα δυο χρόνια δεν θα λάβει  καθόλου θεραπεία.
Πρόκειται για την πρώτη βραχεία από του στόματος θεραπεία για την υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση υψηλής ενεργότητας. Παρέχει αποτελεσματικότητα σε όλα τα βασικά σημεία μέτρησης της ενεργότητας της νόσου, μεταξύ αυτών και της εξέλιξης της αναπηρίας, του ρυθμού υποτροπών αλλά και της απεικόνισης στη μαγνητική τομογραφία. Μάλιστα, με βάση τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο Παρίσι, στο συνέδριο ECTRIMS για την Πολλαπλή Σκλήρυνση, φάνηκε ότι οι ασθενείς που έλαβαν κλαδριβίνη για δύο έτη δεν εμφάνισαν δραστηριότητα της νόσους σε ποσοστό 47%.
Σε επίπεδο ασφάλειας της θεραπείας, οι σημαντικότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν η λεμφοπενία και ο έρπης ζωστήρας και στην πλειονότητά τους οι λοιμώξεις ήταν ήπιες. Βέβαια, τονίζεται ότι η θεραπεία αντενδείκνυται σε ορισμένες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών και των εγκύων γυναικών.
Όπως τονίστηκε στο Παρίσι, η κλαδριβίνη δεν φάνηκε να σχετίζεται με εμφάνιση κακοηθειών στην ομάδα των ασθενών που έλαβαν το φάρμακο καθώς τα ποσοστά ήταν ίδια με αυτά του γενικού πληθυσμού. «Η κλαδριβίνη παρουσιάζει ένα θετικό προφίλ οφέλους – κινδύνου με βάση τις αναλύσεις ασφάλειας και αποτελεσματικότητας» ανέφερε στο συνέδριο ο καθηγητής Ολαφ Στούβε από το Τμήμα Νευρολογίας και Νευροθεραπευτικής του Ιατρικού Κέντρου Southwestern στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ντάλας.
Δράση ανασύστασης
Όπως εξήγησε σε παρουσίασή του στη διάρκεια του συνεδρίου ο κ. Γκάβιν Τζιοβανόνι, καθηγητής Νευρολογίας στο Barts and The London School of Medicine and Dentistry του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, ένας από τους πλέον ειδήμονες σχετικά με τη θεραπεία και κύριος ερευνητής ενάντια στην πολλαπλή σκλήρυνση από το 2002 έως σήμερα, «η κλαδριβίνη είναι μια εκλεκτική θεραπεία ανοσολογικής ανασύστασης η οποία στοχεύει το αποκαλούμενο προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα, τη δεύτερη γραμμή ανοσο-άμυνας στην οποία κεντρικό ρόλο παίζουν τα Τ και Β λεμφοκύτταρα. Τα λεμφοκύτταρα αυτά παίζουν κεντρικό ρόλο και στην πολλαπλή σκλήρυνση οδηγώντας σε μια μη φυσιολογική ανοσολογική απόκριση που οδηγεί σε επίθεση του οργανισμού στο περίβλημα μυελίνης των νευρικών κυττάρων». Η ουσία αυτή είναι ουσιαστικώς ένα «προ-φάρμακο» που δρα μόνο όταν εισέλθει εντός των κυττάρων, σημείωσε ο καθηγητής. «Τα Τ και Β λεμφοκύτταρα διαθέτουν σε υψηλότερα επίπεδα την κινάση της δεοξυκυτιδίνης, ένα ένζυμο που ενεργοποιεί την κλαδριβίνη.
Η κλαδριβίνη εισέρχεται λοιπόν στα κύτταρα αυτά και τα οδηγεί σε απόπτωση, σε προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο, αφήνοντας όμως σε μεγάλο βαθμό ανέπαφα τα κύτταρα της εγγενούς ανοσίας – ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα – που αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στους ιογενείς και βακτηριακούς εχθρούς. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, καθώς έτσι ο ασθενής δεν είναι τόσο ευάλωτος ενάντια σε πιθανές λοιμώξεις». Ο καθηγητής επεσήμανε ότι τώρα μελετάται ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από την «ανασύσταση» του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία φαίνεται να επιτυγχάνεται με τη συγκεκριμένη θεραπεία. «Εκτίμησή μου είναι ότι το κύριο κλειδί στην παθογένεση της πολλαπλής σκλήρυνσης είναι τα Β κύτταρα συνεπικουρούμενα από τα Τ. Η κλαδριβίνη μειώνει κατά 70%-90% τα Β κύτταρα και κατά 60% περίπου τα Τ. Ως φαίνεται, όταν αρχίζει η αναγέννηση αυτών των κυττάρων έχουν συντελεστεί κάποιες ποιοτικές αλλαγές που μειώνουν την ενεργότητα της νόσου. Αυτό όμως κάποια στιγμή σταματά – μένει να δούμε ποια ακριβώς είναι αυτή η στιγμή – και έτσι απαιτείται επανάληψη της θεραπείας. Οι μακροπρόθεσμες μελέτες συνεχίζονται και θα φωτίσουν πολλές πτυχές της διαδικασίας».