14.1.18

Βρήκε την οικογένειά του μετά από 25 χρόνια μέσω του Google earth

Βρήκε την οικογένειά του μετά από 25 χρόνια μέσω του Google earthΤα τρομαγμένα του ματάκια προσπαθούν με αγωνία να «διαλύσουν» το σκοτάδι με την ελπίδα πως θα ανακαλύψει κάποιο δικό του πρόσωπο.
Η σπαρακτική του φωνή «σπάει» την ησυχία. Είναι όμως απελπιστικά μόνος. Όσο κι αν ψάχνει δεν βρίσκει τον αδερφό του. Είναι όμως μικρούλης έχει πλήρη άγνοια κινδύνου κι έτσι αποκαμωμένος από το ψάξιμο θα βρει μια ήσυχη γωνία σε ένα βαγόνι για να κοιμηθεί.
Αυτή ήταν μια απόφαση που άλλαξε για πάντα τη ζωή του. Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο για πολλούς ανθρώπους αν δεν είχε αποφασίσει να κοιμηθεί μέσα σε εκείνο το βαγόνι. Από εκείνο το σημείο και έπειτα για τον 5χρονο Σαρού ξεκινάει μια αδιανόητη περιπέτεια, μια -χωρίς ίχνος υπερβολής- σύγχρονη «Οδύσσεια» που θα διαρκέσει 25 ολόκληρα χρόνια.
Τόσο κράτησε το ταξίδι της επιστροφής. Το ταξίδι που θα του πρόσφερε την προσωπική λύτρωση. Που θα τον έκανε ξανά ολόκληρο άνθρωπο. Γιατί μέχρι τότε ήταν μισός. Η εκκίνηση για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής έγινε με τον πλέον παράδοξο τρόπο. Με έναν τρόπο που είναι η επιτομή του «ψάχνω ψύλλους στ’ άχυρα». Και τελικά τους βρήκε…
Μια παιδική ηλικία γεμάτη βάσανα

Η μοίρα επιφύλαξε για τον μικρό Σαρού Μπρίρλι σχεδόν ότι και για την συντριπτική πλειονότητα των παιδιών που γεννιούνταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Ινδία. Φτώχεια, ανέχεια, πείνα, δυσκολίες και ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, χαρές.
Ο μικρός Σαρού γεννήθηκε και μέχρι τα 5 του χρόνια, από το σημείο δηλαδή, που ξεκινάει η ιστορία, ζούσε σε μια φτωχή πόλη της ανατολικής Ινδίας. Πατέρας δεν υπήρχε καθώς τους είχε εγκαταλείψει πριν μερικά χρόνια και η μητέρα του έκανε διάφορες σκληρές δουλειές (κουβαλούσε μέχρι και τούβλα ή τσιμέντο στις οικοδομές) προκειμένου να παρέχει σε εκείνον, τους δυο μεγαλύτερους αδερφούς του αλλά και την μικρότερη αδερφή τους, ένα πιάτο φαγητό.
Όχι ότι τα κατάφερνε πάντα. Λίγο ρύζι και λίγο γάλα ήταν όλα όσα μπορούσε να τους προσφέρει και αυτά όχι καθημερινά. Έτσι τα δυο αγόρια της οικογένειας αναγκάζονταν να κάνουν και αυτά κάποιες δουλειές κυρίως του ποδαριού που άγγιζαν τα όρια της… νομιμότητας προκειμένου να συνεισφέρουν τα ελάχιστα που μπορούσαν ώστε να βοηθήσουν τη μητέρα τους.
Ρισκάρουν τη ζωή τους σκαρφαλώνοντας σε εν κινήσει τρένα που μετέφεραν κάρβουνα προκειμένου να κλέψουν μερικά και στη συνέχει να τα πουλήσουν. Το ίδιο και με διάφορα παλιά σίδερα. Όλα άλλαξαν, ωστόσο, ένα βράδυ που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή τους.
Μια «Οδύσσεια» που κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια

Εκείνο το βραδύ ο μεγαλύτερος σε ηλικία αδερφός του μικρού Σαρού, ο Γκούντου, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι, να ανέβει στο τρένο που περνούσε κοντά από την πόλη τους, να ταξιδέψει για περίπου δυο ώρες προκειμένου να φτάσει στον πιο κοντινό κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό έτσι ώστε να μπαίνουν στα βαγόνια των τρένων που είχαν αποσυρθεί και να ψάχνουν για κέρματα ή ακόμα και φαγητά που είχαν αφήσει οι τελευταίοι επιβάτες πριν αποβιβαστούν.
Όταν έφτασαν εκεί ο μικρός Σαρού αποκαμωμένος από την κούραση κοιμήθηκε σε ένα παγκάκι. Ο Γκούντου τον ξύπνησε για να πάει μαζί του, αλλά ο μικρός αρνήθηκε. Έτσι ο αδερφός του τον άφησε να κοιμηθεί εκεί και του είπε να μην κουνηθεί μέχρι να επιστρέψει να τον πάρει.
Μέσα στη νύχτα, ωστόσο, ο Σαρού ξυπνά ψάχνοντας τον αδερφό του. Τρομοκρατημένος που εκείνος δεν υπάρχει πουθενά, αρχίζει να απομακρύνεται. Παρά τη συνεχή αναζήτηση δεν τον βρίσκει. Φοβισμένος κρύβεται μέσα σε ένα βαγόνι και εκεί αποκοιμιέται. Όταν ξύπνησε ανακαλύπτει πως το τρένο είχε ξεκινήσει το ταξίδι του και ο αδερφός του δεν υπάρχει πουθενά. Με τρόμο διαπιστώνει πως το τρένο δεν κάνει πουθενά στάση και έτσι κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.
Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι, το τρένο σταματάει στην πολύβουη και χαοτική Καλκούτα. Βρισκόταν ήδη 1.600 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Ολομόναχος. Χωρίς να ξέρει την τοπική διάλεκτο. Χωρίς να μπορεί να προφέρει καλά το όνομά της πόλης που έμενε, ενώ καλά- καλά δεν μπορούσε να πει σωστά το όνομά του. Στην πραγματικότητα το όνομά του δεν ήταν Σαρού άλλα Σερού που στην διάλεκτο χίντι σημαίνει «λιοντάρι».
Για τρεις ολόκληρες εβδομάδες ζει στους δρόμους της Καλκούτα και σαν από θαύμα γλιτώνει από πολλούς και διάφορους κινδύνους όπως σωματέμπορους που άρπαζαν άστεγα παιδιά για τα όργανά τους, κυκλώματα παιδεραστίας και άλλα.
Καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο. Εκεί οι υπεύθυνοι τον φωτογραφίζουν και βάζουν το πρόσωπό του στις αναζητήσεις στις εφημερίδες. Κάθε χρόνο στην Ινδία χάνονται περίπου 80.000 παιδιά και έτσι σε συνδυασμό με τα λάθος στοιχεία οι έρευνες για τη μητέρα του Σαρού αποβαίνουν άκαρπες.
Μετά από λίγο καιρό, οι υπεύθυνοι του ορφανοτροφείου, δίνουν την έγκρισή τους, ώστε ο μικρός να δοθεί για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι Αυστραλών που ζούσαν στην Τασμανία. Και κάπως έτσι το 5χρονο αγόρι, εν έτη 1986, φεύγει για την μακρινή ήπειρο απομακρυνόμενος ακόμα μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα από την οικογένεια του.
Το Google Earth και το λυτρωτικό ταξίδι της επιστροφής
Αριστερά το σημείο απ' όπου ξεκίνησε το ταξίδι του μικρού Σαρού και δεξιά μέσα στον κύκλο η Καλκούτα όπου κατέληξε
Ο Σαρού Μπρίρλι μεγάλωσε σαν Αυστραλός. Η οικογένεια που τον υιοθέτησε ήταν μια τυπική αστική οικογένεια που του χάρισε μια άνετη ζωή και τον βοήθησε να σπουδάσει αλλά και να έχει μια φυσιολογική ζωή.

Ο Σαρού είχε θάψει βαθιά στο υποσυνείδητό του την «Οδύσσεια» που είχε βιώσει όταν ήταν μόλις 5 ετών. Περίπου 19 χρόνια είχαν περάσει και τότε όλο αυτό που έκρυβε μέσα του «έσπασε» και βγήκε στην επιφάνεια.

Είχε τελειώσει το κολέγιο και δούλευε πλέον στην οικογενειακή επιχείρηση, ως υπεύθυνος για την ιστοσελίδα και γενικά για την διαδικτυακή προβολή της. Κάπως έτσι ανακαλύπτει ένα νέο -για τα δεδομένα εκείνης της εποχής- εργαλείο αναζήτησης. Το Google Earth. Με τη βοήθεια των φίλων του αρχίζει την αναζήτηση.

Φτιάχνουν διάφορους μαθηματικούς τύπους στους οποίους περιλαμβάνουν την απόσταση που υπέθετε ο Σαρού πως διένυσε με το τρένο σε συνάρτηση με τον χρόνο που έμεινε σε αυτό και βέβαια την ταχύτητα με την οποία κινούνταν τα τρένα στην ενδοχώρα της Ινδίας το 1986. Έτσι δημιούργησε έναν τεράστιο κύκλο μέσα στον οποίο υποτίθεται πως θα βρισκόταν η γενέθλια πόλη του.

Το ζήτημα, ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, είναι πως τα στοιχεία που θυμόταν ήταν λανθασμένα. Είναι ενδεικτικό πως όπως ανακάλυψε πίστευε πως η πόλη που γεννήθηκε ήταν ένα προάστιο της  Khandwa, που λεγόταν Ginestlay. Το μόνο που στην πραγματικότητα θυμόταν ήταν πως στον σταθμό από τον οποίο χάθηκε υπήρχε ένας τεράστιος σιδερένιος πύργος νερού. Όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν σαν να είναι χαμένα κομμάτια από ένα παζλ.

Η αναζήτηση του έγινε έμμονη ιδέα. Πέρασε αμέτρητες ώρες, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του, παρατηρώντας χιλιάδες δορυφορικές φωτογραφίες. Μέχρι που, έξι χρόνια μετά την έναρξη αυτής της αδιανόητης αναζήτησης, ανακάλυψε έναν σιδερένιο πύργο νερού σε έναν σταθμό τρένου που κάτι του θύμιζε. Τότε άρχισε να συνδέει τα κομμάτια του παζλ. Όταν πλέον ήταν σίγουρος, έκανε το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Ένα ταξίδι που άργησε 25 ολόκληρα χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του 2012 έφτασε στη γενέθλια πόλη του, που λεγόταν Ganesh Talai (και όχι Ginestlay όπως θυμόταν, κάνοντας μέσα στο παιδικό του μυαλό έναν δραματικό αναγραμματισμό) και ενώθηκε και πάλι με την οικογένεια του! Όταν συναντήθηκε με τη μητέρα του ακόμα και οι πιο σκληροί λύγισαν. Τότε έμαθε πως ο αδερφός του, ο Γκούντου, σκοτώθηκε τη νύχτα που εκείνος χάθηκε, στην προσπάθειά του να τον βρει.
Ο Σαρού σήμερα ζει στην Τασμανία, πηγαινοέρχεται στην Ινδία για να βλέπει τη μητέρα του την οποία κάθε μήνα ενισχύει οικονομικά για να ζήσει με αξιοπρέπεια τα χρόνια που της απομένουν.
Ο ίδιος έγραψε ένα βιβλίο για την «Οδύσσεια» του, με τίτλο «Το μακρύ ταξίδι της επιστροφής» το οποίο το 2016 έγινε ταινία με τίτλο «Lion» σε σκηνοθεσία του Γκαρθ Ντέιβις με πρωταγωνιστές τους Νικόλ Κίντμαν, Ρούνι Μάρα, Ντεβ Πατέλ, Ντέιβιντ Γουέναμ, που ήταν μάλιστα υποψήφια για έξι όσκαρ (ανάμεσα σε αυτά και της καλύτερης ταινίας) χωρίς, ωστόσο, να κατορθώσει να κερδίσει κάποιο.




newsbeast