31.1.18

Διήγημα - Ένας γύπας πάνω από την πόλη

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου


    Εφτά μέρες τώρα ένας μονόφθαλμος γύπας καθόταν στο μεγάλο ρολόι της πόλης κι έκλαιγε. Σαν κουραζόταν και σταματούσε, χτυπούσε με οργή το ράμφος του στους δείχτες, πλατάγιζε με θόρυβο κι επιθετικότητα τα φτερά του κι έκρωζε ηχηρά σαν δαιμονισμένος.
Στην αρχή όλοι νόμισαν πως ο παράξενος αυτός επισκέπτης βρέθηκε τυχαία εκεί, αλλά σαν η παρουσία του μέρα με τη μέρα γινόταν ανυπόφορη, οι φόβοι για την ασυνήθιστη συμπεριφορά του μεγάλωσαν και χίλιες  κακές σκέψεις γεννήθηκαν στα μυαλά τους.
    Έτσι  άλλοι μίλησαν για << γρουσουζιά >> που θα ξεσπούσε με  το    χειρότερο  τρόπο   στην    πόλη   κι  άλλοι   για  <<  μήνυμα  διαμαρτυρίας >>  που έστελναν  τα πουλιά στον άνθρωπο για την αλόγιστη καταστροφή που κάνει στο περιβάλλον τους.
    Γι’ αυτό κι έδειχνε την αναπηρία του, που δυστυχώς ελάχιστοι την πρόσεξαν, μεταξύ των οποίων και η δήμαρχος της πόλης, που όλη μέρα άκουγε το θρήνο του πουλιού κι έβλεπε τα παραμορφωμένα μέλη του κάθε πρωί, σαν έπιανε δουλειά, στο γραφείο της.
    Από την πρώτη κιόλας μέρα που είδε το ανάπηρο πουλί να κάθεται στο ρολόι της πόλης  και πρόσεξε τα άρρωστα και ακρωτηριασμένα μέλη του, ένας οίκτος την κυρίεψε για τον κακόμοιρο γύπα και μια παράξενη κατάθλιψη της αιχμαλώτισε την ψυχή και της απόδιωξε την αχαλίνωτη αισιοδοξία της, Τόσο πολύ μάλιστα που αναγκάστηκε να γράψει στο ημερολόγιό της: << Ένα ανάπηρο πουλί, που του λείπουν το αριστερό  μάτι και το δεξί του πόδι, ήρθε σήμερα στην πόλη. Θρηνεί συνεχώς και δείχνει την απειλή του στους περαστικούς με έντονο και προκλητικό τρόπο. Φοβάμαι για την οργή του και νομίζω πως κουβαλάει μέσα του την Εκδίκηση! Και τούτο γιατί φαίνεται να ξέρει καλά πως γεννήθηκε ανάπηρο κι άρρωστο εξαιτίας του ανθρώπου, δείχνει να έχει συναίσθηση της κατάστασής του και  να γνωρίζει τι πρέπει να γίνει για να σταματήσει η επανάληψη της δικής του αναπηρίας και σ’ άλλα ομοειδή του >>.
 
               Η δήμαρχος κάθισε και σήμερα στη θέση της με κυρίαρχο συναίσθημα το φόβο και σήκωσε το κεφάλι της να δει όπως είχε κάνει και την προηγούμενη μέρα, μέσ’ από το γραφείο της τον ανάπηρο γύπα. Ο γύπας την κοίταξε κι εκείνος ξαφνιασμένος, έκρωξε απειλητικά κι έστρεψε το κεφάλι του δεξιά όσο χρειαζόταν για να φανεί η έλλειψη του αριστερού του ματιού! Η γυναίκα εκείνη τη στιγμή ένιωσε τα φανταχτερά χρώματα να χάνονται τριγύρω της, ν’ απλώνεται παντού ένα χλιαρό σκοτάδι και η ίδια να διαπερνιέται από μια ενοχλητική δυσφορία.  Για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως έχανε το μεγαλείο να ζει κι ετοιμάστηκε να πεθάνει! Διαψεύστηκε όμως γιατί οι ζωηρές φωνές των ανθρώπων που ακούστηκαν στο δρόμο και οι έντεκα χτύποι του ρολογιού, της θύμισαν τη ζωντανή της ακόμη παρουσία! Έτσι σαν τα θαμπωμένα μάτια της καθάρισαν αμέσως και το φως έλαμψε πάλι γύρω της, ένιωσε πολύ ευτυχής μέσα στη δυσάρεστη εμπειρία που είχε βρεθεί. Και σαν νόμισε πως όλα ήταν περαστικά και χάρηκε, ξαφνικά όμως και πάλι το σκηνικό άλλαξε και η Φρίκη μαζί με το Φόβο, φώλιασαν μέσα της, αφού είδε το θεϊκό της σώμα στον απέναντι καθρέφτη μεταμορφωμένο σε αηδιαστικό και βδελυρό μίασμα!
    Της φάνηκε πως θα λιποθυμούσε αλλά η γερή της κράση την κράτησε όρθια. Έτσι άντεξε και είδε την απαίσια μορφή του γερασμένου σώματός της στην κάθε λεπτομέρειά του! Το κεφάλι του φαλακρό, τα μάτια του δυο κόκκινες πυορροούσες  πληγές να τρέχουν αίμα και το πρόσωπο με τα χέρια γεμάτα  φλύκταινες που ‘βγαζαν μια κίτρινη υγρή και πηχτή ουσία!
    Τρομοκρατημένη σηκώθηκε να σπάσει τον καθρέφτη αλλά η είσοδος του γραμματέα της, τη σταμάτησε και τη συγκράτησε. Έτσι βρίσκοντας αμέσως την ψυχραιμία της, του είπε με επιθετικό ύφος:
         << Αυτό το πουλί ψηλά εκεί στο ρολόι, μου ‘γινε εφτά μέρες τώρα θανάσιμος εχθρός και μισητός αντίπαλος!  Πρέπει να φύγει από ‘κει με κάθε τρόπο πριν είναι αργά! >> κι απλώνοντας το δεξί της χέρι, του ‘δειξε με τον πανικό ζωγραφισμένο στα μάτια της, το μέρος που καθόταν.
    Έσκυψε ο γραμματέας το κεφάλι και κοίταξε έξω απ’  το παράθυρο το ρολόι, που του ‘δειξε η  φοβισμένη δήμαρχος. Σαν είδε το πουλί να κάθεται ήσυχο εκείνη τη στιγμή και να μοιάζει σαν ένα ακίνητο σταχτί φουσκωμένο κουρελόπανο, της είπε απόλυτος ψύχραιμος και άκρατο κυνισμό:
         << Ένα πουλί  είναι αδιόρθωτο που πνίγεται μέσα στα άγρια ένστιχτά του!  Έτσι ασφαλής που είσαι εδώ μέσα τι κακό μπορεί να σου κάνει; >>
         << Η ζωή μου έχει γίνει Κόλαση από τότε που ήρθε! >> του μουρμούρισε απειλητικά  και κοιτάχτηκε ανήσυχη στον καθρέφτη.
    Ο γραμματέας δεν της απάντησε αλλά συνέχιζε να παρατηρεί τον ανάπηρο γύπα και να δείχνει μια προσποιητή προσοχή σ’ αυτό που έκανε. Είχε ακούσει για το καταραμένο πουλί που άρχιζε να γίνεται με τη μέρα ο τρόμος της πόλης αλλά δε φανταζότανε ποτέ πως η Φήμη θα ήταν αδερφή της Αλήθειας. Έτσι κοιτούσε το άρρωστο πουλί επίμονα κι εξονυχιστικά σαν να το ‘χε στα χέρια του, ψάχνοντάς το θαρρείς με τη ματιά του να το αγγίξει έστω από μακριά και να του μετρήσει τις πληγές και τα ανάπηρα μέλη του.  Κι ως πείστηκε για την ασχήμια και την αναπηρία του, τραβήχτηκε πίσω θορυβημένος σαν βράχος που ξεκόλλησε απ’ το βουνό, για να πει της γυναίκας που  ‘δειχνε να τα ‘χει  χαμένα:
          << Παίρνω τα λόγια μου πίσω! Τούτο το πουλί είναι σημαδιακό και δεν ήρθε για  καλό  στην πόλη μας! Κάποια συμφορά φέρνει μαζί του! >>      
    Η δήμαρχος σαν άκουσε τα λόγια του έγινε λευκή σαν το χαρτί κι έδειξε να μην αισθάνεται καλά. Έτσι σύρθηκε με νωχέλεια και κάθισε στο γραφείο της. Εκεί σαν κοίταξε με βλέμμα ψυχρό τα αντικείμενα που την τριγύριζαν και φάνηκε να θέλει να παίξει μαζί τους προφανώς για να βρει μια προσωρινή ίαση στον αναστατωμένο εσωτερικό της κόσμο, ρώτησε ύστερα από μικρή παύση το γραμματέα της, που ‘δειχνε κι αυτός λαβωμένος απ’ την κατάσταση που ‘χε δημιουργήσει ο ανάπηρος γύπας:   
         << Τι συζητά ο κόσμος για το καταραμένο πουλί; Φαντάζομαι την αποτροπή του για τους θρήνους και την ασχήμια του! Δεν ξέρω όμως για τους φόβους του;>>
    Άφησε το παράθυρο ο γραμματέας και πλησίασε το γραφείο. Εκεί σαν στάθηκε απέναντί της, της είπε με λόγια άσχημα που έβγαζε με δυσκολία απ’ τα χείλη του:
        << Πολλοί λένε πως το πουλί αυτό μας φέρνει θάνατο και καταστροφή!  Άλλοι μια κατάρα μαζί με μια οδύνη που γρήγορα θα μας ρημάξουν! >>
       << Τότε αφού είναι έτσι, δεν απομένει παρά να το σκοτώσουμε! >> μουρμούρισε με σβησμένη και φοβισμένη φωνή  κι έδειξε να μετανιώνει για τα λόγια της.
        Κούνησε το κεφάλι του ο γραμματέας για να δείξει τη διαφωνία του και φανερά σοκαρισμένος, σιώπησε. Η γυναίκα όμως επέμενε και πρόσθεσε:
        << Εσύ τι λες να κάνουμε; >>
        << Ότι πεις εσύ!  Είσαι η πρώτη πολίτης στην πόλη κι έχεις τον πρώτο λόγο! >>
        << Να το σκοτώσουμε τότε, για να φύγει μια και καλή ο Φόβος απ’ την πόλη! >> του είπε έντρομη  κι έπιασε σφιχτά τη λαβή του μεταλλικού χαρτοκόπτη που βρισκότανε μπροστά της. Αφού πέρασε ύστερα την κοφτερή του λάμα πολλές φορές πάνω στα δάχτυλα του αριστερού της χεριού με πρωτοφανή ίχνη  μαζοχισμού, πρόσθεσε με αρκετό μίσος:
        <<  Έτσι θα προστατέψω τους πολίτες από τα δαιμονισμένα στοιχειά της Φύσης! >>
    << Στην Αφρική, υπάρχει ένα είδος φιδιού >> συνέχισε με άκομψη φωνή ο γραμματέας, που όταν κάποιος σκοτώσει το αρσενικό, το θηλυκό τον εκδικείται και τον στέλνει στο θάνατο με το δηλητηριώδες τσίμπημά του. Εύχομαι κι εδώ πως την Εκδίκηση δε θα την αποφύγουμε! >>
    Γέλασε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο η πρώτη κυρία της πόλης και του απάντησε από θέση ισχύος:
         << Πιστεύεις στα παραμύθια; Εγώ δεν τα πιστεύω! Γι’  αυτό βρες  έναν καλό σκοπευτή να το γκρεμίσει από ‘κει! >>
    Έκανε δυο βήματα να βγει απ’ το γραφείο ο γραμματέας όταν σταμάτησε ξαφνικά για να στραφεί και να της πει με αποφασιστικότητα:
          << Πηγαίνω! Αλλά εύχομαι να μη συμβεί εκείνο που φαντάζεται ο δαιμονισμένος μου νους! Ως να βρω όμως τον καλύτερο κυνηγό της πόλης και να τον φέρω μπροστά σου, μπορείς ν’ αλλάξεις τη γνώμη σου, για το καλό της! >>
         << Μπορεί! >> του ‘κανε ειρωνικά κι άχρωμα η δήμαρχος και του ‘γνεψε να φύγει.
   
    Οι μέρες πέρασαν για να φτάσει η δέκατη τρίτη. Ο γύπας συνέχιζε το κλάμα  και τις απειλές του, με οξύτερο τρόπο. Οι φήμες έλεγαν πως το πρωί επιτέθηκε με ειδεχθή βαρβαρότητα σ’ ένα διερχόμενο ηλικιωμένο και τον τραυμάτισε σοβαρά στο κεφάλι και στα μάτια με τα δυνατά του νύχια και το σκληρό του ράμφος. Ο γέροντας σώθηκε από θαύμα σαν ένας άλλος περαστικός κατόρθωσε να κυνηγήσει το καταραμένο πουλί μ’ ένα ρόπαλο που βρέθηκε τυχαία στην παρακείμενη αυλόπορτα  και να το στείλει πάλι να καθίσει, οργισμένο στη θέση του. Τούτη  η  αγριότητα του γύπα, εξόργισε τους πολίτες, που συγκεντρώθηκαν αμέσως έξω από το δημαρχείο, ζητώντας την προστασία τους, από το βάρβαρο τούτο επιδρομέα, άμεσα και ουσιαστικά. Η υπόσχεση της δημάρχου που πήραν ήταν ρητή : 
        << Το απόγευμα στις εφτά το πουλί θα τουφεκιζόταν από τον καλύτερο κυνηγό της πόλης και τους καλούσε όλους να παρακολουθήσουν το θάνατό του και  την πτώση  της  αυτοκρατορίας του! >>
    Όπως ήταν φυσικό οι πολίτες διαλύθηκαν υποσχόμενοι να παρευρεθούν στην απογευματινή εκτέλεση.

 Έτσι στις εφτά παρά πέντε ο μικρός χώρος κάτω από το ρολόι της πόλης ήταν γεμάτος από ανθρώπους που έβλεπαν το θάνατο του  άρρωστου πουλιού σαν μύθο που πλάσαρε στο Εγώ τους μια ισχυρή τέρψη και ικανοποίηση.
Τότε μ’ ένα κυρίαρχο συναίσθημα υπεροχής που φαινόταν διάχυτο στα μάτια της δημάρχου και με μια αλαζονική κτητική συμπεριφορά, έδειξε τον καλύτερο κυνηγό στο πλήθος, και είπε:
<< Με μια       σφαίρα στην καρδιά του τερατόμορφου πουλιού, απ’ τα χέρια και το όπλο του ανθρώπου τούτου, θ’ απαλλαγούμε μια και καλή από τη δυσάρεστη όψη  και την καθημερινή του απειλή! >>
Ένα παρατεταμένο χειροκρότημα έδωσε την εντολή αμέσως στο σκοπευτή, να προχωρήσει με βήμα υπεροπτικό και να σταματήσει στη θέση του, σε μια μαύρη ολοστρόγγυλη βούλα, κοντά στην είσοδο της μεγάλης καγκελόπορτας του δημαρχείου.
Όση ώρα έπαιρνε τη σωστή του θέση απέναντι στο μελλοντικό θύμα του οι συγκεντρωμένοι θαύμαζαν την πρωτότυπη στολή του που εν πολλοίς προξενούσε εντύπωση κι αποστροφή μαζί. Και τούτο γιατί ήταν μια στολή πρωτότυπη κι εκκεντρική, αλλά και κακόγουστη αφού ο κεντρικός πυρήνας της ζωγραφιάς της ήταν ο σκελετός νεκρού!  Όσοι αντέδρασαν σ’ αυτό που είδαν, έβγαλαν μια φωνή διαμαρτυρίας τόσο έντονη που έκανε και το πουλί ακόμη να επηρεαστεί, δείχνοντάς το με μια δυνατή θρηνητική κραυγή που άφησε να ξεχυθεί στον αέρα. Όσοι τώρα εντυπωσιάστηκαν από την κακόγουστη εκκεντρική στολή του, χειροκρότησαν προκλητικά και παρότρυναν το σκοπευτή να πυροβολήσει χωρίς καθυστέρηση το καταραμένο φτερωτό.
Αμέσως ο σκοπευτής όπλισε και με ωμό και προκλητικό τρόπο, σκόπευσε,  και πυροβόλησε.  Σε ελάχιστο χρόνο το πουλί κυλίστηκε με πάταγο κάτω κι έσκασε με δύναμη, αιμόφυρτο και νεκρό στο γκρίζο και σκληρό τσιμέντο. Και τότε μια κραυγή λύπης και οίκτου ξέφυγε από κάθε στόμα για το νεκρό πουλί που ακίνητο αιμορραγούσε μπρος τους, κι έδειχνε παραδομένο στη αιώνια σιωπή του θανάτου.
Κι εκεί που όλοι νόμισαν πως η υπόθεση μαζί του ήταν τελειωμένη, ένα θρηνητικό μοιρολόγι που ακούστηκε ολόγυρα απ’ το νεκρό  πουλί, τους έκανε να  παραληρήσουν και να φτάσουν σε υστερία τρέλας.  Και πριν προλάβουν καλά – καλά να συνέλθουν απ’ το  θρήνο που άκουσαν, μια άλλη εφιαλτική εικόνα που αντίκρισαν τους έκανε κυριολεκτικά αιχμάλωτους του Φόβου και του Πανικού. Γιατί αυτό που είδαν τα μάτια τους ξεπερνούσε τα όρια της Λογικής και μόνο στη σφαίρα της Φαντασίας μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
 Είδαν μετά τον πυροβολισμό το όπλο του σκοπευτή να κλωτσά βίαια τον ώμο του, να τον πετά με δύναμη πίσω και να τον καρφώνει σ’ ένα σιδερένιο στύλο της  καγκελόφραχτης περίφραξης.  Το χτυπημένο του κεφάλι δεν άντεξε και συντρίφτηκε σαν καρυδότσουφλο! Κι ως έπεσε νεκρός όσοι δεν έπαθαν κρίσεις υστερίας, προσπάθησαν να κινηθούν προς την πόρτα και να φύγουν στο δρόμο.
    Και τότε ο ουρανός σκοτείνιασε κι ο ήλιος που ‘γερνε στη δύση του στο Ιόνιο, κρύφτηκε από εκατοντάδες γύπες που πετούσαν και στριφογύριζαν με απειλητικά κρωξίματα πάνω από τα κεφάλια τους, έτοιμοι από σε στιγμή σε στιγμή να βουτήξουν και να τους επιτεθούν. Κι αυτό σαν έγινε με θύμα έναν μεσόκοπο άντρα που έπεσε κάτω αιμόφυρτος, χάνοντας το ένα του μάτι από το δυνατό ράμφισμα κάποιου γύπα,  οι φοβισμένοι κινήθηκαν να φύγουν από το πεδίο της συμφοράς και να βγουν έξω, πατείς με, πατώ σε! Κι ενώ το φοβισμένο πλήθος μαζευόταν στην πόρτα και προσπαθούσε απελπισμένο να την περάσει και να βγει στο δρόμο, η επίθεση γενικεύθηκε και η αγριότητα που ‘δειξαν οι γύπες ξεπέρασε ακόμη, κάθε όριο αγριότητας.
    Έτσι μέσα σε λίγα λεπτά πολλοί ακρωτηριάστηκαν από την εκδικητική μανία των πουλιών, άλλοι έχασαν τα μάτια τους, οι πιο άτυχοι παραμορφώθηκαν κυριολεκτικά από τα δυνατά τους τσιμπήματα και αβοήθητοι στο χώρο της συμφοράς για πολλή ώρα, έγιναν  μάρτυρες  της πιο ειδεχθούς μορφής Φρίκης!
        ellinikoxronografima.blogspot.gr