Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Μίνυνθα δε γίνεται ήβης καρπός… >> ( λίγο κρατάει της νιότης ο καρπός ) και μετά η πολύανθη εποχή μας πάει περίπατο κι έρχονται τα γηρατειά.
Μας κάνουν αγνώριστους, μας χαλάνε τα μάτια, κουφαινόμαστε, στηριζόμαστε σε πατερίτσες, περπατάμε με μαγκούρα, φορτωνόμαστε αρρώστιες και καλούμε το χάροντα << ίνα το φορτίο άρη! >>
Δυσάρεστο το χρονογράφημα αλλά << πολλά θυμώι κακά >> στα γηρατειά μας και πώς να ξεχάσεις τα δεινά τους. Γι’ αυτό ουδείς τα θέλει. Το λέει και το άσμα το δημοτικό: << Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία >>. Και ο Όμηρος: << Όπως το δάσος ξεπετά την άνοιξη τ’ ολόχλωρο χορτάρι, παρόμοια και των θνητών η μια γενιά ξεπέταξε κι η άλλη γενιά πεθαίνει >>. Ο Καβάφης: << Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι >>. Και ο Σωτήρης Σκούταρης: <<Αντίο πρόσχαρή μου νιότη, αντίο του στοχασμού το μαύρο έφτασε πλοίο >>.
Γινόμαστε χούφταλα, μας φεύγουν τα ούρα, τα αέρια στις ανηφοριές, κυλάμε σαν τόπια στις κατηφοριές, μασάμε τον επιούσιο με μασέλες, μάς κόβονται τα γόνατα στο πρώτο πηδηματάκι. Πιάνουμε ουρά στα ιατρεία. στα φαρμακεία, και κρεβατωνόμαστε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Μέχρι να τα τινάξουμε, καλοπιάνουμε το χάρο, ανάβοντας κεράκι στον τοπικό άγιο, πίνουμε χούφτες χάπια για την υπέρταση, τις αρρυθμίες και το ζάχαρο και οι άρρενες γέροντες κουράρουν τον προστάτη τους ενιαυσίως με τη μέθοδο της επίκυψης μπροστά στον ουρολόγο τους. Οι ερωτικές μας ορμές φευγάτες με το << όργανο >> στους άρρενες θνησιμαίο και στις θήλεις με τη θαλερότητα χαμένη.
Στ’ άτιμα γηρατειά τρέχουν οι μύξες μας, πέφτουν τα μαλλιά μας, πρήζονται τα δάχτυλά μας, αποκτάμε παραξενιές, γκρινιάζουμε και μέρα με τη μέρα η σάρκα μας τρώγεται από το λαίμαργο χρόνο. Γινόμαστε φρικιά, ραμολιμέντα, μπαίγνια της φθοράς και του σκληρού βιολογικού νόμου της. Και όσο η καρδιά μας θέλει πόλεμο και δε μας βαστάνε τα κότσια μας, τρώμε σουπίτσες, πίνουμε ζωμούς, γευόμαστε ανάλατους πουρέδες να καρδαμώσουμε. Στη γρίπη ρουφάμε αφεψήματα ζεστά, στους κοιλόπονους χαμόμηλο, στη διάρροια μαύρο τσάι, κι όταν η κοιλιά μας πρήζεται και γίνεται << φουσκωτό >> φροντίζουμε το σάπιο πεπτικό μας σύστημα με άπαχα γιαουρτάκια, λεβάντες και νερόβραστους φιδέδες.
Σούργελα πια αφήνουμε την πνοή μας στους οίκους ευγηρίας, στα νοσοκομεία, κατ’ οίκον ή ξεχασμένοι κάτω από καμιά ελιά. Άλλοι από πέσιμο, άλλοι από χ….. και κάποιοι πνιγμένοι από έναν κόμπο λύπης που τους κάθεται στο λαιμό.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
<< Μίνυνθα δε γίνεται ήβης καρπός… >> ( λίγο κρατάει της νιότης ο καρπός ) και μετά η πολύανθη εποχή μας πάει περίπατο κι έρχονται τα γηρατειά.
Μας κάνουν αγνώριστους, μας χαλάνε τα μάτια, κουφαινόμαστε, στηριζόμαστε σε πατερίτσες, περπατάμε με μαγκούρα, φορτωνόμαστε αρρώστιες και καλούμε το χάροντα << ίνα το φορτίο άρη! >>
Δυσάρεστο το χρονογράφημα αλλά << πολλά θυμώι κακά >> στα γηρατειά μας και πώς να ξεχάσεις τα δεινά τους. Γι’ αυτό ουδείς τα θέλει. Το λέει και το άσμα το δημοτικό: << Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία >>. Και ο Όμηρος: << Όπως το δάσος ξεπετά την άνοιξη τ’ ολόχλωρο χορτάρι, παρόμοια και των θνητών η μια γενιά ξεπέταξε κι η άλλη γενιά πεθαίνει >>. Ο Καβάφης: << Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι >>. Και ο Σωτήρης Σκούταρης: <<Αντίο πρόσχαρή μου νιότη, αντίο του στοχασμού το μαύρο έφτασε πλοίο >>.
Γινόμαστε χούφταλα, μας φεύγουν τα ούρα, τα αέρια στις ανηφοριές, κυλάμε σαν τόπια στις κατηφοριές, μασάμε τον επιούσιο με μασέλες, μάς κόβονται τα γόνατα στο πρώτο πηδηματάκι. Πιάνουμε ουρά στα ιατρεία. στα φαρμακεία, και κρεβατωνόμαστε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Μέχρι να τα τινάξουμε, καλοπιάνουμε το χάρο, ανάβοντας κεράκι στον τοπικό άγιο, πίνουμε χούφτες χάπια για την υπέρταση, τις αρρυθμίες και το ζάχαρο και οι άρρενες γέροντες κουράρουν τον προστάτη τους ενιαυσίως με τη μέθοδο της επίκυψης μπροστά στον ουρολόγο τους. Οι ερωτικές μας ορμές φευγάτες με το << όργανο >> στους άρρενες θνησιμαίο και στις θήλεις με τη θαλερότητα χαμένη.
Στ’ άτιμα γηρατειά τρέχουν οι μύξες μας, πέφτουν τα μαλλιά μας, πρήζονται τα δάχτυλά μας, αποκτάμε παραξενιές, γκρινιάζουμε και μέρα με τη μέρα η σάρκα μας τρώγεται από το λαίμαργο χρόνο. Γινόμαστε φρικιά, ραμολιμέντα, μπαίγνια της φθοράς και του σκληρού βιολογικού νόμου της. Και όσο η καρδιά μας θέλει πόλεμο και δε μας βαστάνε τα κότσια μας, τρώμε σουπίτσες, πίνουμε ζωμούς, γευόμαστε ανάλατους πουρέδες να καρδαμώσουμε. Στη γρίπη ρουφάμε αφεψήματα ζεστά, στους κοιλόπονους χαμόμηλο, στη διάρροια μαύρο τσάι, κι όταν η κοιλιά μας πρήζεται και γίνεται << φουσκωτό >> φροντίζουμε το σάπιο πεπτικό μας σύστημα με άπαχα γιαουρτάκια, λεβάντες και νερόβραστους φιδέδες.
Σούργελα πια αφήνουμε την πνοή μας στους οίκους ευγηρίας, στα νοσοκομεία, κατ’ οίκον ή ξεχασμένοι κάτω από καμιά ελιά. Άλλοι από πέσιμο, άλλοι από χ….. και κάποιοι πνιγμένοι από έναν κόμπο λύπης που τους κάθεται στο λαιμό.
ellinikoxronografima.blogspot.gr