1.2.18

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Δίσεκτα χρόνια

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                  Στα δίσεκτα παιδικά μας χρόνια τις μέρες μας κανένα ροδόφυλλο δεν τις στόλιζε και οι νύχτες μας ήταν χωρίς χρυσομέταξα μαλλιά και γεμάτες σκιάχτρα και πληγωμένα αστέρια. 
Όμως οι καρδιές μας πήδαγαν στα στήθια μας να διατηρήσουν τη ζώσα φλόγα του μικρού ήλιου που ανέτειλε και χανόταν σαν διαλυμένος κομήτης.
                  Και του Τριωδίου ερχομένου ένας τέτοιος ζεστός ήλιος σκόρπαγε την καταχνιά από τη γειτονιά, μάς έβγαζε το χοντρό ρούχο και ανάλαφροι σκαρίζαμε σαν τα σαλιγκάρια στη χλόη ύστερα από τη βροχή. Οι αποκριές είχαν υπογράψει το τέλος των χοίρων και δήμιοι οικοδεσπότες με τα μαχαίρια στα χέρια έκοβαν από έναν – έναν τον καρούτζο. Εμείς που τα παιχνίδια μας ήταν κλεμμένα από χέρι  σκληρό σαν σίδερο, σκυφτοί πάνω από το σφαχτό με βλέμμα δριμύ, στον όλεθρό του ξεθάβαμε από την κοιλιακή του χώρα λαφυράκι ατίμητο.
                 Τούτο το λάφυρο το βαπτισμένο από την ιατρική << ουροδόχο κύστη >> εμείς το ξέραμε με το παρανόμι του, << φούσκα >>. Επεξεργασία ύστερα σε βυρσοδεψείο ερασιτεχνικό και το ζωικό όργανο γινόταν μπάλα. Δική μας πια, τη λατρεύαμε σαν θεά και  την είχαμε λάμπουσα ερωμένη μας και καταφύγιο της δαρμένης μας ζωής.  Όλα μας τα κουρέλια τα ρίχναμε πάνω της. Ο φορτωμένος σάκος μας  αλάφρυνε όταν μας μάζευε στην αλάνα να σμίξουμε στο ερωτικό ραντεβού   μαζί της.
                Εκεί μέσα στη σκόνη του σύννεφου, το αναίσθητο κρύο της ψυχής μας ζεσταινόταν στις χαραγματιές που άφηναν οι κλότσοι μας στο λασπωμένο σώμα της. Και τρέχαμε σαν τα ελάφια, για το αγρίλι του Ηρακλέα, για να κυλήσει μέσα μας το ξανθό κρασί και να ποτίσει την ερημιά μας.  Μια  ζωοδότα χαρά μας συνέπαιρνε, ένας σταυραϊτός μας σήκωνε και μας ανέμιζε στις πιο ψηλές κορφές.
                Την σήμερον ημέρα οι αλάνες είναι άδειες, το κλοτσοσκούφι σπανίζει, οι δρόμοι χωρίς της νεότητας το θείο νέκταρ. Οι νεολαίοι αθλούνται σε γυμναστήρια, οι νέες σε ινστιτούτα καλλονής, οι πλουσιόπαιδες σε οίκους άθλησις με τη φροντίδα Φιλιππινέζας ζουμερής  Τα γουρούνια δίνουν τις κύστες τους για ορεκτικό των σκύλων, οι παίδες αναλίσκονται να παίζουν παιχνίδια που τα κατεβάζουν από ένδοξες σελίδες του internet. Τις γουρουνοφωνές δεν τις ξέρουν και τις υπάρξεις των χοίρων τις βλέπουν ζωγραφιστές στις σελίδες του βιβλίου.
            Μνήμη λαμπερόχρωμη! Στου χοίρου τη φούσκα οφείλω τα γραφέντα και τη συγκίνηση που μου ‘φερε το αγρίμι αεράκι. Όπως και σε σας που θα διαβάσετε το χρονογράφημα. Γιατί κάποιο φυλλαράκι  ανεμώνης θα σας συντροφεύει απ’ τα παλιά.