2.4.18

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ - Ω γύναι, γλυκύτατό μου κάλλος !

Του Παν. Αντωνόπουλου 
                                                         
    Ο άντρας  γοητευμένος από την κομψότητα του επιπλωμένου δωματίου, σεργιάνισε κεφάτος τρεις φορές ανάμεσα από τα όμορφα έπιπλα κι αφού τα θαύμασε, βγήκε μ’ ένα ανάλαφρο βηματισμό στη βεράντα.
    Μόλις είχε γυρίσει από τη λειτουργία της Ανάστασης κι ένιωθε εκπληκτικά όμορφα. Έτσι με γιορτινή διάθεση αφέθηκε να κοιτάζει το στολισμένο με τα άστρα ουρανό και το αστείο κίτρινο φορεματάκι που στραφτάλιζε στο κορμί τής θάλασσας φορεμένο από τις βελούδινες αχτίδες του φεγγαριού.
    << Συνηθισμένα πράματα αυτά που βλέπω >> σκέφτηκε << αλλά λεπτοδουλεμένα από χρυσό κι ασήμι τόσο περίτεχνα από τη φύση που μόνο αυτή ξέρει να φτιάχνει με την αθόρυβη έμπνευσή της και τον ευφυή χρωστήρα της ! >>
    Και με μια υπερβολική αισιοδοξία, έσκασε ένα επιπόλαιο γελάκι που θρυμμάτισε τη σιωπή τής ήρεμης νύχτας.
    Η γυναίκα που καθόταν έξω στη βεράντα με το  κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι  και ξεκουραζόταν, απάντησε σαν τον είδε μ΄ ένα ελαφρύ βήξιμο και μ’ ένα χαμόγελο στο ροδαλό της πρόσωπο.
    << Χα! >> έκανε ο άντρας  και κοίταξε τη γυναίκα που τεμπέλιαζε. << Να κάτι, που αν και σε βλάπτει πολλές φορές σαν το προσεγγίζεις, εντούτοις όμως σου αποκαθιστά το αίσθημα της προσωπικής σου σπουδαιότητας >> σκέφτηκε  και με μια γρήγορη απόφαση που πήρε, ετοιμάστηκε να της πει κάποιο κολακευτικό λόγο για να την κατακτήσει.  Δίστασε όμως γιατί κάτι μέσα του, του υπενθύμισε πως οι αλόγιστες επιθυμίες, οδηγούν σε αδιέξοδα και περιπέτειες. Έτσι για να αποκαταστήσει την  ισορροπία ανάμεσα στην επιθυμία και την εγκράτεια μετά από τη δοκιμασία που πέρασε, ψέλλισε μ’ ένα αίσθημα ικανοποίησης :   << Είναι από τις γυναίκες που στολίζουν τα ξενοδοχεία και σε ταλαιπωρούν αφάνταστα! Γι’  αυτό ας πάρω τα μάτια μου από πάνω της κι ας τ’ αφήσω να πλανηθούν έστω κι άσκοπα στη μεγαλοπρέπεια της αποψινής νύχτας! >>
    Η γυναίκα λες  και κατάλαβε τις σκέψεις του, σηκώθηκε και περιβεβλημένη με το θάμπος του αμυδρού φωτός, που έριχνε το φεγγάρι πάνω της, στάθηκε όρθια, και στηρίχτηκε στα κάγκελα με το πρόσωπό της στραμμένο προς αυτόν προφανώς για να τον προκαλέσει. Κι εκεί με αστεία και προκλητική διάθεση του προσέφερε το ευδιάκριτο υπέροχο σώμα της στη θέα των ματιών του, μέσα από το διάφανο κι ολόασπρο νυχτικό της που το έντυνε και το χάιδευε με απαράμιλλη κομψότητα.
    Έτσι  αφού κάθισε αρκετή ώρα απέναντί του, να σιωπά και να μειδιά με θαυμαστό τρόπο, χάθηκε κάποια στιγμή, γλιστρώντας στο δωμάτιό  της, μ’  ένα χαρακτηριστικό μορφασμό στο στόμα της, σαν να του έλεγε:  <<Σου δίνω πολλά κι εσύ τίποτα! Αντίο, γλυκέ μου! Δε φταίω εγώ για τη δειλία και την ατολμία σου! >>
    Ο άντρας την κοίταξε σαν έφυγε με αυστηρό βλέμμα κι αφού βρήκε τα αισθήματά του γι’  αυτή, απαράδεκτα, μπήκε κι αυτός στο δωμάτιό του, όπου με μια εύθυμη διάθεση, ετοιμάστηκε να μπει στο λουτρό και να πάρει ένα ζεστό μπάνιο, τόσο απαραίτητο για τη χαλάρωση των νεύρων του.   
    Έτσι αφού χρειάστηκε για αρκετή ώρα τους αστραφτερούς παφλασμούς του νερού και το ζεστό χάδι του, βγήκε και με τη διάθεσή του τώρα πιο χαρούμενη κι αισιόδοξη, άρχισε να ντύνεται για τη συμμετοχή του στο βραδινό πασχαλινό τραπέζι.
    << Είναι ανεκτίμητη η προσφορά τής συντροφιάς μιας γυναίκας στην     αποψινή μοναξιά μου >> σκέφτηκε σαν κλείδωσε το δωμάτιο και με την απαραίτητη σοβαρότητα κοίταξε τη γυναίκα που ακριβώς εκείνη τη στιγμή, διέσχιζε λίγα μέτρα πίσω του μ’  ένα ιδιόρρυθμό και γοητευτικό βάδισμα το διάδρομο. << Είναι η γυναίκα της βεράντας! >> ψέλλισε με θυμό ο άντρας κι έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Η γυναίκα τότε τον προσπέρασε με μια εύθυμη γκριμάτσα στο φωτεινό της πρόσωπο και με έντονη την έκφραση της περιφρόνησης στα ζωηρά της μάτια  που έκαιγαν σαν φωτιά  τάχυνε το βήμα της. 
    << Η χοντρή μου απρέπεια να μην της μιλήσω στη βεράντα την έχουν αποχαλινώσει >> μουρμούρισε και τάχυνε κι αυτός το βήμα του για να την φτάσει. Και τότε λες και η γυναίκα κατάλαβε την επιθυμία του να την πλησιάσει, κοντοστάθηκε και με ποιητική διάθεση του είπε με πρωτόγνωρη τρυφερότητα: 
        --- Χρειαζόμαστε φαί, ξεκούραση και συγνώμη, μέρα που είναι!  Δε το θαρρείς κι εσύ;
      --- Έχεις δίκιο!  της έκανε αργά αλλά με έμφαση εκείνος κι έσπασε τη σιωπή.   Αλλά πού θα γίνουν όλα αυτά;  τη ρώτησε με ενδιαφέρον ελπίζοντας  να ανεβάσει σημαντικά την εκτίμησή του στο πρόσωπο της.
       --- Τι πού; του ‘κανε  προσποιητό τρόπο εκείνη και τον κοίταξε μ’  ένα  κοφτό εξεταστικό βλέμμα.  Στο πασχαλινό τραπέζι που είμαστε καλεσμένοι και οι δυο και πηγαίνουμε πρόθυμοι! του πρόσθεσε ύστερα με ένα όμορφο μορφασμό στα δυο της σαρκώδη χείλη, δείχνοντας παράλληλα και τη σπουδαιότητα που έδινε σ’  αυτή τη συνάντησή τους.
          O άντρας χαμογέλασε ευχαριστημένος. Και την ίδια στιγμή με απίστευτη σαφήνεια και μια ζωντανή έκφραση των ματιών του, της είπε με τη χαρακτηριστική βαριά φωνή του:
          ---  Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, το ΄θελα πολύ απόψε να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι! Κι αυτό το επεδίωξα  αν κατάλαβες καλά, με τη  μεγαλοπρεπή σιωπή μου στην πρόκλησή σου, στη βεράντα.
         Η γυναίκα  έβαλε τα γέλια.  Για να επαναλαμβάνει απανωτά ύστερα για πολλή ώρα, όσο περπατούσαν για την τραπεζαρία, χωρίς να σταματά:    
         --- Θεέ μου! Τι υπέροχος που είσαι και τι γοητευτικός!
               
         Στο πασχαλινό τραπέζι κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο άντρας άρχισε να τρώει σιωπηλός και να της να ρίχνει κλεφτές ματιές. Η γυναίκα έτρωγε κι αυτή αμίλητη χωρίς να αρθρώνει λέξη. Σε κάποια στιγμή ο άντρας πήρε το ποτήρι του κι αφού εξασφάλισε μια τρυφερή ματιά της, της είπε με μια θαυμαστή επινοητικότητα,   << Χριστός Ανέστη! >>    << Αληθώς Ανέστη! >> του ψέλλισε και η γυναίκα με κάποια ιδιαίτερη ικανοποίηση, ενώ το πρόσωπό της έλαμψε χαρμόσυνα. Κι αφού διόρθωσε με μερικές αποφασιστικές αδραξιές τα ολόμαυρα καλοχτενισμένα μαλλιά της, του ψιθύρισε : 
         --- Σε ευχαριστώ που ήρθες στο τραπέζι. Το ήθελα τόσο πολύ!       
         --- Κι εγώ! της αποκρίθηκε ο άντρας κι αφοσιώθηκε στην εξερεύνησή της. Δεν ξέρω όμως τίποτα για σένα κι αυτό με θλίβει αφάνταστα, της εξομολογήθηκε στη συνέχεια και περίμενε με ενδιαφέρον την απάντησή της.
         --- Είμαι μια γυναίκα επιχειρηματίας, που επενδύω τα χρήματά μου σε ξενοδοχειακές μονάδες, εδώ και στο εξωτερικό,  κι αφού έκανε μια μικρή παύση, συνέχισε. Ταξιδεύω πολύ και θεωρώ δυσάρεστη την προοπτική μου να κάνω ασήμαντα πράγματα. Τα ψυχαγωγικά μου ταξίδια είναι πολλά και σε διάφορες πόλεις, όμως η Βιέννη, το Παρίσι, η Πράγα, η Δρέσδη, το Λονδίνο και η Χονολουλού, είναι δεύτερες πατρίδες μου. Ο κύκλος των συναναστροφών μου είναι πάντα επώνυμος και οι εκδηλώσεις που συμμετέχω  προϋποθέτουν    πάντοτε  μια ανθηρή οικονομική συναλλαγή.
   
         --- Θαυμάσια! της ψιθύρισε ο άντρας κι έδειξε να είναι απορροφημένος από τα βαθιά και μεγαλεπήβολα λόγια της. Και  με μια ανήσυχη ύστερα ματιά στο όμορφο κι ακαταμάχητο πρόσωπό της, της είπε με μια κωμικότητα στην έκφρασή του:
        --- Εγώ είμαι ένας απλός αντιπρόσωπος γεωργικών μηχανημάτων! Το ευφυές επιχειρηματικό μου πνεύμα όσο και να το θέλω, δυστυχώς, δεν μπορεί να φτάσει το δικό σου! Φαίνεται αξεπέραστο!
       Η γυναίκα σιώπησε για λίγο και κοιτάζοντάς τον καταμεσής  στα μάτια, του είπε μ’  ένα κομψό και φαρδύ γέλιο:
      --- Το ξέρω είσαι μετριόφρων και θες να πεις πως είσαι ένας γοητευτικός αντιπρόσωπος και μόνο! Αλλά δεν είναι έτσι!  και  μ’  ένα αίσθημα ερωτικής έξαρσης συμπλήρωσε:   Δεν έχεις γνώση της γοητείας σου που εξασκείς στις γυναίκες;
        Ο άντρας   κατάλαβε τις προθέσεις της  και θέλοντας να παίξει λίγο μαζί της, δεν της αποκρίθηκε αλλά έπεσε πάνω στο πιάτο του κι άρχισε να τρώει με βουλιμία.
        Η γυναίκα τότε και πάλι δεν τον άφησε ήσυχο και με μια έκφραση ανάμεικτη με ειρωνεία κι έπαρση, του  ψιθύρισε, αγγίζοντάς τον τρυφερά στα μπράτσο:  
       --- Βλέπω δεν μπορείς να υποστείς τις συνέπειες μιας εφήμερης γνωριμίας! Τι είναι αυτό; Δειλία ή ανικανότητα;
        Τα λόγια της ήχησαν στ΄ αυτιά του, σαν ένας κακόηχος σβουριστός ήχος.  Κι αμέσως με μια ταχύτατη αντίδραση, της είπε με ζωηρή φωνή:    
        --- Το ξέρω πως δεν είναι έντιμο κι ανδροπρεπές να σε απορρίπτω, αλλά μια μέρα αγάπης σαν τη σημερινή θα περίμενα κάτι άλλο πιο ποιητικό να καθόριζε την εκτίμηση του ενός απέναντι στον άλλον.
         Η γυναίκα φάνηκε λίγο οργισμένη στα λόγια του και με τρεμάμενη φωνή που περιείχε και λίγο μυστήριο του ψέλλισε, αργά αλλά με έμφαση: 
         --- Δε σε καταλαβαίνω, τι θες να πεις; 
         --- Ω! Ακριβή μου!  της έκανε με θαυμασμό ο άντρας.  Για έναν περίπατο, εννοώ, στο πάρκο του ξενοδοχείου! Δε θα μας έκανε καλό και των δυο;
           Στη μακρινή παύση που ακολούθησε η γυναίκα έριξε μια λοξή ματιά γύρω της και με ικανοποίηση είδε πως το φαγητό έφτανε στο τέλος του.  Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν φάει και βρίσκονταν σε ευθυμία καπνίζοντας με ξαναμμένα μάγουλα ενώ μερικοί επέστρεφαν με τα γεμάτα στομάχια στα κρεβάτια τους.
          << Τι κρίμα να χάσω τον παράδεισο που κρύβει η επιθυμία του >> σκέφτηκε  και με μια ελαφρότητα που δεν την περίμενε ο άντρας, άπλωσε το χέρι της και σαν βάστηξε το δικό του, τον τράβηξε απότομα από την καρέκλα.
           --- Θεέ μου!  Πως το βρίσκω  υπέροχο αυτό! του  είπε σιγανά στη συνέχεια και τον έσυρε μ’  ένα αστραπιαίο βηματισμό έξω από την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου.
     Περπατούσαν δίπλα- δίπλα σιωπηλοί ενώ από το ναό της Ευαγγελίστριας το φως των κεριών αντιφέγγιζαν μέσα από τα τζάμια και οι ύμνοι της Ανάστασης που έφταναν μέχρι τον κήπο του ξενοδοχείου τούς χάιδευαν με το λυρισμό του τ’ αυτιά. Οι κρότοι από τα βαρελότα ήταν ελάχιστοι και οι τελευταίοι που πυροβολούσαν ακόμη με τα μικρά τους πιστόλια, απομακρύνονταν πηγαίνοντας για τα σπίτια τους. Η ησυχία είχε επιβάλλει τη σιωπή και μόνο οι υμνωδοί της εκκλησίας θα έψαλαν ακόμη μέχρι τις πρωινές ώρες πολλούς ύμνους και τροπάρια όπως κι αυτό: << Ω Πάσχα το μέγα και ιερότατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σού  μετασχείν, εν  τη  ανεσπέρω  ημέρα τής βασιλείας σου! >>
        Εκεί με μια μικρή αλλά ευχάριστη αγωνία στο πρόσωπό της, του είπε μ΄ ένα πύρινο βλέμμα:
        --- Έχει ψύχρα έξω! Τι τον θέλουμε τον περίπατο; Δεν πάμε καλύτερα στη σουίτα μου να περάσουμε ανείπωτες στιγμές κάτω από το ανήσυχο φως των κεριών! και τον οδήγησε στο πρώτο σκαλί τής εξωτερικής σκάλας.
        Σαν έφτασαν  στη βεράντα και πριν η γυναίκα αγγίξει το μικρό μπρούτζινο χερούλι τής πόρτας για να ανοίξει, σταμάτησαν μ’ ένα ελαφρύ  λαχάνιασμα και κοιτάχτηκαν τρυφερά στα μάτια.  Ύστερα σαν η σιωπή τους βάρυνε, άρχισαν να  θαυμάζουν τα όμορφα φοινικόδεντρα που ορθώνονταν στον κήπο με αρχοντική όψη και μεγαλοπρέπεια. Παρόλο που το φεγγάρι είχε κατέβει χαμηλά στον ορίζοντα, το φως του που έπεφτε πάνω τους, ψηλάφιζε και τις πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες στα φύλλα τους που ξεδιπλωμένα σαν βεντάλια  φάνταζαν σαν ολόχρυσο απλωμένο χαλί!
            --- Κοίτα ομορφιά!  του ψέλλισε κάποια στιγμή η γυναίκα και με την άκρη των δαχτύλων της του χάιδεψε τρυφερά τις μακριές  φαβορίτες του.
           --- Είναι κάτι το ξεχωριστό, κάτι το ανεπανάληπτο σαν και σένα!  της αποκρίθηκε με τρεμουλιαστή φωνή ο άντρας και την αγκάλιασε.
             Η γυναίκα σαν ξεγλίστρησε ύστερα από λίγο με μια απίστευτη επιδεξιότητα από την αγκαλιά του, άνοιξε την πόρτα και με μια σβέλτα και κεφάτη κίνηση τον οδήγησε στο καθιστικό.
              Σαν κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο, στο ακριβό λουστραρισμένο   ξύλινο καναπέ, κοιτάχτηκαν με μάτια που λαμπύριζαν από πάθος κι έξαρση. Ύστερα έσφιξαν τα χέρια τρυφερά κι έπεσαν σε μια χαλαρή σιωπή. Τότε ο άντρας μπόρεσε να δει και να νιώσει τη χλιδή και την πολυτέλεια του χώρου. Κι αμέσως άρχισε να τον θαυμάζει με έντονα και ποικίλα συναισθήματα. Έτσι αφού άγγιξε με το βλέμμα του τα αντικείμενα που ήταν τόσο όμορφα ταχτοποιημένα γύρω τους και τα βρήκε πως ταίριαζαν απόλυτα, ψέλλισε με ενθουσιασμό στη γυναίκα που χαϊδευόταν  σαν χαριτωμένη γατούλα πάνω του:    <<Τι πολυτέλεια κι αυτή, Θεέ μου! Είσαι πλούσια; >>
             Η γυναίκα δεν του μίλησε, αλλά δείχνοντας το μπουκάλι με το ουίσκι και τα δυο γυαλιστερά ποτήρια που άστραφταν στο στρογγυλό περιποιημένο τραπέζι, του είπε  με σιγανή φωνή: 
             --- Αυτό πρέπει να το αδειάσουμε! Δε συμφωνείς; 
               Δεν υπήρξε αντίρρηση  από τον άντρα που με ήρεμο χαμόγελο έπιασε το μπουκάλι και γέμισε τα δυο ποτήρια. Σαν της πρόσφερε το ένα, της  ψιθύρισε με μια γλυκιά γαλήνη στο βλέμμα του:  
              --- Εύχομαι να μην παρασυρθείς σε ακρότητες!   
                 Η γυναίκα με το πρώτο κιόλας ποτήρι αισθάνθηκε σαν θάλασσα που φουσκώνει και υψώνει θεόρατα κύματα σκοτεινά. Κι αμέσως  ένιωσε την ανάγκη και το πάθος να μεταφέρει την αναταραχή της αυτή και στον άντρα. Έτσι χωρίς σεμνότητα αλλά με  αχαλίνωτη ορμητικότητα τον τράβηξε με δύναμη στο κρεβάτι.
                 Κι εκείνος αφού το περίμενε την έσφιξε στην αγκαλιά του κι ετοιμάστηκε για την υπέρτατη ηδονή. Κι έτσι καθώς η γυναίκα έλιωνε κι ένιωθε την απαλότητα από το υπέροχο χάδι των χεριών του να της ξυπνάει το γλυκό πόθο, εκείνος ανάμεσα στους ζεστούς γλουτούς της, προσπαθούσε να της ζωηρέψει το πιο ζωντανό μέρος του κορμιού της.  Κι όσο αυτή το ένιωθε, τόσο η φλόγα του πάθους της γινόταν πιο εύφλεκτη και συναρπαστική. Έτσι σε κάποια στιγμή του παραδόθηκε κι ανοίχτηκε ολόκληρη να τον δεχτεί μέσα της. Κι αφού έγινε αυτό αισθάνθηκαν και οι δυο το ρίγος της υπέρτατης ηδονής να διαπερνά τα σώματά τους και να τα κοιμίζει για πολλή στην απέραντη γλυκιά αγκαλιά της.                     

           Το επόμενο βράδυ ο άντρας την αναζήτησε στη ρεσεψιόν, ανήσυχος για την ολοήμερη  απουσία της. Η ρεσεψιονίστ διατυπώνοντας πολύ προσεκτικά τα λόγια της και μ΄ ένα γλυκό γοητευτικό τρόπο, του ομολόγησε ολόκληρη την αλήθεια.
            --- Η κυρία Ιουλιέτα, που ζητάτε, είναι η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, χήρα και κυνηγός ωραίων ανδρών! Πέταξε το μεσημέρι για τη Χονολουλού! Ένας Θεός ξέρει πότε θα γυρίσει! 
         Ο άντρας με βήμα γοργό, κίνησε προς την έξοδο. Κι εκεί αυθόρμητα, αναφώνησε με μια ικετευτική τρυφερότητα:   << Ω  γύναι, γλυκύτατό μου κάλλος! Ω γύναι! >>