26.6.18

Χρονογράφημα - Το αλώνιον και ο στάχυς

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

             Τότε ο παις έφτιαχνε μ’ ένα μάτσο στάχυα ψάνη, γνώριζε την  προέλευσή τους από τα σπλάχνα της γαίας τροφού, την αύξησή τους και το τέλος τους στο αλώνι του παππού. 
Σήμερον ο παις αγνοεί την ύπαρξή τους, νομίζει πως κατασκευάζονται στα εργοστάσια της Γουατεμάλας, ιδέα δεν έχει περί θερισμού και αλωνίσματος. Γι’ αυτόν << χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι >> και να μην τα ξέρει και για << τα μαρμαρένια αλώνια >> αγρόν ηγόρασε αν δεν τα ‘χει ακούσει.
        Ας τα βάλουμε στη σειρά. Εν αρχή ην ο θέρος. Όστις γινόταν τον Ιούνιο ή θεριστή. Οι θεριστές ετοίμαζαν τα δρεπάνια, εργαλεία θερίσματος, γυριστά ως γιαταγάνια, με δόντια και ξύλινη χειρολαβή.  Το αριστερό χέρι έπιανε τα στελέχη των σταχύων και το δεξί  τα έκοβε χαμηλά. Τη χεριά την έβαζαν πίσω τους και συνέχιζαν. Άλλοι εργάτες επιδέξιοι συγκέντρωναν τις χεριές [ χειρόβολα ] και τις έκαναν δεμάτια. Τα έστηναν όρθια να αποφεύγουν την υγρασία και να μη σαπίζουν. Από κει τα μετέφεραν στ’ αλώνι, είτε ζαλίκα ( στην πλάτη ) είτε στα ζώα. Οι θημωνιές πλέον ανέμεναν το αλώνισμα. Μήνα Ιούλιο γινόταν αυτό εξ ου και τ’   όνομά του Αλωνάρης, κόπος τραχύς όπως και ο θέρος.
        Ο στάχυς ετυμολογικό. Η ρίζα Ινδοευρωπαϊκή (steg ), ( κεντώ, είμαι αιχμηρός, οξύς).   Στην αρχαιοελληνική ο στάχυς, του στάχυος, πληθυντικός οι στάχυες, των σταχύων. Στη νεοελληνική ουδέτερο, το στάχυ. 
      Αλώνι {ν] (ελληνιστική κοινή ), αλώνι (μεσαιωνική ελληνική ), αλώνιον, υποκοριστικό του άλως. Στρογγυλός επίπεδος χώρος για το αλώνισμα δημητριακών. Άλως ( οπτικό φαινόμενο που προκαλείται από τη διάθλαση του φωτός γύρω από τον ήλιο και το φεγγάρι κι έχει σχήμα στρογγυλό ).
      Τώρα ποιος βλέπει σε θερισμούς λυσίκομες κόρες να φέγγουν στην πολεμική << Ιουνιανή >> μάχη με τους καρπούς της παμμήτορος γης. Υποτιμήθηκε η φύση, χάθηκε το αεράκι της συνύπαρξης, κοινότητας, οικογένειας, συντροφιάς.  Απ’ αυτή όλα τ’ αγαθά.  ( Ξενοφάνης.  Εκ γαίης γαρ πάντα και εις γην πάντα τελευτά ).
   Σίτος πονεμένος αλλά και το ψωμί γλυκό. Η εξέλιξη ωφέλιμη αλλά νεκρή, της λείπουν οι θεριστικοί και οι αλωνιστικοί αγώνες που της δίνουν τη ζωή, Κανενός δεν του καίγεται καρφί για την αλλαγή. Γκαρσόνι στο άστυ κι ας είναι ποτισμένος στον ιδρώτα και στην σκληρή στιγμή.
    Ρήμαξαν οι αναβόλες, ρήμαξαν και οι βουνοπλαγιές. Το άροτρο δε φτάνει εκεί, ο λαμπρός σίτος φαίνεται μόνο στα παμχάφτικα στόματα των μηχανών και οι συγγενικές λέξεις να χάνονται αδιάβαστες στα λήμματα των λεξικών.  Έξω από το ομιλείν πλεονάζουν, ως ανοησίες πια ενδιαφέρουν λαογράφους φτηνούς και ερευνητές μωρούς.
     Στοιχερό, αγωγιάτης, αγκωνή,  άγανα, αγγειό, ήρα, βουκέντρα, αψίω, γεμενί, γκάνιαξα, γίγκλες, τι είναι αυτά; Ποιος τα ξέρει;