Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Έφυγε και ο Τάσος! Πήγε εργάτης στη Ford να βάζει βίδες στις λαμαρίνες και να γερνάει όρθιος δουλεύοντας οκτώ ώρες την ημέρα. Ύστερα με το θεριό τον εργοδότη του να είναι στα μαχαίρια διεκδικώντας αύξηση μισθού και δικαίωμα στην απεργία.
Καλύτερα, στο χωριό του τι θα ‘κανε; Όλη μέρα θα έσκαβε τη γη, το βράδυ θα κοιμόταν νηστικός, κοινωνική ασφάλεια και ιατρική περίθαλψη δε θα ‘χε και η αύρα μιας γελαστής συμβίας δίπλα του θα ήταν όνειρο απατηλό.
Στο σχολείο τα ‘κανε μούσκεμα. Τα γράμματα δεν τα ‘παιρνε και από τις πρώτες μέρες τα τσούγκρισε με το φιλόλογο.
--- Εσύ ο τελευταίος! του φώναξε, μπορείς να μεταφράσεις: << Ημείς δ’ ατίται σαρκί παλαιάι της τότ’ αρωγής υπολειφθέντες μίμνομεν ισχύν… >>
Του Τάσου του πιάστηκε η φωνή. Του ‘ρθαν τα γέλια και κρύφτηκε πίσω από την πλάτη του μπροστινού του.
Ο φιλόλογος επέμενε:
--- Θα μεταφράσεις, λέγε;
Ο Τάσος πάλεψε με τη σιωπή. Αυτή ξέροντας πως ήταν σκράπας τον νίκησε. Ψιθύρισε δυο αρχαιοελληνικές άρρωστες λέξεις και μετά σιγή.
Του έβαλε τις φωνές. Όρθιος κοντά του τον απείλησε λέγοντάς του:
--- Αδιάβαστους δε θέλουμε! Γρήγορα στο λόγγο, στους κότσυφες να κάνεις συντροφιά!
Και βρέθηκε έξω από το σχολείο ο Τάσος να μαζεύει βατόμουρα και να ψέλνει όρθρους τα πρωινά στον απλωτό ουρανό. Να ονειρεύεται λαγούς με πετραχήλια, ζωή πετρελαιά Σαουδάραβα, πλούσιου Κροίσου να ρίχνει στο νερό τα βότσαλα της ποταμιάς.
Ο γερο Μαρτσέλος που τον έβλεπε να χάνεται στους βράχους και να φουμάρει κούτες τα τσιγάρα, του είπε με πατρική στοργή σαν κάθισε στον καφενέ του να πιει το σκέτο:
--- Θα το μετανιώσεις που γυρνάς έξω από το σχολείο. Να ξαναπάς να σταθείς στον πίνακα γιατί εκείνος θα σε τυλώσει. Μακριά του θα σε τρώει η φτώχεια και η σφαλιάρα.
Τον άκουσε και την άλλη χρονιά βρέθηκε μπροστοθρανίτης. Τώρα τη ζημιά τού την έκανε ο θεολόγος κι όχι ο φιλόλογος. Του ζήτησε στο μάθημα των θρησκευτικών να απαγγείλει τα ιερά άμφια του επισκόπου κι εκείνος ξέχασε τον Αρχιερατικό Σάκο! Έξω φρενών ο υπηρέτης του Θεού του έριξε δυο σφαλιάρες και τον τιμώρησε να λέει για ένα μήνα κάθε πρωί το Πάτερ υμών πριν την έναρξη των μαθημάτων! Τα πήγαινε καλά ώσπου τη δεύτερη βδομάδα σε μια απαγγελία του, τα ‘χασε, κόμπιασε και σταμάτησε. Έγινε τέτοια καζούρα από τους συμμαθητές του, που ντροπιάστηκε, πετάχτηκε έξω από την πόρτα κι έγινε Λούης! Πάει το σχολείο πια το ξέχασε, δεν ξαναπάτησε και γυρνούσε στα χωράφια με τη σφεντόνα στην τσέπη να σκοτώνει σπίνους και κοτσύφια. Γνωρίστηκε και με το ποτό στέλνοντας στον αγύριστο τη μόρφωση. Ακόμη δήλωνε αριστερός, ξέχασε τον ελληνισμό και όπως λέγανε οι κακές γλώσσες είχε πάντα μαζί του το << Κομμουνιστικό μανιφέστο >> και το διάβαζε ανελλιπώς. Πολλοί πλέον τον απόφευγαν, άλλοι τον κατασκόπευαν και τον κατέδιδαν στην αστυνομία και οι σκληροί του καθεστώτος του έφτιαξαν φάκελο ως αμοραλιστή και επικίνδυνο για την πατρίδα. Ήσυχο δεν τον άφηναν, στο τμήμα τον καλούσαν με το παραμικρό, εκεί με τη βία και το ξύλο πράγματα τον ανάγκαζαν να πει που δεν τα πίστευε και δεν τα είχε κάνει. Κυνηγημένος το ‘ριξε για καλά πια στο ποτό, στέκι του είχε μόνιμα τον καφενέ, εκεί τύφλα στο μεθύσι έπαιζε χαρτιά, φλυαρούσε και σκότωνε το χρόνο του τεμπέλης και άφραγκος.
Και μια μέρα του Οκτώβρη που έβρεχε με το τουλούμι κι αυτός τα ‘πινε με τον πρόεδρο στον καφενέ, άκουσε αναπάντεχα τη συμβουλή: << Φύγε από ‘δω Τάσο να σωθείς! Πήγαινε στη Γερμανία, στη γη της επαγγελίας, δουλειά να βρεις και να χορτάσεις το φαϊ! Εδώ δεν έχεις μέλλον και οι στράτες σου είναι κλειστές! >>
Την άλλη μέρα γύρισε στο σπίτι απ’ το αστυνομικό τμήμα έχοντας φάει ξύλο με το τουλούμι! Κάθισε στην καρέκλα και σκέφτηκε τα λόγια του πρόεδρου και τα βρήκε σωστά. Πάραυτα άνοιξε και το ραδιόφωνο που έπαιζε: << … στη φάμπρικα της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες τους μοναχές! Κακούργα μετανάστευση, κακούργα ξενιτειά! … >> κι αμέσως πήρε την απόφαση να φύγει και δάκρυσε. << Καλύτερα εκεί ξενιτεμένος και χορτασμένος παρά εδώ νηστικός και δαρμένος >> ψιθύρισε και πήγε να ετοιμάσει τη βαλίτσα του.
===
Όρθιος οκτώ ώρες μπροστά στον τόρνο τρόχιζε το μέταλλο και το βίδωνε στο σασί του αυτοκινήτου. Του ‘τρωγε ο θόρυβος τ’ αυτιά, οι έλικες του μυαλού του εξανεμίζονταν, δυσκολευόταν ν’ ανασάνει, η υγρασία της φάμπρικας του σάπιζε μέρα παρά μέρα το πνευμόνι.
Τα βράδια τα περνούσε μόνος, με τη σκέψη του στην πατρίδα, κι ένα αγκάθι να του ματώνει την καρδιά. Ο ύπνος δεν τον έπαιρνε, ο Ορφέας άσπλαχνος τον τυραννούσε κρατώντας τον ξύπνιο να του παίζει νότες σατράπισσες. Άφηνε το κρεβάτι, κλείδωνε την πόρτα και έπιανε θέση στην μπυραρία. Έπινε, έπινε ώσπου γινόταν στουπί στο μεθύσι, έχανε την ηθική του και ευθυμώντας φαιδρά χανόταν μέσα στα πελώρια κιούπια της αμαρτίας και της κραιπάλης.
Στη δουλειά τον έβλεπε το μάτι του μπόση ανήμπορο και μια μέρα του τη φύλαξε. Τον ξάπλωσε κάτω μ ένα δόλιο χτύπημα στον κρόταφο και τον έκανε να βογκήσει. Το κακό πια τον έσφιξε, τα ρόδα στο δρόμο του μαραμένα, το μόνο καταφύγιό του η μπυραρία. Έπινε, γινόταν στουπί, κουρέλι και παίγνιο, χαμένο και ασήμαντο ανθρωπάκι. Τους στίχους τραγουδούσε του ποιητή κλαίγοντας και χτυπώντας το κεφάλι του στο τραπέζι: << Πιε! Η ψυχή σου ξέγνοιαστη τόσο πολύ να γίνει που αν έρθει η μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις, καημοί καινούργιοι αν έρθουνε να πεις να πιουν κι εκείνοι κι αν έρθει ο χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις >>. Ένα βράδυ κοίταξε τη γυναίκα του ιδιοκτήτη με μάτι πεινασμένο ερωτικά. Τον πήρε χαμπάρι ο ξανθός Γερμανός, τον έσπασε στο ξύλο, τον πέταξε έξω με τρία παϊδια του σπασμένα. Το πρωί το σκέφτηκε ψύχραιμα: << δεν τον χωρούσε άλλο αυτό το βόρειο κολαστήριο ψυχών και έπρεπε να του δίνει >>.
Γύρισε στο χωριό, στην πατρίδα. Τη βρήκε ντυμένη στα κουρέλια, τα εργοστάσια κλειστά, τις κοινωνικές παροχές ξεχαρβαλωμένες. Σύχναζε στον καφενέ της γειτονιάς, τον καφέ του έπινε βερεσέ, όσοι κομματάρχες του υποσχέθηκαν δουλειά τον απαρνήθηκαν πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις. Ο καφετζής ζορισμένος από τα σπονδύλια με το πέρα δώθε και το πάνω κάτω, του είπε: << Η ανεργία είναι μεγάλη μάστιξ Τάσο και μαντεύω πως θα βαστάξει καιρό. Όμως μην το βάζεις κάτω, φύγε για την Αθήνα, μπορεί κάτι να βρεθεί να κάνεις εκεί και να μασήσεις λίγη κόρα ψωμί! >>
Έφυγε. Έψαξε παντού, χτύπησε πόρτες έσκυψε, γονάτισε, φίλησε ποδιές κατουρημένες αλλά τίποτα. Έμενε άνεργος, ένας νομοταγής, χριστιανός ορθόδοξος Έλληνας, ένας σωστός ψηφοφόρος, ένας ορκισμένος πατριώτης και λάτρης της πατρίδας. Στραγγαλισμένος πια, τυλιγάδιαζε τη ζωή του με χίμαιρες και τον ύπνο του με όνειρα ταγμένα του θανάτου και της φθοράς. Άφραγκος, κοιμόταν σ’ ένα φίλο, έτρωγε ξερό ψωμί, μερτικό δεν είχε σε διασκεδάσεις και εκδρομές, γυρνούσε σαν το κυνηγημένο σκυλί από ‘δω και από ‘κει. Μέρα με τη μέρα έχανε σώμα και ψυχή, έλιωνε, γινόταν απολειφάδι, κουρέλι, το κώνειο μόνο του έλειπε να εξολοθρευτεί.
Ώρες - ώρες απελπισμένος γινόταν χειροβομβίδα απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί. Τα κόκαλά του έτριζαν, ένα σταχτί σύννεφο σκέπαζε τα μάτια του, στ’ αυτιά βούιζαν πρελούντια νεκρώσιμα και κρωξιές άγριων πουλιών. Του έρχονταν στη μνήμη όλα τα βάσανά του κι ένιωθε ανήμπορο ανθρωπάκι μ’ ένα τρίμμα ψυχή που δεν μπορούσε να τον στυλώσει.
Τρεις φορές τη βδομάδα έκανε ένα ντου να βρει δουλειά. Τα ίδια. Κροίσοι επιχειρηματίες τον έδιωχναν, μόρτηδες Μήδες με κότερα και λιμουζίνες τον έβριζαν, μεθυσμένοι επενδυτές τον κυνηγούσαν. Έναν αδίστακτο εισαγωγέα νωπών κρεάτων με στενό κολάρο που δούλεψε τρεις μέρες και του ρίχτηκε τον εγκατέλειψε, κάποιον ξενοδόχο που έμπαζε το ναρκωτικό στο σαλόνι του μαζεύοντας το ψιλό, τον μούντζωσε κι έφυγε. Με ταραγμένο νου πια, χωρίς μία και με ταραγμένη ψυχή, κατέβηκε είκοσι πέντε σκαλιά στην Ιπποκράτους Το τυπογραφείο μπροστά του το ‘γραφε καθαρά στην πόρτα: Ζητείται βιβλιοδέτης. Μπήκε και βγήκε με δουλειά οκταώρου, μ’ ένα τέταρτο διάλειμμα και πληρωμή κάθε βράδυ του Σαββάτου.
Το χρήμα λίγο αλλά φίνο πολύ. Γνώρισε και το αμόρε του τη Νότα, νοίκιασαν και ένα υπόγειο δωμάτιο στην Ξούθου και δώθε πάνε οι άλλοι. Όταν σχόλαγε, κατέβαινε την Ακαδημίας, άραζε στην Κάνιγγος και έμπαινε στη << Λειβαδιά >> για σουβλάκι. Έτρωγε δυο τρία, άδειαζε τα ποτηράκια του και καθόταν και άκουγε το κασετόφωνο που έπαιζε: << Τα μουντζουρωμένα χέρια και η φόρμα η παλιά… >> Έμπλεος μετά ευτυχίας και χαράς, κολλούσε το τσιγάρο στα χείλη το άναβε και αφήνοντας τον καπνό του να αναθρώσκει στον αέρα, άφηνε την καρέκλα.
Στην Αγίου Κωνσταντίνου πια, έμπαινε στην εκκλησία. Άναβε κερί στους δυο ισαποστόλους μητέρα και γιο, ασπαζόταν την εικόνα τους και προσευχόταν όπως ο Τελώνης: << Μεγάλε μου Κωνσταντίνε και Αγία Ελένη, βοηθάτε με να πιάσω ένα δεκατριάρι και μια καλή δουλειά, γιατί μ’ αυτή που βρήκα θα με πνίξει μια άτυχη ώρα μέσα στο μελάνι και θα με τυλίξει με το χαρτί σαν μπελέχαρο ποντικό >>.
Έκανε το σταυρό του, έβγαινε και κατηφορίζοντας έστριβε να μπει στην Ξούθου. Λίγο πριν από το σπίτι, σταματούσε στην πόρτα με το κόκκινο φως της Ρόζας και της τραγουδούσε: << Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί. Η αγκαλιά μου επύρωσε σαν το κερί και λιώνει για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί >>.
Δεν έμπαινε. Άλλη δεν είχε να χάνεται στους κόρφους της από την τρυφερή ανεμώνη του τη Νότα. Κι αυτή τον περίμενε σαν φρόνιμο κοριτσάκι. Στο κρεβάτι ύστερα της έτρωγε τη φλούδα του κορμιού της κι αυτή με χίλια δυο φιλιά στα χείλη του χάριζε καινούριο πέταγμα στα φτερά.
Καλύτερα, στο χωριό του τι θα ‘κανε; Όλη μέρα θα έσκαβε τη γη, το βράδυ θα κοιμόταν νηστικός, κοινωνική ασφάλεια και ιατρική περίθαλψη δε θα ‘χε και η αύρα μιας γελαστής συμβίας δίπλα του θα ήταν όνειρο απατηλό.
Στο σχολείο τα ‘κανε μούσκεμα. Τα γράμματα δεν τα ‘παιρνε και από τις πρώτες μέρες τα τσούγκρισε με το φιλόλογο.
--- Εσύ ο τελευταίος! του φώναξε, μπορείς να μεταφράσεις: << Ημείς δ’ ατίται σαρκί παλαιάι της τότ’ αρωγής υπολειφθέντες μίμνομεν ισχύν… >>
Του Τάσου του πιάστηκε η φωνή. Του ‘ρθαν τα γέλια και κρύφτηκε πίσω από την πλάτη του μπροστινού του.
Ο φιλόλογος επέμενε:
--- Θα μεταφράσεις, λέγε;
Ο Τάσος πάλεψε με τη σιωπή. Αυτή ξέροντας πως ήταν σκράπας τον νίκησε. Ψιθύρισε δυο αρχαιοελληνικές άρρωστες λέξεις και μετά σιγή.
Του έβαλε τις φωνές. Όρθιος κοντά του τον απείλησε λέγοντάς του:
--- Αδιάβαστους δε θέλουμε! Γρήγορα στο λόγγο, στους κότσυφες να κάνεις συντροφιά!
Και βρέθηκε έξω από το σχολείο ο Τάσος να μαζεύει βατόμουρα και να ψέλνει όρθρους τα πρωινά στον απλωτό ουρανό. Να ονειρεύεται λαγούς με πετραχήλια, ζωή πετρελαιά Σαουδάραβα, πλούσιου Κροίσου να ρίχνει στο νερό τα βότσαλα της ποταμιάς.
Ο γερο Μαρτσέλος που τον έβλεπε να χάνεται στους βράχους και να φουμάρει κούτες τα τσιγάρα, του είπε με πατρική στοργή σαν κάθισε στον καφενέ του να πιει το σκέτο:
--- Θα το μετανιώσεις που γυρνάς έξω από το σχολείο. Να ξαναπάς να σταθείς στον πίνακα γιατί εκείνος θα σε τυλώσει. Μακριά του θα σε τρώει η φτώχεια και η σφαλιάρα.
Τον άκουσε και την άλλη χρονιά βρέθηκε μπροστοθρανίτης. Τώρα τη ζημιά τού την έκανε ο θεολόγος κι όχι ο φιλόλογος. Του ζήτησε στο μάθημα των θρησκευτικών να απαγγείλει τα ιερά άμφια του επισκόπου κι εκείνος ξέχασε τον Αρχιερατικό Σάκο! Έξω φρενών ο υπηρέτης του Θεού του έριξε δυο σφαλιάρες και τον τιμώρησε να λέει για ένα μήνα κάθε πρωί το Πάτερ υμών πριν την έναρξη των μαθημάτων! Τα πήγαινε καλά ώσπου τη δεύτερη βδομάδα σε μια απαγγελία του, τα ‘χασε, κόμπιασε και σταμάτησε. Έγινε τέτοια καζούρα από τους συμμαθητές του, που ντροπιάστηκε, πετάχτηκε έξω από την πόρτα κι έγινε Λούης! Πάει το σχολείο πια το ξέχασε, δεν ξαναπάτησε και γυρνούσε στα χωράφια με τη σφεντόνα στην τσέπη να σκοτώνει σπίνους και κοτσύφια. Γνωρίστηκε και με το ποτό στέλνοντας στον αγύριστο τη μόρφωση. Ακόμη δήλωνε αριστερός, ξέχασε τον ελληνισμό και όπως λέγανε οι κακές γλώσσες είχε πάντα μαζί του το << Κομμουνιστικό μανιφέστο >> και το διάβαζε ανελλιπώς. Πολλοί πλέον τον απόφευγαν, άλλοι τον κατασκόπευαν και τον κατέδιδαν στην αστυνομία και οι σκληροί του καθεστώτος του έφτιαξαν φάκελο ως αμοραλιστή και επικίνδυνο για την πατρίδα. Ήσυχο δεν τον άφηναν, στο τμήμα τον καλούσαν με το παραμικρό, εκεί με τη βία και το ξύλο πράγματα τον ανάγκαζαν να πει που δεν τα πίστευε και δεν τα είχε κάνει. Κυνηγημένος το ‘ριξε για καλά πια στο ποτό, στέκι του είχε μόνιμα τον καφενέ, εκεί τύφλα στο μεθύσι έπαιζε χαρτιά, φλυαρούσε και σκότωνε το χρόνο του τεμπέλης και άφραγκος.
Και μια μέρα του Οκτώβρη που έβρεχε με το τουλούμι κι αυτός τα ‘πινε με τον πρόεδρο στον καφενέ, άκουσε αναπάντεχα τη συμβουλή: << Φύγε από ‘δω Τάσο να σωθείς! Πήγαινε στη Γερμανία, στη γη της επαγγελίας, δουλειά να βρεις και να χορτάσεις το φαϊ! Εδώ δεν έχεις μέλλον και οι στράτες σου είναι κλειστές! >>
Την άλλη μέρα γύρισε στο σπίτι απ’ το αστυνομικό τμήμα έχοντας φάει ξύλο με το τουλούμι! Κάθισε στην καρέκλα και σκέφτηκε τα λόγια του πρόεδρου και τα βρήκε σωστά. Πάραυτα άνοιξε και το ραδιόφωνο που έπαιζε: << … στη φάμπρικα της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες τους μοναχές! Κακούργα μετανάστευση, κακούργα ξενιτειά! … >> κι αμέσως πήρε την απόφαση να φύγει και δάκρυσε. << Καλύτερα εκεί ξενιτεμένος και χορτασμένος παρά εδώ νηστικός και δαρμένος >> ψιθύρισε και πήγε να ετοιμάσει τη βαλίτσα του.
===
Όρθιος οκτώ ώρες μπροστά στον τόρνο τρόχιζε το μέταλλο και το βίδωνε στο σασί του αυτοκινήτου. Του ‘τρωγε ο θόρυβος τ’ αυτιά, οι έλικες του μυαλού του εξανεμίζονταν, δυσκολευόταν ν’ ανασάνει, η υγρασία της φάμπρικας του σάπιζε μέρα παρά μέρα το πνευμόνι.
Τα βράδια τα περνούσε μόνος, με τη σκέψη του στην πατρίδα, κι ένα αγκάθι να του ματώνει την καρδιά. Ο ύπνος δεν τον έπαιρνε, ο Ορφέας άσπλαχνος τον τυραννούσε κρατώντας τον ξύπνιο να του παίζει νότες σατράπισσες. Άφηνε το κρεβάτι, κλείδωνε την πόρτα και έπιανε θέση στην μπυραρία. Έπινε, έπινε ώσπου γινόταν στουπί στο μεθύσι, έχανε την ηθική του και ευθυμώντας φαιδρά χανόταν μέσα στα πελώρια κιούπια της αμαρτίας και της κραιπάλης.
Στη δουλειά τον έβλεπε το μάτι του μπόση ανήμπορο και μια μέρα του τη φύλαξε. Τον ξάπλωσε κάτω μ ένα δόλιο χτύπημα στον κρόταφο και τον έκανε να βογκήσει. Το κακό πια τον έσφιξε, τα ρόδα στο δρόμο του μαραμένα, το μόνο καταφύγιό του η μπυραρία. Έπινε, γινόταν στουπί, κουρέλι και παίγνιο, χαμένο και ασήμαντο ανθρωπάκι. Τους στίχους τραγουδούσε του ποιητή κλαίγοντας και χτυπώντας το κεφάλι του στο τραπέζι: << Πιε! Η ψυχή σου ξέγνοιαστη τόσο πολύ να γίνει που αν έρθει η μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις, καημοί καινούργιοι αν έρθουνε να πεις να πιουν κι εκείνοι κι αν έρθει ο χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις >>. Ένα βράδυ κοίταξε τη γυναίκα του ιδιοκτήτη με μάτι πεινασμένο ερωτικά. Τον πήρε χαμπάρι ο ξανθός Γερμανός, τον έσπασε στο ξύλο, τον πέταξε έξω με τρία παϊδια του σπασμένα. Το πρωί το σκέφτηκε ψύχραιμα: << δεν τον χωρούσε άλλο αυτό το βόρειο κολαστήριο ψυχών και έπρεπε να του δίνει >>.
Γύρισε στο χωριό, στην πατρίδα. Τη βρήκε ντυμένη στα κουρέλια, τα εργοστάσια κλειστά, τις κοινωνικές παροχές ξεχαρβαλωμένες. Σύχναζε στον καφενέ της γειτονιάς, τον καφέ του έπινε βερεσέ, όσοι κομματάρχες του υποσχέθηκαν δουλειά τον απαρνήθηκαν πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις. Ο καφετζής ζορισμένος από τα σπονδύλια με το πέρα δώθε και το πάνω κάτω, του είπε: << Η ανεργία είναι μεγάλη μάστιξ Τάσο και μαντεύω πως θα βαστάξει καιρό. Όμως μην το βάζεις κάτω, φύγε για την Αθήνα, μπορεί κάτι να βρεθεί να κάνεις εκεί και να μασήσεις λίγη κόρα ψωμί! >>
Έφυγε. Έψαξε παντού, χτύπησε πόρτες έσκυψε, γονάτισε, φίλησε ποδιές κατουρημένες αλλά τίποτα. Έμενε άνεργος, ένας νομοταγής, χριστιανός ορθόδοξος Έλληνας, ένας σωστός ψηφοφόρος, ένας ορκισμένος πατριώτης και λάτρης της πατρίδας. Στραγγαλισμένος πια, τυλιγάδιαζε τη ζωή του με χίμαιρες και τον ύπνο του με όνειρα ταγμένα του θανάτου και της φθοράς. Άφραγκος, κοιμόταν σ’ ένα φίλο, έτρωγε ξερό ψωμί, μερτικό δεν είχε σε διασκεδάσεις και εκδρομές, γυρνούσε σαν το κυνηγημένο σκυλί από ‘δω και από ‘κει. Μέρα με τη μέρα έχανε σώμα και ψυχή, έλιωνε, γινόταν απολειφάδι, κουρέλι, το κώνειο μόνο του έλειπε να εξολοθρευτεί.
Ώρες - ώρες απελπισμένος γινόταν χειροβομβίδα απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί. Τα κόκαλά του έτριζαν, ένα σταχτί σύννεφο σκέπαζε τα μάτια του, στ’ αυτιά βούιζαν πρελούντια νεκρώσιμα και κρωξιές άγριων πουλιών. Του έρχονταν στη μνήμη όλα τα βάσανά του κι ένιωθε ανήμπορο ανθρωπάκι μ’ ένα τρίμμα ψυχή που δεν μπορούσε να τον στυλώσει.
Τρεις φορές τη βδομάδα έκανε ένα ντου να βρει δουλειά. Τα ίδια. Κροίσοι επιχειρηματίες τον έδιωχναν, μόρτηδες Μήδες με κότερα και λιμουζίνες τον έβριζαν, μεθυσμένοι επενδυτές τον κυνηγούσαν. Έναν αδίστακτο εισαγωγέα νωπών κρεάτων με στενό κολάρο που δούλεψε τρεις μέρες και του ρίχτηκε τον εγκατέλειψε, κάποιον ξενοδόχο που έμπαζε το ναρκωτικό στο σαλόνι του μαζεύοντας το ψιλό, τον μούντζωσε κι έφυγε. Με ταραγμένο νου πια, χωρίς μία και με ταραγμένη ψυχή, κατέβηκε είκοσι πέντε σκαλιά στην Ιπποκράτους Το τυπογραφείο μπροστά του το ‘γραφε καθαρά στην πόρτα: Ζητείται βιβλιοδέτης. Μπήκε και βγήκε με δουλειά οκταώρου, μ’ ένα τέταρτο διάλειμμα και πληρωμή κάθε βράδυ του Σαββάτου.
Το χρήμα λίγο αλλά φίνο πολύ. Γνώρισε και το αμόρε του τη Νότα, νοίκιασαν και ένα υπόγειο δωμάτιο στην Ξούθου και δώθε πάνε οι άλλοι. Όταν σχόλαγε, κατέβαινε την Ακαδημίας, άραζε στην Κάνιγγος και έμπαινε στη << Λειβαδιά >> για σουβλάκι. Έτρωγε δυο τρία, άδειαζε τα ποτηράκια του και καθόταν και άκουγε το κασετόφωνο που έπαιζε: << Τα μουντζουρωμένα χέρια και η φόρμα η παλιά… >> Έμπλεος μετά ευτυχίας και χαράς, κολλούσε το τσιγάρο στα χείλη το άναβε και αφήνοντας τον καπνό του να αναθρώσκει στον αέρα, άφηνε την καρέκλα.
Στην Αγίου Κωνσταντίνου πια, έμπαινε στην εκκλησία. Άναβε κερί στους δυο ισαποστόλους μητέρα και γιο, ασπαζόταν την εικόνα τους και προσευχόταν όπως ο Τελώνης: << Μεγάλε μου Κωνσταντίνε και Αγία Ελένη, βοηθάτε με να πιάσω ένα δεκατριάρι και μια καλή δουλειά, γιατί μ’ αυτή που βρήκα θα με πνίξει μια άτυχη ώρα μέσα στο μελάνι και θα με τυλίξει με το χαρτί σαν μπελέχαρο ποντικό >>.
Έκανε το σταυρό του, έβγαινε και κατηφορίζοντας έστριβε να μπει στην Ξούθου. Λίγο πριν από το σπίτι, σταματούσε στην πόρτα με το κόκκινο φως της Ρόζας και της τραγουδούσε: << Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί. Η αγκαλιά μου επύρωσε σαν το κερί και λιώνει για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί >>.
Δεν έμπαινε. Άλλη δεν είχε να χάνεται στους κόρφους της από την τρυφερή ανεμώνη του τη Νότα. Κι αυτή τον περίμενε σαν φρόνιμο κοριτσάκι. Στο κρεβάτι ύστερα της έτρωγε τη φλούδα του κορμιού της κι αυτή με χίλια δυο φιλιά στα χείλη του χάριζε καινούριο πέταγμα στα φτερά.