13.9.18

ΔΙΗΓΗΜΑ - Ο φιλόλογος

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

             Είπα να μάθω κι εγώ λίγα  γράμματα και να μιλάω όμορφα  σαν το θείο μου τον Ανδροκλή που έλεγε το σκύλο  << κύων  >> και το << μηδέν άγαν >> μηδέ άγανο!
             Κατέβασα βιβλία, μεταφράσεις. λυσάρια  και σημειώσεις από τα ράφια  κι άρχισα να μαθαίνω απέξω  κι ανακατωτά κάθε σελίδα. Όταν η σοφία θρονιάστηκε στο μυαλό μου κι ένιωσα επαρκής να φοιτήσω και πάλι στο πνευματικό εκπαιδευτήριο, προσευχήθηκα στο θεό των αιγοβοσκών να μη με αναζητά πια στις τάξεις του αλλά στο μαθητολόγιο του σχολείου. Με ύφος μεταμελημένου υιού παρουσιάστηκα στο γεννήτορά μου και του ανακοίνωσα με μάτι που έλαμπε από χαρά:
             --- Θα συνεχίσω το σχολείο! Δε μ’ αρέσει να τρέχω στο λόγγο σαν κάπρος!
             Η έκφραση των ωραίων λόγων μου τον συγκίνησε. Γέλασαν ακόμη και τα μουστάκια του.
             --- Πέταξε το στρατσόχαρτο μου  είχε πει κάποτε, βλέποντας να ζωγραφίζω όλη μέρα και να φτιάχνω μουντζούρες με μποζικόφυλλα και βατόμουρα  και κοίταξε ν’ ανοίγεις το βιβλίο!
             --- Μα ζωγραφίζω παναγίες, πολυελαίους  και αγγέλους! του ψέλλιζα και  έσφιγγα το χαρτί στο χέρι  μου να μη μου το σκίσει.
             Με ψυχοβόρο ορμή μου απαντούσε πειραγμένος:
             --- Τι παναγίες και πράσινα άλογα;
             --- Να, τη Μινώπη, τη Λευτέρω, τη  Ζαβιώ και την Υάκινθη της  θείας Μπουμπουλίνας! Είναι οι  γειτονοπούλες μας!
            Δεν άντεξε, έβαλε τις φωνές:
            --- Οι ζωγραφιές δε θα σε κάνουν άνθρωπο! Αγριάνθρωπο θα σε κάνουν! Τα γράμματα θα σε κάνουν! Γι’ αυτό σοβαρέψου, άλλαξε μυαλά, φύγε από το λάκκο με τις λάσπες και πιάσε το βιβλίο! Μ’ αυτό θα δεις χαίρι με ό,τι άλλο θα χαθείς!
        Τον άκουσα  κι έτσι εγώ ο χθεσινός άκουρος, ο βελανοφάγος με το μπαλωμένο παντελόνι το ραμμένο με παραμάνες και σπάρτο, ο πρωταθλητής στο κότσι, βρέθηκα πάλι όρθιος μπροστά από τον πίνακα με την κιμωλία στο χέρι να γράφω κείμενο του Θουκυδίδη και να λύνω λύκαινες ασκήσεις με τη μέθοδο των τριών.
        --- Μπράβο παιδί μου, κόβει το ξερό σου! μου έλεγε ο μαθηματικός και μ’ άσπριζε τα μάγουλα τινάζοντας τη σκόνη της κιμωλίας πάνω μου. Για να σε δοκιμάσω τώρα και σ’ ένα δύσκολο πρόβλημα: Σκεφτόταν λίγο και άρχιζε: Έχουμε ογδόντα οκάδες αλεύρι, το κοσκινίζουμε και μας δίνει δέκα οκάδες πίτουρα. Τα ξέρεις τα πίτουρα. ε; Αυτά που ταϊζει η μάνα σου τις κότες! Θέλω να μου βρεις, οι εκατό οκάδες αλεύρι πόσα πίτουρα θα μας δώσουν;
        Πέτρα έστυβα  κι έβγαζε νερό και θα μου ξέφευγε τούτο το αστείο προβληματάκι; Ζορίστηκα, το βρήκα, απάντησα:
        --- Δωδεκάμιση  οκάδες!
        --- Καλά! Καλά! Μη φωνάζεις γιατί θα ρίξεις  τα ντουβάρια! Έλα τώρα να σου  βάλω το βαθμό σου και συνέχισε  το διάβασμα να τις περάσεις όλες τις τάξεις.


                                                 = = =

        --- << Συ  δε, Τυνδάρεω θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμνήστρα, τι χρέος; τι νέον, τι δ’ επαισθομένην, τίνος αγγελίας πειθοί περίπεμπτα θυοσκείς; >> εκφωνούσε ο φιλόλογος τη Δευτέρα, κουνώντας τα χέρια του πάνω στην έδρα σαν ηνίοχος σε άρμα. Θέλω μετάφραση, συντακτικό, ανώμαλα ρήματα, βαθμούς επιθέτων και δοτικές απέξω κι ανακατωτά! Όποιος έρθει αύριο άγραφος και αδιάβαστος, βουή του μαύρη!  Και τώρα πάρτε χαρτί και μολύβι και γράφτε μου τους αρχικούς χρόνους του εσθίω! 
        Τους έγραψα όλους εκτός από τον Υπερσυντέλικο. Περίμενα να τον θυμηθώ κρατώντας το μολύβι σκυμμένος πάνω στο χαρτί. Με είδε ο φιλόλογος, εννόησε τη δυσκολία μου, κατέβηκε, ήρθε πάνω από το κεφάλι μου και βλέποντας την έλλειψη του Υπερσυντέλικου, μου είπε με εμπαιγμό, παίρνοντας την κόλλα μου:
           --- Εδηδόκειν κάνει φωστήρα μου, αλλά που να το ξέρεις! Είσαι και διετής! Δεν κάνεις για γράμματα!
          Την  άλλη μέρα θυμήθηκε το  επεισόδιο  και με ρώτησε για να με πειράξει:
           --- Μπορείς  να μας εξηγήσεις εσύ ο διετής, τι θέλει να πει ο Περικλής  στο ρητόν << φιλοκαλούμεν μετ’  ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ  μαλακίας; >> 
          --- Αυτό  το ρητό, θα πει κύριε καθηγητά, πως για να δούμε προκοπή, πρέπει να κόψουμε την  ικανοποίηση της γενετήσιας πράξης με το χέρι ή αλλιώς όπως το λέει ο λαός να μην το παίζουμε!
          Θηρίο  έγινε ο φιλόλογος. Μ’ άρπαξε  απ’ το σβέρκο, με πέταξε έξω  και μου φώναξε έξαλλος:
          --- Εσύ παίζεις με τη γλώσσα, μαλλιαρέ και την εμπαίζεις! Να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις στον ιερό ναό του πνεύματος! Στα τσουρούλια να πας από εδώ μέσα!
         Το είπα  στο γεννήτορα πως μ’ έδιωξαν από το σχολείο κι έγινε έξω φρενών.  
          --- Να φύγεις!  μου είπε με σπλάχνο βαρύ και άκαρδο. Τεμπέληδες εγώ δεν ταϊζω. Τράβα το δρόμο σου και όπου σε βγάλει.
         Κοντά στο σπίτι είχαν στρατοπεδεύσει γύφτοι, ζώντας σε τσαντίρι πλέκοντας καλάθια. Με προσέλαβαν να τους βοηθάω στο πλέξιμο και να φέρνω καλάμια και λυγαριές από το ποτάμι. Τις Κυριακές ζωγράφιζα με το γύφτο ήρωες με μουστάκες και τα απογεύματα που ερχόταν και η γύφτισσα το ρίχναμε στο τραγούδι. Περνούσα καλά ώσπου ο γύφτος, έμπλεξε, έκλεψε καλάμι και τον πήγαν μέσα. Το ‘μαθε ο γεννήτορας και άρον- άρον ήρθε να με πάρει.
          --- Πάμε! Το αφεντικό σου είναι κλέφτης!
          --- Κλέφτης;
          --- Έκλεψε  καλάμι!
          --- Και  ήταν τόσο τίμιος…
          --- Δεν  μπορείς να μείνεις άλλο μαζί  με τους κλέφτες.
          --- Ναι, αλλά τι θα κάνω;
          --- Θα  πας στο θείο Ανδροκλή στην  Αθήνα. Έχει βιβλιοπωλείο και  θέλει ένα χαμάλη να πουλάει  βιβλία με το καρότσι στους  δρόμους. Έχει ψωμί, λέει η δουλειά  και θα τα κονομάς… 
          Έτσι ένα πρωί βρέθηκα με το καρότσι φίσκα στο βιβλίο να το πουλάω στην οδό Αθηνάς. Αν και ήμουν νεοφώτιστος έμαθα απέξω τους τίτλους των βιβλίων, τους συγγραφείς, τους ποιητές, τους ιστορικούς και τους θεατρογράφους. Σιγά- σιγά αγάπησα το βιβλίο, περισσότερο το παιδικό, το ‘ριξα στο διάβασμα, κατάλαβα την αξία του και το πουλούσα με περισσότερο ζήλο.
          Στο μήνα πάνω είχα γίνει ξεφτέρι, ο τζίρος ανέβαινε, ο Άγιος Γραμμάτιος γελούσε ευχαριστημένος όταν ένα βιβλίο άφηνε το καρότσι και η τσέπη μου γέμιζε λεφτά. Αυτό μου έδωσε θάρρος και άπλωσα την επιχείρηση και στην Ομόνοια. Εκεί οι πωλήσεις αυξήθηκαν πολύ,  οι άνθρωποι με συμπάθησαν και ξεπουλούσα ένα καρότσι την ημέρα. Το χρήμα χοντρό, γέμιζε τις τσέπες του θείου αλλά και τις δικές μου. Ώσπου μια μέρα μπροστά από του Λουμίδη έπεσα με τα μούτρα στο φιλόλογό μου τον << Τυνδάρεως >>. Είχε σκύψει πάνω από τα λεξικά και τα ξεφύλλιζε. Τον πλησίασα, τον κοίταξα, με κοίταξε, έκανε ένα βήμα πίσω και τρέμοντας ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια με τον τρόμο να φαίνεται μέσα στα μάτια του σαν μαύρο σύννεφο. Τον συγκράτησα από το χέρι.
          --- Εσύ  εδώ; με ρώτησε.
          --- Μ’ έδιωξες από το σχολείο, πού να είμαι;
          --- Εγώ; Το κεφάλι σου!
          Μπροστά  μου δε διέκρινα τίποτα. Όλα  έγιναν άπειρο. Τον πλησίασα ένα  βήμα ακόμη. Ο δύστυχος έτρεμε σαν λαγός.
          --- Το  σχολείο μ’ άρεσε αλλά εσύ  μ’ έδιωξες! Δεν είσαι δάσκαλος  αλλά χαχόλος!
          Τον  άφησα. Το ‘βαλε στα πόδια και  ετοιμάστηκε να σκορπιστεί σαν καπνός στον άνεμο όταν του ‘ριξα το καρότσι στα κοντά. Βρόντηξε εκείνο, έφερε χαλασμό και τον έστειλε τρέχοντας στην Πατησίων.

                                           = = =

         Στο τμήμα  που πήγα ο μπάτσος διοικητής μου άσκησε ποινική δίωξη για << απόπειρα πρόκλησης σωματικής βλάβης >>. Στο δικαστήριο είπα πως δεν είχα καμία διάθεση να βλάψω τον πελάτη μου και πως το καρότσι κύλησε γιατί ένας απρόσκλητος λεβάντες το ‘σπρωξε. Με πίστεψαν και μ’ άφησαν ελεύθερο! Το φιλόλογο δεν τον είδα καθόλου. Τα μάτια μου κλειστά κρατούσαν οι πόνοι και οι χρόνοι!