Η είδηση προκάλεσε αίσθηση, αλλά δεν ήταν
μη αναμενόμενη: Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε τη Δευτέρα να κόψει
τους δεσμούς επικοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινούπολης εξαιτίας της απόφασής του να δώσει αυτοκεφαλία στην
Ουκρανική Εκκλησία. Πρόκειται για την κορύφωση ενός «πολέμου» ο οποίος
διαρκεί καιρό: Στο πλαίσιό του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επανέφερε
στην κανονικότητα σχισματικούς στην Ουκρανία, οι οποίες ήταν σε
αντιπαράθεση με την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου της
Μόσχας- η οποία πρόσκειται στο Κρεμλίνο.
Οι ιστορικές ρίζες της αντιπαράθεσης
Η «μάχη» για την ουκρανική εκκλησία πάει πίσω αιώνες: Το 988 ο Βλαδίμηρος Α′ ο Μέγας, μέγας πρίγκηπας του Κιέβου και επικεφαλής του κράτους των Ρως, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, στην περιοχή που είναι η σημερινή Ουκρανία. Η αυτοκρατορία των Ρως του Κιέβου θεωρείται η ιστορική κοιτίδα του σημερινού ρωσικού έθνους, ωστόσο τη «διεκδικεί» και η Ουκρανία, καθώς το Κίεβο είναι η πρωτεύουσά της. Επίσης, στα τέλη του 17ο αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε διοικητικά τη μητρόπολη Κιέβου στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτι που εκλήφθη από το Πατριαρχείο Μόσχας ως «προσάρτησή» της- παρόλα αυτά το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ακόμα το δικαίωμα να ανακτήσει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης και να της δώσει την ανεξαρτησία της, κάτι το οποίο δεν αποδέχεται η Μόσχα, θεωρώντας το καταπάτηση της κυριαρχίας της: Στα μάτια της Μόσχας, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος («πρώτος μεταξύ ίσων»), δεν έχει τη δικαιοδοσία να παραχωρήσει αυτοκεφαλία στην ουκρανική εκκλησία, καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη δική της συγκατάθεση.
Αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία υπάρχουν τρεις εκκλησίες: Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Μόσχας, το Πατριαρχείο του Κιέβου (στην κεφαλή του οποίου βρίσκεται ο μητροπολίτης Φιλάρετος, που έχει πρωτοστατήσει στην κίνηση για αυτοκεφαλία, ερχόμενος σε ρήξη με τη Μόσχα και θεωρείται ισχυρός υποψήφιος για να ηγηθεί της αυτοκέφαλης εκκλησίας στην Ουκρανία) και η Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που θεωρούνται από το Πατριαρχείο της Μόσχας σχισματικές. Γενικότερα μιλώντας, η εκκλησιαστική αντιπαράθεση διαρκεί χρόνια: Η Ουκρανία άρχισε να επιδιώκει την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1921, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο το θέμα αναζωπυρώθηκε τη δεκαετία του 1990, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάσταση κλιμακώθηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014- με το Κρεμλίνο να χρησιμοποιεί την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω του Πατριαρχείο της Μόσχας, ως μέσον άσκησης επιρροής. Το αποτέλεσμα ήταν ένας διαρκής «αγώνας» από την Ουκρανία για ανεξαρτητοποίηση της εκκλησίας από τη Μόσχα, με τον Ουκρανό πρόεδρο Πέτρο Ποροσέκο μάλιστα να κάνει λόγο για θέμα εθνικής ασφαλείας και άμυνας σε «υβριδικό πόλεμο», καθώς «το Κρεμλίνο θεωρεί τη ρωσική εκκλησία ως ένα από τα βασικά όργανα επιρροής στην Ουκρανία».
Το «παιχνίδι» του Κρεμλίνου
Ένας από τους βασικούς πυλώνες του «παιχνιδιού» του Κρεμλίνου και του προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν είναι ο ρόλος του «προστάτη της ορθόδοξης πίστης»- και σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο ανταγωνίζεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης για την οικουμενικότητα, καθώς είναι αυτό το οποίο έχει το μεγαλύτερο ποίμνιο στον ορθόδοξο κόσμο (με 100 εκατ. πιστούς στη Ρωσία και περίπου 90 εκατ. παγκοσμίως από τα συνολικά 300 εκατομμύρια ορθόδοξους), ενώ η Μόσχα διεκδικεί τον τίτλο της «Τρίτης Ρώμης» και διαδόχου της βυζαντινής κληρονομιάς από την πτώση της Κωνσταντινούπολης («Νέας Ρώμης») στους Οθωμανούς και μετά. Ως εκ τούτου, η ρήξη μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί πλήγμα για τη στρατηγική του Κρεμλίνου σε αυτό το «μέτωπο», φέρνοντας περαιτέρω απομόνωση της Ρωσίας και σε αυτόν τον κλάδο- και ειδικά για ένα θέμα το οποίο είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τη Μόσχα, όπως η Ουκρανία. Υπενθυμίζεται πως, στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ρόλου αυτού της Ρωσίας, ο Βλάντιμιρ Πούτιν έχει επισκεφθεί το Άγιο Όρος (το οποίο όμως εξακολουθεί να υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και μπορεί να «χαθεί» για τη Μόσχα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις). Η γενικότερη αυτή ρωσική στρατηγική έχει γίνει αντιληπτή στη Δύση: Υπενθυμίζεται πως ο Αμερικανός πρέσβης, Τζέφρι Πάιατ, έχει πραγματοποιήσει επίσκεψη στο Άγιο Όρος, ενώ η αμερικανική διπλωματία έχει δραστηριοποιηθεί επίσης στο θέμα της ουκρανικής εκκλησίας, με συναντήσεις με σημαντικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες στη χώρα. Επίσης, από ρωσικής πλευράς μεγάλες είναι οι πιέσεις προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι συνέπειες
Δεδομένης της προαναφερθείσας ρωσικής στρατηγικής, η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντικό πλήγμα για το Κρεμλίνο και την επιδίωξη περί πρωτοκαθεδρίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Γεωπολιτικά, η αυτοκεφαλία της ουκρανικής εκκλησίας θα έχει γεωπολιτικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας πιθανώς Ρωσία, Ουκρανία, Τουρκία και Βαλκάνια. Είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης στην Ουκρανία (η οποία είναι γνωστό άλλωστε πως αποτελεί μια «παγωμένη σύγκρουση» για το Κρεμλίνο- ένα εργαλείο για άσκηση πίεσης από πλευράς του), κλιμακώνοντας τις εντάσεις με τη Μόσχα, ενώ χωρίς τον έλεγχο της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας αποδυναμώνεται, όπως και το όραμά του για «κέντρο» της Ορθοδοξίας, καθώς η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως να προκαλέσει «ντόμινο» και σε άλλες εκκλησίες.
Επίσης, δεν αποκλείονται οι επιπτώσεις στα Βαλκάνια, όπου οι εκκλησίες θα δέχονται πίεση για να ταχθούν στα «στρατόπεδα» της Κωνσταντινούπολης ή της Μόσχας- και δεδομένων των δυτικών φόβων περί αύξησης της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αποσταθεροποιητική επίδραση στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί πως σημαντικός είναι ο ρόλος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αποτελεί σύμμαχο της Μόσχας (έχει ταχθεί κατά της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο ευρύτερο πλαίσιο των στενών δεσμών Σερβίας- Ρωσίας), και για την οποία σημαντικό ζήτημα είναι η αποθάρρυνση των εκκλησιών των Σκοπίων και του Μαυροβουνίου, με τις οποίες είναι σε αντιπαράθεση, από περαιτέρω πρωτοβουλίες.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα βρίσκεται «παραδοσιακά» στην πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ωστόσο το φιλορωσικό και το φιλοσερβικό συναίσθημα είναι έντονα στη χώρα- ενώ παράλληλα δεν είναι σίγουρο κατά πόσο θα ήταν επιθυμητή και πώς θα επηρέαζε τα πράγματα μια ενίσχυση της θέσης της εκκλησίας των Σκοπίων, δεδομένων των εξελίξεων στο «μέτωπο» της συμφωνίας των Πρεσπών στο ονοματολογικό. Η βουλγαρική εκκλησία φαίνεται διχασμένη, με κάποιους επισκόπους να τάσσονται υπέρ της ρωσικής και της σερβικής πλευράς, και κάποιους άλλους να ζητούν Οικουμενική Σύνοδο- ενώ, όσον αφορά στην Εκκλησία της Ρουμανίας, αφ‘ενός έχει λιγότερους δεσμούς με τη Μόσχα από ό,τι η Σερβία και η Βουλγαρία, αφ’ετέρου υπάρχει αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Μόσχας για την εκκλησία της Μολδαβίας- οπότε ενδέχεται να διστάσει να πάρει θέση.
Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ένας από τους σημαντικούς «παίκτες» στη σκακιέρα είναι η Τουρκία, και αναμένεται να φανεί ποια θα είναι η στάση του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, δεδομένης προσέγγισης Τουρκίας- Ρωσίας, αλλά και της διαφαινόμενης αποκλιμάκωσης των σχέσεων ΗΠΑ- Τουρκίας μετά την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον.
huffpost
Οι ιστορικές ρίζες της αντιπαράθεσης
Η «μάχη» για την ουκρανική εκκλησία πάει πίσω αιώνες: Το 988 ο Βλαδίμηρος Α′ ο Μέγας, μέγας πρίγκηπας του Κιέβου και επικεφαλής του κράτους των Ρως, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, στην περιοχή που είναι η σημερινή Ουκρανία. Η αυτοκρατορία των Ρως του Κιέβου θεωρείται η ιστορική κοιτίδα του σημερινού ρωσικού έθνους, ωστόσο τη «διεκδικεί» και η Ουκρανία, καθώς το Κίεβο είναι η πρωτεύουσά της. Επίσης, στα τέλη του 17ο αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε διοικητικά τη μητρόπολη Κιέβου στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτι που εκλήφθη από το Πατριαρχείο Μόσχας ως «προσάρτησή» της- παρόλα αυτά το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ακόμα το δικαίωμα να ανακτήσει τη δικαιοδοσία της μητρόπολης και να της δώσει την ανεξαρτησία της, κάτι το οποίο δεν αποδέχεται η Μόσχα, θεωρώντας το καταπάτηση της κυριαρχίας της: Στα μάτια της Μόσχας, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος («πρώτος μεταξύ ίσων»), δεν έχει τη δικαιοδοσία να παραχωρήσει αυτοκεφαλία στην ουκρανική εκκλησία, καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη δική της συγκατάθεση.
Αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία υπάρχουν τρεις εκκλησίες: Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Μόσχας, το Πατριαρχείο του Κιέβου (στην κεφαλή του οποίου βρίσκεται ο μητροπολίτης Φιλάρετος, που έχει πρωτοστατήσει στην κίνηση για αυτοκεφαλία, ερχόμενος σε ρήξη με τη Μόσχα και θεωρείται ισχυρός υποψήφιος για να ηγηθεί της αυτοκέφαλης εκκλησίας στην Ουκρανία) και η Αυτοκέφαλη Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που θεωρούνται από το Πατριαρχείο της Μόσχας σχισματικές. Γενικότερα μιλώντας, η εκκλησιαστική αντιπαράθεση διαρκεί χρόνια: Η Ουκρανία άρχισε να επιδιώκει την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1921, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο το θέμα αναζωπυρώθηκε τη δεκαετία του 1990, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάσταση κλιμακώθηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014- με το Κρεμλίνο να χρησιμοποιεί την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω του Πατριαρχείο της Μόσχας, ως μέσον άσκησης επιρροής. Το αποτέλεσμα ήταν ένας διαρκής «αγώνας» από την Ουκρανία για ανεξαρτητοποίηση της εκκλησίας από τη Μόσχα, με τον Ουκρανό πρόεδρο Πέτρο Ποροσέκο μάλιστα να κάνει λόγο για θέμα εθνικής ασφαλείας και άμυνας σε «υβριδικό πόλεμο», καθώς «το Κρεμλίνο θεωρεί τη ρωσική εκκλησία ως ένα από τα βασικά όργανα επιρροής στην Ουκρανία».
Το «παιχνίδι» του Κρεμλίνου
Ένας από τους βασικούς πυλώνες του «παιχνιδιού» του Κρεμλίνου και του προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν είναι ο ρόλος του «προστάτη της ορθόδοξης πίστης»- και σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο ανταγωνίζεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης για την οικουμενικότητα, καθώς είναι αυτό το οποίο έχει το μεγαλύτερο ποίμνιο στον ορθόδοξο κόσμο (με 100 εκατ. πιστούς στη Ρωσία και περίπου 90 εκατ. παγκοσμίως από τα συνολικά 300 εκατομμύρια ορθόδοξους), ενώ η Μόσχα διεκδικεί τον τίτλο της «Τρίτης Ρώμης» και διαδόχου της βυζαντινής κληρονομιάς από την πτώση της Κωνσταντινούπολης («Νέας Ρώμης») στους Οθωμανούς και μετά. Ως εκ τούτου, η ρήξη μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί πλήγμα για τη στρατηγική του Κρεμλίνου σε αυτό το «μέτωπο», φέρνοντας περαιτέρω απομόνωση της Ρωσίας και σε αυτόν τον κλάδο- και ειδικά για ένα θέμα το οποίο είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τη Μόσχα, όπως η Ουκρανία. Υπενθυμίζεται πως, στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ρόλου αυτού της Ρωσίας, ο Βλάντιμιρ Πούτιν έχει επισκεφθεί το Άγιο Όρος (το οποίο όμως εξακολουθεί να υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και μπορεί να «χαθεί» για τη Μόσχα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις). Η γενικότερη αυτή ρωσική στρατηγική έχει γίνει αντιληπτή στη Δύση: Υπενθυμίζεται πως ο Αμερικανός πρέσβης, Τζέφρι Πάιατ, έχει πραγματοποιήσει επίσκεψη στο Άγιο Όρος, ενώ η αμερικανική διπλωματία έχει δραστηριοποιηθεί επίσης στο θέμα της ουκρανικής εκκλησίας, με συναντήσεις με σημαντικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες στη χώρα. Επίσης, από ρωσικής πλευράς μεγάλες είναι οι πιέσεις προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι συνέπειες
Δεδομένης της προαναφερθείσας ρωσικής στρατηγικής, η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντικό πλήγμα για το Κρεμλίνο και την επιδίωξη περί πρωτοκαθεδρίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Γεωπολιτικά, η αυτοκεφαλία της ουκρανικής εκκλησίας θα έχει γεωπολιτικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας πιθανώς Ρωσία, Ουκρανία, Τουρκία και Βαλκάνια. Είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης στην Ουκρανία (η οποία είναι γνωστό άλλωστε πως αποτελεί μια «παγωμένη σύγκρουση» για το Κρεμλίνο- ένα εργαλείο για άσκηση πίεσης από πλευράς του), κλιμακώνοντας τις εντάσεις με τη Μόσχα, ενώ χωρίς τον έλεγχο της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας αποδυναμώνεται, όπως και το όραμά του για «κέντρο» της Ορθοδοξίας, καθώς η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως να προκαλέσει «ντόμινο» και σε άλλες εκκλησίες.
Επίσης, δεν αποκλείονται οι επιπτώσεις στα Βαλκάνια, όπου οι εκκλησίες θα δέχονται πίεση για να ταχθούν στα «στρατόπεδα» της Κωνσταντινούπολης ή της Μόσχας- και δεδομένων των δυτικών φόβων περί αύξησης της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αποσταθεροποιητική επίδραση στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί πως σημαντικός είναι ο ρόλος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αποτελεί σύμμαχο της Μόσχας (έχει ταχθεί κατά της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο ευρύτερο πλαίσιο των στενών δεσμών Σερβίας- Ρωσίας), και για την οποία σημαντικό ζήτημα είναι η αποθάρρυνση των εκκλησιών των Σκοπίων και του Μαυροβουνίου, με τις οποίες είναι σε αντιπαράθεση, από περαιτέρω πρωτοβουλίες.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα βρίσκεται «παραδοσιακά» στην πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ωστόσο το φιλορωσικό και το φιλοσερβικό συναίσθημα είναι έντονα στη χώρα- ενώ παράλληλα δεν είναι σίγουρο κατά πόσο θα ήταν επιθυμητή και πώς θα επηρέαζε τα πράγματα μια ενίσχυση της θέσης της εκκλησίας των Σκοπίων, δεδομένων των εξελίξεων στο «μέτωπο» της συμφωνίας των Πρεσπών στο ονοματολογικό. Η βουλγαρική εκκλησία φαίνεται διχασμένη, με κάποιους επισκόπους να τάσσονται υπέρ της ρωσικής και της σερβικής πλευράς, και κάποιους άλλους να ζητούν Οικουμενική Σύνοδο- ενώ, όσον αφορά στην Εκκλησία της Ρουμανίας, αφ‘ενός έχει λιγότερους δεσμούς με τη Μόσχα από ό,τι η Σερβία και η Βουλγαρία, αφ’ετέρου υπάρχει αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Μόσχας για την εκκλησία της Μολδαβίας- οπότε ενδέχεται να διστάσει να πάρει θέση.
Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ένας από τους σημαντικούς «παίκτες» στη σκακιέρα είναι η Τουρκία, και αναμένεται να φανεί ποια θα είναι η στάση του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, δεδομένης προσέγγισης Τουρκίας- Ρωσίας, αλλά και της διαφαινόμενης αποκλιμάκωσης των σχέσεων ΗΠΑ- Τουρκίας μετά την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον.
huffpost