2.11.18

ΔΙΗΓΗΜΑ - Ο Έρως

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

           ---  Ένας τέτοιος ανήρ σαν και σένα με περίσσεια ομορφιά δεν μπορεί παρά να πάρει εγγράμματη, όμορφη και νεοσσό γυναίκα! είχε πει μια μέρα η καφετζού της γειτονιάς, του Παναγή
          Αυτός  σκέφτηκε τη Βενέντσια. Την αγαπούσε τρελά, δάκρυ καυτό έχυνε στο μαξιλάρι του τη νύχτα, η σκέψη του συνεχώς κοντά της, στο όνειρό του την έβλεπε ίδια θεά Αφροδίτη.
          Γνωριστήκανε  στην Τρίτη Γυμνασίου. Κι από  την πρώτη στιγμή, έσμιξαν τα  βλέμματά τους, πέταξαν φλόγες οι καρδιές τους, ο ύπνος τους τσουρουφλιστός κάθε βράδυ. Γεννήθηκε έρωτας δυνατός, πείσμων κι εκδικητής, οπλισμένος πάθη, ζήλιες και εκδικήσεις.
         --- Έλα έξω  από το φροντιστήριο να σε  δω! του ‘χε πει την πρώτη φορά η Βενέντσια έτοιμη να λιγοθυμήσει.
         Σας έφτασε  έξω από το φροντιστήριο ο  Παναγής, ακούμπησε το κεφάλι  του κοντά στο παράθυρο και έστησε αυτί. Να δει δεν μπορούσε γιατί τα τζάμια είχαν βαφτεί με άσπρη μπογιά να κρύβουν τα έσω. << Έστω μι η θέση του ποδιού σ’ ένα πετάλι ποδηλάτου, κέντρου όμικρον με όμικρον μι, ίσον δέκα εκατοστά >> απάγγειλε ο μαθηματικός. << Αν το ύψος του όμικρον από το έδαφος είναι δεκαπέντε εκατοστά και το πετάλι συμπληρώνει μια πλήρη περιστροφή σε τρία δευτερόλεπτα, να βρεθεί το ύψος της θέσης του ποδιού από το έδαφος, δυο, τρία, είκοσι και εικοσιπέντε  δευτερόλεπτα μετά τη διέλευσή του από το άλφα >>.
         Βγήκε με την άσκηση γραμμένη στο τετράδιο και ένα χτυποκάρδι τρελό. Από τότε γίνηκαν σάρκα μία, με τον κόρφο της Βενέντσιας να μοσχοβολάει γιασεμί, τα στήθη της να ξεχύνονται από το μπολκάκι της σαν αφράτα λεμόνια, τα μάγουλά της βαμμένα στο ροζ και στο χρώμα της φωτιάς.
         --- Καίγομαι! της έλεγε ο Παναγής όταν την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Καίγομαι! Λίγο νερό να σβηστώ!
         --- Δεν έχω! του ψιθύριζε η Βενέντσια και τον φιλούσε με περισσότερο πάθος.
         --- Τι έχεις; τη ρωτούσε και της χάιδευε τα μαλλιά.
         --- Μόνο  φωτιά! του αποκρινόταν και κρεμόταν  όλο νάζι από το λαιμό του.
        Όταν τους  άφηνε το πάθος και ηρεμούσαν, τον ρωτούσε μ’ ένα γέλιο στα χρυσαφένια χείλη της:
         --- Θα με στεφανωθείς, Παναγή;
         Φωτιές πετούσαν τα μάτια του και της απαντούσε:
         --- Κάτσε  να πετάξω μουστάκια! Τι αμούστακος  θα σε πάρω!
         --- Και πότε θα πετάξεις;
         --- Αύριο. μεθαύριο! Παρακαλώ τους αγίους να μου  τα μακρύνουν!
         --- Και μετά;
         --- Θα πάμε στο ξωκλήσι του Αι – Μάμα να πάρουμε την ευχή του!
         --- Με  τι  παπά;
         --- Με τον  πάτερ – Γερβάσιο!
         --- Δε φτάνει. Θέλουμε και κουμπάρο!
         --- Θα βάλουμε  τον Πρόδρομο!
         --- Το βαφτιστή;
         --- Ναι, αυτόν…
         Γελούσαν κι αυτός την έπαιρνε από το χέρι. Πήγαιναν ύστερα στη γκρεμισμένη εκκλησιά του Αι – Μάμα, έφτιαχναν δυο στέφανα από σκίνα, έπαιρναν θέση νεόνυμφων και παντρεύονταν. Την άφηνε για λίγο μόνη ο Παναγής, μάζευε μια χούφτα κυπαρισσόμηλα, τα έριχνε στα κεφάλια τους και χορεύοντας  τον << Ησαϊα >> επισφράγιζαν το μυστήριο του γάμου και ενώνονταν σε σάρκα μία!  Ασπαζόμενοι ύστερα αλλήλους, εύχονταν σε βυζαντινό ρυθμό: να ζήσουμε και βίο ανθόσπαρτο!

                                                  ---


         Περνούσαν καλά ώσπου μια μέρα ο Παναγής βρέθηκε να της χαϊδεύει το ζουμερό κόρφο της κρυμμένοι στις καλαμιές του ποταμού. Την πήρε το μάτι του γεννήτορά της που ξεπόρτισε, άρπαξε το δίκαννο και την ακολούθησε από πίσω. Αγκαλιασμένοι μέσα στα νερά ήταν όταν πάτησε τη σκανδάλη. Αστόχησε, τα παιδιά κρύφτηκαν στους θάμνους κι αυτός γύρισε στο χωριό σαν ήρωας του πολέμου. Τον είδε ασθμαίνοντα η συμβία του, υποψιάστηκε κακό, τον ρώτησε τρέμοντας σύγκορμη:
         --- Τι έκανες;
         --- Τα σκότωσα!
         --- Τα παιδιά  σου; Σκότωσες τα παιδιά σου;
         --- Ναι! Αφού  μας ατίμασαν;
        Κίτρινη η  γυναίκα έβαλε τις φωνές και  τραβούσε άπελπις τα μαλλιά  της. Μόλις βρήκε λίγο την ψυχραιμία  της, τον ξαναρώτησε:
       --- Αλήθεια λες, τα πυροβόλησες;
        --- Ναι, αλλά  δεν ξέρω αν τα πέτυχα!
        Πήρε τους  δρόμους η μάνα, ζητώντας βοήθεια. Οι φωνές της σαν το χαλάζι έπεφταν στ’ αυτιά των ανθρώπων. Πολύ την τρόμαζε η αυθαιρεσία του άντρα της.
        --- Μην κάνεις έτσι και οδύρεσαι! Ακούστηκε η φωνή του νεροφύλακα, που τη συνάντησε. Έρχομαι από τον τόπο του πυροβολισμού, και, έχω καλά νέα. Τα παιδιά ζουν, το σκάγι δε βρήκε το στόχο και οι ερωτευμένοι την έχουν ξαπλάρει στα βότσαλα της ποταμιάς!
Αστράφτουν οι γυμνοί ώμοι τους και σαν τ’ αγριμάκια παίζουν και σκύβουν να πιουν νερό.
         Οι δυο ερωτευμένοι εμφανίστηκαν, πιασμένοι χέρι- χέρι. Ο κόσμος πολύς, οι φωνές και οι ευχές έφταναν ως το τύμπανο του ουρανού:
         --- Να ζήσετε! Να ζήσετε! Και με απογόνους!
         Ο πάτερ  Γερβάσιος κοίταζε από το παράθυρο. Φόρεσε το καλιμμαύχι του, κατέβηκε και στάθηκε μπροστά από το πλήθος. Η φωνή του σαν πάσσαλος καρφώθηκε στ’ αυτιά τους:
         --- Δεν ντρέπεστε! Δε φοβάστε το Θεό; Τι είναι  αυτά που κάνετε;
         Ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, έκανε το σταυρό του και χρειάστηκε χρόνο πολύ να βρει τις λέξεις που ήθελε να τους πει. Κι όταν τις ανακάλυψε αιφνίδια, άρχισε:
         --- Η επικοινωνία  μου με τον Ύψιστο, έβγαλε το  πόρισμα. Οι δυο σατανάδες να  επιστρέψουν στο δρόμο του Θεού κι εσείς να διαλυθείτε ειρηνικά και να πάτε οίκαδε. Αν παρακούστε την εντολή του θα ρίξει φωτιά και θα σας κάψει!
         Έτσι κι έγινε. Μόνοι τους πια οι δυο ερωτευμένοι μπορούσαν να τραγουδήσουν χωρίς φάλτσα. Κι αυτό το έκανε πρώτη η Βενέντσια όταν ψιθύρισε στ΄ αυτί του Παναγή:
          --- Πάμε στον κήπο μου, καλέ μου!
          Την  έπιασε τρυφερά αυτός απ’ το  χέρι και της αποκρίθηκε με  χαρούμενο λόγο και ποιητικό:
          --- Πάμε! Έχει μαργαρίτες εκεί πολλές! Πάμε να μαζέψουμε ένα μπουκέτο για μένα κι ένα για σένα!
          Την  πρώτη μαργαρίτα την έκοψε  η Βενέντσια. Και όταν τον πλησίασε  να του τη δώσει, κόλλησε τα  χείλη της στο ριζαύτι του  και του κάνει μια χρατς  και τον δάγκωσε! Πόνεσε ο Παναγής, της ξεγλίστρησε και της φώναξε με μάτια λάμποντα σαν χρυσαφένιες χαντρίτσες:
        --- Μ’ έφαγες! Μ’ έφαγες παλιοτρελή! Δε σ’  αντέχω άλλο!
        Με το λιόμαυρο  μάτι της αυτή, του ‘ριξε τη  φωτιά της και όλο νάζι του  ‘πε:
        --- Παντρέψου  με να πάψω να σε τρώω! και ανοίγοντας το στενό μπολκάκι της, του ‘δειξε τα στήθη της που κάρφωναν τη σιωπή σαν δυο μαχαίρια.
        Έβαλαν τα  γέλια, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά  του άλλου και για ώρα πολλή  έψαχναν το μυστικό της αγάπης  τους στην ανυπόταχτη τροχιά  του ήλιου.

                                           ---

         Χρόνια  μετά ο κόσμος στριμώχτηκε, αυτοί  σκόρπισαν σε ανήλιαγες χώρες, δέθηκαν με τα κομμάτια της  απόμακρης γης και ξεχάστηκαν. Σήμερα ούτε το απλούστερο  τοπίο δεν τους ενώνει. Όμως  η μουσική που έρχεται από  το ποτάμι που τρώει το χρόνο του, απλώνει τις νότες της στην ψυχή τους και τους θυμίζει τη γλυκιά τους κουβέντα που είχαν στα καθαρά νερά του.
                     ellinikoxronografihma.blogspot.gr