12.11.18

Χρονογράφημα - Γέλιο

  Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

         Σας έχω υποψιασμένους  για τον μπάρμπα  Γιάννη κι από άλλα χρονογραφήματα. Είμαι σίγουρος πως λέτε << χαλάλι του, αξίζει να ασχολούμαι μαζί του>>.  Μπεσαλής, με το χαμόγελο στα χείλη, μυθοπλάστης δεινός, ένας σύγχρονος Αριστοφάνης του λόγου και κορυφαίος κρασοπότης.
        Τους μάζευε στον καφενέ, παράγγελνε  το καρτούτσο, έπινε δυο ποτήρια να ζεσταθεί και αρχινούσε τις επί του όρους ομιλίες του. Τότε στη δεκαετία του εξήντα στο χωριό  κανένα σπίτι δεν είχε τουαλέτα. Η αφόδευση γινόταν πίσω από τοίχους,  μέσα στα σχίνα, σε πρόχειρες τουαλέτες με σακιά, σε εμβληματικούς χώρους κρυμμένους από δω κι από  κει.    Μια μέρα βλέποντας καθήμενος στον καφενέ ένα χέστη να έρχεται μέσα από τα πουρνάρια όπου είχε πάει να αδειάσει το αρωματικό του χαμούρι, τον έβαλε στη μέση κι άρχισε τη ρυπαρογραφική του αγωγή με μπρίο  εν μέσω γέλιου, ενστάσεων και ενθουσιωδών χειροκροτημάτων:
       << Επίδοξε χέστη, δεν είσαι στο Ιράν του Αγιατολάχ Χομεϊνί να τα κάνεις όπου να  ‘ναι.  Σκουπίστηκες; Μας ήρθες με τις ακαθαρσίες και ζεύεις ολόκληρος. Μπορεί να είσαι καλός χεζάς αλλά σκράπας από θέματα υγιεινής και περιποίησης του ποπού μετά την εκκένωση. Άκου μένα που τα ξέρω γιατί έχω πάει παραπέρα. Να σκουπίζεσαι  με χαλίκια, με αιχμηρά κοτρόνια, με μουρόφυλλα και ελλείψει αυτών με φύλλα ασφάκας που είναι πυκνά και πλατιά. Το κωλόχαρτο μπορεί να μην έχει φτάσει εδώ αλλά σκουπίσου με χαρτιά από εφημερίδες ή από το << Ρομάντζο >>.
       Ένα καλοκαίρι κοντολογούσε μεσημέρι. Καθόταν στον καφενέ και τα ‘πινε. Ο ήλιος βάραγε ασημένιες σπαθιές, έκαιγε, η δροσερή  αύρα ελάχιστα δρόσιζε με τις  υγρές γλώσσες της. Μες στο λιοπύρι ήρθε και ο σεισμός να τους πιάσει όλους σύγκρυο. Άφησαν τα σπίτια οι χωριάτες και μαζεύτηκαν στον καφενέ. Μικρός ο σεισμός ήρθε, είδε και απήλθε.  Αψύ το κρασί, μέθυσαν, κι ένα πειραχτήρι είπε του μπάρμπα Γιάννη: << Πες αύριο στην επιτροπή να σου φτιάξει το σπίτι, οι γερμένοι τοίχοι έγιναν έτσι από το σεισμό! >>
      Κόκκινο πυροτέχνημα έγινε η  ψυχή του.  Την άλλη μέρα δινόταν ολόκληρος να πείσει την επιτροπή πως το σπίτι το είχε γείρει ο σεισμός και από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε και θα τον πλάκωνε συν γυναιξί και τέκνοις. Πού να το χάψουν οι ατσίδες της δημόσια διοίκησης! << Το κράτος δε μοιράζει λεφτά στα κουτουρού, φτιάξε το μόνος σου >> του είπαν και έκοψαν δρόμο. << Τι θέλετε να το ρίξω μόνος μου για να το πιστέψετε! >> τους φώναξε και έβαλε πλάτη στο αγκωνάρι του τοίχου και έσπρωχνε. Ο τοίχος δεν έπεφτε, αυτός γελούσε και οι συναθροισμένοι με τους ανθρώπους της επιτροπής έσκασαν τέτοια γέλια που έδειξαν να τη χάρηκαν τούτη την όμορφη νότα εναλλαγής της ζωής.