27.1.19

ΧΡΟΝΟΓΡΆΦΗΜΑ - Ο δρόμος

  Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
 
Ο δρόμος στη γειτονιά μου έχει τις δεντροστοιχίες του γκρίζες και γερασμένες. Τα φύλλα τους είναι κίτρινα κι αραιά και οι κορμοί τους σάπιοι και ξεφλουδισμένοι. Ο αέρας φθισικός και μολυσματικός χλωμαίνει τις οδύνες στους διαβάτες που  τυλιγμένοι στα χάρτινα όνειρά τους κυνηγούν λίγα παρθένα ευρώ στον Κένταυρο αφέντη.
              Δεν περνάνε σάρκες γνώριμες από δω, με λαμέ γραβάτες, ελβετικά ρολόγια και δερμάτινα μποτίνια. Οι πατησιές είναι σχήματα από βράχους και οι φωνές τραχιές σαν ουρλιαχτά λύκου. Θυμίζουν τούτοι οι περαστικοί ξεχειλωμένες ιστορίες και παλιές φθορές από σφαίρες τρυπημένες. Τα πρόσωπά τους γεμάτα αυλακιές και οι ψυχές τους τριμμένες σαν σκόνη αστρική. Τα μάτια τους θολά σαν ρόδα μαραμένα. Τα χέρια τους ανοιχτά σαν αξίνες ατσαλωμένες. Μαλλιά αχτένιστα, τα ρούχα τους φτηνά ραμμένα με της ανάγκης τις κλωστές. Μπαλώματα πολλά, παντού, στα γόνατα, στους πισινούς, στα μέρη τα απόκρυφα κι εκεί που οι χούφτες της ερημιάς  πίνουν το πηγμένο αίμα τους.
             Η μοίρα τους γραμμένη στο άδειο τηγάνι και η θάλασσά τους τσουνάμι που τους πνίγει στο βούρκο του. Το πρωινό τους από γλυφό νερό και το μενού τους από γλειμμένο κόκαλο. Ο λήσταρχος έφορας Νταβέλης τους κυνηγά και οι εωσφόροι τραπεζίτες τους κάνουν χαρακίρι με νύχια που τους μπήγουν οι πόρνες κατασχέσεις. Στη μικρή εκκλησιά τους ο περίφροντις  χριστός πάντα αναστενάζει.
             Ο δρόμος αυτός έχει σκυλίσια όψη. Οι μετανάστες ρίχνουν στους ώμους τους σακούλες χάρτινες να ζεσταθούν. Κι όταν πιάνει βροχή πέφτουν σταγόνες δάκρυα. Τότε οι χαλασμένες στέγες τις μισούν κι ο δρόμος παίρνει την όψη του εχθρού στις πικροδάφνες. Τα πουλιά δεν φέρνουν την άνοιξη και το τραγούδι του κότσυφα πενθεί.
          Ζητιάνοι, ανάπηροι, χούφταλα, αλλοδαποί, τσακατσούκες, καμπούρηδες και στρεβλοί, άνεργοι ξεγυμνωμένοι, στο δρόμο αυτό εναποθέτουν το ποδοβολητό τους. Ακόμη ο φίλος μου με την αρρυθμία και η λιγνή εργάτρια που δονεί την περπατησιά της με γέλιο τριανταφυλλί.
           Το δειλινό στήνουν καβγά, οι σκύλοι οι μαλλιαροί.  Μαζί τους αρχίζουν τη βόλτα τους και οι πότες σιωπηλοί. Κι όσο τα άστρα ψηλά σφηνώνουν στο σκοτάδι αυτοί ξεριζώνουν μια - μια τις λέξεις από το λαρύγγι τους και τραγουδάνε: << Δε φτάνουν πια τα λόγια σου, θέλω να σε φιλήσω >>.
            Με το έαρ της αυγής ο  δρόμος βγαίνει από την εντατική. Για λίγο όμως. Πίσω από τη γρίλια ο ήλιος τον αρρωσταίνει και πάλι. Για να αρχίσει αμέσως να αποτεφρώνει, σάρκες, κόκαλα, σκέψεις και όνειρα. Στην ανυπόταχτη τροχιά του ξεβράζει το αιματοκυλισμένο παρόν και το νεκρό χθες.