26.4.19

Επιστήμονες δημιούργησαν διαφανή ανθρώπινα όργανα

Η τρισδιάστατη εκτύπωση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στη βιοϊατρική, αλλά η νέα τεχνική θεωρείται ένα ακόμη βήμα προόδου.

Ερευνητές στη Γερμανία δημιούργησαν διαφανή όργανα πειραματόζωων και ανθρώπων, στα οποία φαίνονται οι ιστοί στο εσωτερικό. Η νέα τεχνολογία μπορεί να επιτρέψει μελλοντικά τη βιοεκτύπωση οργάνων του σώματος (π.χ. νεφρών) για μεταμόσχευση.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον δρα Αλί Ερτούρκ του Πανεπιστημίου Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου, ανέπτυξαν μια καινοτόμο τεχνική που χρησιμοποιεί ένα οργανικό διαλύτη για να κάνει διαφανή τα όργανα. Στη συνέχεια το όργανο σαρώνεται από λέιζερ σε μικροσκόπιο, ώστε να αποτυπωθεί λεπτομερειακά η εσωτερική δομή του (αιμοφόρα κύτταρα, θέσεις κυττάρων κ.α.). Με αυτό το «χάρτη» ως οδηγό, οι ερευνητές εκτύπωσαν τρισδιάστατα αρχικά το σκελετό του οργάνου και μετά πρόσθεσαν στο όργανο τα βλαστικά κύτταρα στις κατάλληλες θέσεις, ώστε αυτό να είναι λειτουργικό.
Η τρισδιάστατη εκτύπωση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στη βιοϊατρική, αλλά η νέα τεχνική θεωρείται ένα ακόμη βήμα προόδου. Μέχρι σήμερα τα όργανα που έβγαιναν από τρισδιάστατο εκτυπωτή, δεν διέθεταν λεπτομερείς κυτταρικές δομές, επειδή -λόγω της έλλειψης διαφάνειας του οργάνου- η εισαγωγή των κυττάρων στο σκελετό γινόταν κατά προσέγγιση, με βάση εικόνες από υπολογιστικές ή μαγνητικές τομογραφίες.
«Τώρα πια μπορούμε να δούμε πού ακριβώς βρίσκεται το κάθε κύτταρο μέσα στα διαφανή ανθρώπινα όργανα. Και μετά είμαστε σε θέση να αναπαράγουμε επακριβώς το ίδιο όργανο, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της τρισδιάστατης βιοεκτύπωσης, έτσι ώστε να παράγουμε ένα πραγματικό λειτουργικό όργανο. Συνεπώς, για πρώτη φορά, είμαστε πολύ πιο κοντά σε ένα πραγματικό ανθρώπινο όργανο», δήλωσε ο Ερτούρκ, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς.
Η ερευνητική ομάδα του Τουρκο-γερμανού επιστήμονα σχεδιάζει να αρχίσει τη δημιουργία ενός βιοεκτυπωμένου παγκρέατος σε δύο έως τρία χρόνια και ενός νεφρού σε πέντε έως έξι. Σε πρώτη φάση τα διαφανή εκτυπωμένα όργανα θα δοκιμασθούν σε ζώα και θα ακολουθήσουν οι κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους σε πέντε έως δέκα χρόνια.