22.6.19

Η ΛΑΪΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

ΜΕΝΤΗ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ του Σπυρίδωνος, Καθηγήτρια – Νομικός, Λαογράφος
Γιορτή του Αγιαννιού του Ριζικάρη στην Ελαφόνησο
 Στις 24 Ιουνίου η εκκλησία μας γιορτάζει τη  Γέννηση  του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστή.
Μαζί με τον Άγιο Γιάννη λατρεύεται και ο Ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες πυρές,
ΜΕΝΤΗ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ
ασκούνται η μαγεία και η μαντική. Για την ελληνική Λαογραφία, η μέρα αυτή, “πανελλήνια μαγικο-μαντική”, όπως την αποκαλεί ο μεγάλος λαογράφος Λουκάτος ( 1981:42,43) είναι μία από τις “ειδωλολατρικότερες του εορτολογίου μας”.
Οι φωτιές
 Στις 23 Ιουνίου, παραμονή  της γιορτής, είθισται σε κάθε ελληνική γειτονιά να ανάβουν  φωτιές.
Στις φωτιές αυτές, μαζί με τα κλαδιά ρίχνουν στην πυρά και  τα μαγιάτικα στεφάνια.
Άνθρωποι   πηδούν τις φωτιές τρεις φορές συναγωνιζόμενοι ποιος θα πηδήσει πιο ψηλά.
Στην Ελαφόνησο  την παραμονή της γιορτής  τα παιδιά, οι νέοι και οι νέες  άναβαν φωτιές στις  παραλίες του νησιού (Κοντογόνι και Μεγάλο Τηγάνι). Κατόπιν περνούσαν πάνω από τις φωτιές τρεις φορές. Ξεσήκωναν με τις φωνές τους τις λαφονησιώτικες γειτονιές. Εκστασιασμένοι και με  κατακόκκινα μάγουλα από τις φλόγες της φωτιάς παράβγαιναν στο ύψος.  Ήταν ένα λαϊκό πανηγύρι οι φωτιές του Αι- Γιάννη. Οι μεγαλύτεροι τούς  άκουγαν  από τα σπίτια τους και αναστέναζαν. Νοσταλγικές  θύμησες κατέκλυζαν το νου τους.  Όταν νύχτωνε γύριζαν κατάκοποι στα σπίτια τους. Τα κορίτσια ετοίμαζαν τα “ριζικά” και ξεκινούσαν για να πάνε στο σπίτι όπου θα γινόταν η τελετή του κλήδονα.

Αϊ- Γιάννης ο Ριζικάρης- Κλήδονας- Ριζικά
Στη Λαογραφία ο  Άγιος Ιωάννης, ο  Βαπτιστής, έχει πολλά προσωνύμια. Ένα από αυτά  που του αποδίδονται είναι Ριζικάρης. Καλείται έτσι γιατί ο λαός πιστεύει  ότι ο Άγιος Γιάννης φέρνει τύχη  
( Μέγας,1992:224).  Με αυτό το όνομα απαντά  και στην Ελαφόνησο.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ο Άγιος φανερώνει την τύχη, το ριζικό του κάθε ανθρώπου είναι ο κλήδονας.
Η λέξη  κλήδονας, όπως αναφέρει η  Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη(1986:81) προέρχεται από την αρχαία ελληνική κληδών και σημαίνει λέξεις ή φράσεις  τυχαίες που ακούγονται κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών και στις οποίες αποδίδεται κατόπιν προφητική σημασία.
Κάθε χρόνο στις 23 και 24 Ιουνίου λαβαίνει χώρα ή αναβιώνει, πανελλαδικά, το μαντικό έθιμο του Κλήδονα. Το έθιμο του κλήδονα παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές από τόπο σε τόπο.  
Ο κλήδονας, όπως αναφέρει ο Μέγας (1992:226-227) δεν είναι ο μόνος μαντικός τρόπος της 24ης Ιουνίου. Χρησιμοποιούνται κι άλλες μαντικές μέθοδοι για να αποκαλυφτεί η  ταυτότητα του μελλοντικού συζύγου στα ανύπαντρα κορίτσια. Κυριότερα είδη αυτής της μαντικής είναι: Ονειρομαντεία, κατοπτρομαντεία, υδατομαντεία κ.ά.

Στην Ελαφόνησο το έθιμο  του κλήδονα  ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία και  τηρούταν  ως τα μέσα του περασμένου αιώνα. Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.  
Κάθε λαφονησιώτικη  γειτονιά, τηρώντας την παράδοση, έβαζε  το δικό της κλήδονα. Το μεγαλύτερο σπίτι της  γειτονιάς με την πιο ευρύχωρη αυλή, συγκέντρωνε  πλήθος ανθρώπων όλων των ηλικιών οι οποίοι γλεντούσαν και διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Δραπέτευαν  για λίγο από τα προβλήματά τους κι έκαναν  μια μικρή ανάπαυλα από τον κάματο  του θερισμού και των αλιευτικών  ασχολιών.


«Το αμίλητο νερό»
Το βράδυ της παραμονής, τρία  ανύπαντρα κορίτσια, που βρίσκονταν στη ζωή και οι δυο γονείς τους, έπαιρναν  μια πήλινη στάμνα (βίκα) ή τσίγκινο κουβά (σίγκλο) και πήγαιναν στο” Μεγάλο Πηγάδι” για να φέρουν  το “αμίλητο νερό”. Λέγεται έτσι το νερό γιατί σ’ όλη τη διαδρομή (και όταν πήγαιναν και όταν έρχονταν) δε μιλούσαν ούτε μεταξύ τους ούτε σε όσους συναντούσαν.
Οι νέοι του νησιού  το έπαιρναν είδηση, τις ακολουθούσαν, άρχιζαν τα πειράγματα  και  τις ανάγκαζαν να μιλήσουν. Τότε αυτές   πετούσαν το νερό και πήγαιναν να φέρουν άλλο. Πολλές φορές  έπεφταν πάνω τους “κατά λάθος” και τις έσπρωχναν. Το νερό χυνόταν και  γυρνούσαν  πίσω να ξαναγεμίσουν τη στάμνα ή τον κουβά. Αυτό γινόταν κάμποσες φορές.
Μετά από τα πολλά πηγαινέλα, έφερναν το νερό στο σπίτι, το  έριχναν  σε ένα πήλινο δοχείο και μέσα εκεί έβαζαν τα “ριζικά”. Τα “ριζικά” ήταν  άγουρα φρούτα της εποχής: μήλα, βερίκοκα, αχλάδια. Στα φρούτα  αυτά  χάρασσαν με μαχαίρι το αρχικό του ονόματος και του επωνύμου εκείνου του οποίου ήταν το “ριζικό”.  Επειδή υπήρχαν στην Ελαφόνησο  συνωνυμίες εκτός από το αρχικό γράμμα του ονόματός τους και του επωνύμου τους, χάρασσαν και το αρχικό του πατρώνυμoύ  τους.
Πολλές φορές έβαζαν - «χάριν αστεϊσμού»- αγγούρια και κολοκύθια. Κάθε  κοπέλα μαζί με  το δικό της “ριζικό”, έβαζε  και των ανύπαντρων αδερφών της.  Την παραμονή μόνο τα ανύπαντρα κορίτσια ετοίμαζαν τον κλήδονα. Όσες μητέρες  είχαν γιους, πήγαιναν τα ριζικά τους αυτές. Άντρες δε συμμετείχαν την παραμονή. Ήταν αμιγώς γυναικεία υπόθεση η ετοιμασία του κλήδονα..
 Αφού λοιπόν τοποθετούσαν στη στάμνα όλα τα ριζικά, σκέπαζαν  το στόμιο μ' ένα κόκκινο πανί. Έπαιρναν κατόπιν  ένα μεγάλο κλειδί εξώπορτας, κλείδωναν  τον κλήδονα τον οποίο παρετυμολογούσαν από το ρήμα κλειδώνω (Λουκάτος,1981:62), τοποθετούσαν το κλειδί πάνω στο σκεπασμένο στόμιο και το άφηναν έξω να  ξαστριστεί ( να το δουν τα άστρα).
Όταν έφευγαν όλα τα κορίτσια, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού έπαιρνε μέσα στο σπίτι τη στάμνα με τα “ριζικά” “για το φόβο των Ιουδαίων” (φοβόταν μην έρθουν οι νεαροί και τη σπάσουν ή  μη ρίξουν μέσα ακαθαρσίες).
Ανήμερα της  γιορτής οι Ελαφονησιώτες  πήγαιναν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν τη  Θεία λειτουργία. Η θρησκεία με τη μαντεία, τη μαγεία και την ειδωλολατρεία  συμπορεύονται εκείνη την ημέρα. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας,  επέστρεφαν στα  σπίτια τους, έτρωγαν και το απομεσήμερο κινούσαν για το “άνοιγμα” του Κλήδονα.
Εκεί συγκεντρώνονταν, εκτός από τα ανύπαντρα κορίτσια, φίλοι, γείτονες, συγγενείς ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης. Αυτοί θα γίνονταν μάρτυρες της μαντικής διαδικασίας (Ασημακόπουλος, 2012:43).
 Πρώτα με το κλειδί "ξεκλείδωναν" τον Κλήδονα. Μετά τον “άνοιγαν” λέγοντας   το παρακάτω δίστιχο:
 "Ανοίξετε τον Κλήδονα για τ' Αϊ-Γιαννιού τη χάρη
και όποιος έχει ριζικό να έρθει να το πάρει".
Τα ριζικά έβγαζε ένα παλικάρι το οποίο καθόταν καταγής δίπλα στον κλήδονα. Οι παρευρισκόμενοι ένας- ένας, σαν σύγχρονες Πυθίες, έλεγαν ένα λαϊκό δίστιχο αγάπης (Μαντινάδα) για κάθε ριζικό που έβγαζε το αγόρι.  Το δίστιχο αυτό που αντιστοιχούσε στο κάθε “ριζικό” θεωρείτο ότι προμήνυε το μέλλον του κατόχου του  και σχολιαζόταν από τους παρευρισκόμενους, που πρότειναν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με τον /την  ενδιαφερόμενο,-η. Η καρδιά τους, ιδιαίτερα των κοριτσιών,  χτυπούσε με αγωνία σε κάθε ανάσυρση  “ριζικού”.
Έλεγαν τα δίστιχα  από στήθους ή αυτοσχεδίαζαν, όσοι είχαν αυτό το χάρισμα, ή τα διάβαζαν από ημεροδείχτες. Παρακάτω αναφέρονται, ενδεικτικά, ορισμένα από αυτά:

Όταν σε πρωτοείδανε τα μάτια τα δικά μου
το στήθος μου ήταν ανοιχτό και μπήκες στην καρδιά μου.
Όταν σε γέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβει
και σου 'δωσε την ομορφιά και πάλι ξανανέβει.
Άγγελος είσαι μάτια μου, κι αγγελικά χορεύεις
κι αγγελικά τη γη πατείς και μένανε παιδεύεις.
Της άσπρης άσπρα πρέπουνε, της  γαλανής γαλάζια
και της μελαχρινής τα κόκκινα, που΄χει πολλά τα νάζια.
Αριά και πούθε να βρεθεί, αριά και πού να λάχει
κορίτσι με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια να' χει.
Υπόσχομαι να σ' αγαπώ, σε όλη μου τη ζήση
ώσπου η καρδιά στο στήθος μου, για πάντα σταματήσει.
Αγάπα με να σ' αγαπώ, θέλε με να σε θέλω
γιατί  θε να΄ρθει ένας καιρός, να θες και να μη θέλω.   
Ξέρω τραγούδια να σας πω, μα τα'χω στο δεφτέρι
και το δεφτέρι είναι μακριά και ποιος θα μας το φέρει;

Εκτός από τα παραπάνω δίστιχα, έλεγαν και διάφορα σατιρικά, σκωπτικά, περιπαιχτικά, όπως:
Όταν στερέψει η θάλασσα και βγούνε τα χταπόδια
τότε κι εσύ θα παντρευτείς  με τα στραβά σου πόδια.
Όταν στερέψει η θάλασσα και βγούνε οι καβούροι (καβούρια)
τότε κι εσύ θα παντρευτείς  με τη στραβιά σου μούρη.
Είσαι ψηλός είσαι λιγνός είσαι λιμοκοντόρος,
εσέ σου' πρεπε μάτια μου να γίνεις δικηγόρος.
Τις άσπρες μην τις αγαπάς γιατ' είναι αλευρωμένες
αγάπα τις μελαχρινές που' ναι μουτζουρωμένες.
Από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω
κι αν δε βγεις για να σε δω, σου κατουρώ τον τοίχο.
Ήθελα να' μουν όμορφος, να'μουν και παλικάρι
να τραγουδάω κι όμορφα, δεν ήθελ' άλλη χάρη.
Ψηλά την χτίζεις την φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος 
και θα σου φύγει το πουλί  και θα σου μείνει ο πόνος.

Αφού έβγαζαν  όλα τα “ριζικά” από τη στάμνα, τα ξαναέβαζαν. Τρεις φορές συνολικά τα έβγαζαν  από τη στάμνα. Στο τέλος έπαιρνε ο καθένας και η καθεμιά το “ριζικό” του.
 Στη συνέχεια οι ανύπαντρες κοπέλες έβαζαν στο στόμα τους (μπουκώνονταν)  λίγο νερό από το ριζονέρι της στάμνας  και έβγαιναν στη γειτονιά, από διάφορες κατευθύνσεις, μία μία ξεχωριστά, κι όποιο αντρικό όνομα  άκουγαν πρώτο, θα ήταν  το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.
Τα αγόρια τις ακολουθούσαν και φώναζαν παρατσούκλια νέων του νησιού. Ακόμη ανέφεραν  και σπάνια αντρικά ονόματα, τέτοια που δεν υπήρχαν  στο νησί.
Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι γελούσαν, γλεντούσαν και διασκέδαζαν με την καρδιά τους.
Κατόπιν τα κορίτσια επέστρεφαν στο σπίτι, που έβαζαν τα ριζικά, έφτιαχναν  μια πίτα πολύ αλμυρή και την έψηναν  σε μια πυρωμένη πλάκα. Ύστερα, όπως ήταν   ζεστή, τη μοιράζονταν  και αφού την έτρωγαν  πήγαιναν για ύπνο. Όποιος  στο όνειρό τους θα τους έφερνε  νερό για να σβήσουν τη δίψα τους, αυτός θα ήταν ο σύντροφος της ζωής τους (Ονειρομαντεία).
Το “ριζικό” το έβαζαν στο προσκέφαλό τους, τρεις συνεχόμενες νύχτες, τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια. Όποιος  ή όποια  ερχόταν στο όνειρό τους, αυτός ή αυτή  θα μοιραζόταν μαζί τους την υπόλοιπη ζωή τους (Ονειρομαντεία επίσης).
Τα κορίτσια  από το νερό της στάμνας κρατούσαν λίγο για την επόμενη μέρα. Στις  12 ακριβώς το μεσημέρι  της επόμενης μέρας πήγαιναν σε  πηγάδι του νησιού, στο οποίο δεν είχαν  ρίξει αγιασμό. Έριχναν μέσα στο πηγάδι “ριζονέρι”. Τότε κάθε μία  κοπέλα ξεχωριστά σκέπαζε  το κεφάλι της με κόκκινη μπατανία, κρατούσε έναν καθρέφτη, ώστε ο ήλιος να ρίχνει τη λάμψη του μέσα στο πηγάδι κι  έβλεπε μέσα σημάδια εκείνου που θα γινόταν μελλοντικό της ταίρι  (υδατομαντεία και κατοπτρομαντεία).
Παρατηρείται ότι η γιορτή του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη ξεσήκωνε το γυναικείο πληθυσμό και τον έστελνε, όπως αναφέρει ο Λουκάτος (ο.π.55)  να μιλήσει με στοιχειά. Η αγωνία του κοριτσιού για το αύριο, η καταφυγή στη Μοίρα, η προσπάθεια να μαντεύσει το Ριζικό, συγκέντρωνε  κάθε χρόνο  τις Ελαφονησιωτοπούλες, τις φίλες, τους γείτονες  και τους συγγενείς τους γύρω από  τον  κλήδονα και γίνονταν μύστες  του.
Πηγές:
Ασημακόπουλος Ι. “Λαογραφικά Πελοποννήσου”, Αρκαδικές εκδόσεις Επιλογή, Μεγαλόπολη 2012
Κυριακίδου-Νέστορος Α.“Οι 12 μήνες τα Λαογραφικά”εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη, Β’έκδοση  1986

Λουκάτος Δ, «Τα Καλοκαιρινά», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981

Μέγας Γ.Α. «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας» εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, Ανατύπωση 1992