22.7.19

Πώς να αντιμετωπίσουμε τον εθισμό στα ηλεκτρονικά παιχνίδια

Νέα γερμανική επιστημονική μελέτη αποκαλύπτει ότι η συζήτηση βοήθησε το 70% των εθισμένων gamers να βελτιώσει την κατάστασή του

Τα παιχνίδια στον υπολογιστή ή το Διαδίκτυο προστέθηκαν το 2013 στο διαγνωστικό εγχειρίδιο των ψυχιάτρων ως «περιστατικά που χρήζουν περαιτέρω μελέτης», ενώ περίπου το 4% των παικτών παγκοσμίως είναι εθισμένοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.
Η διαταραχή είναι νέα και αρκετά αμφιλεγόμενη, με αποτέλεσμα ψυχολόγοι και ψυχίατροι να αναρωτιούνται για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισής της.
Η θεραπεία μέσω της συζήτησης έχει προταθεί ως μέσο αντιμετώπισης και σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου Johannes Gutenber στο Mainz, βελτίωσε την κατάσταση για το 70% των εθισμένων παικτών.
Αν και ο εθισμός στα παιχνίδια χρήζει περισσότερης έρευνας, επί του παρόντος, τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι γενικού χαρακτήρα και παρόμοια με εκείνα που εμφανίζονται στον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια.
Ο εθισμός στα ηλεκτρονικά παιχνίδια εξετάζεται παράλληλα υπό την ευρύτερη κατηγορία του εθισμού στο διαδίκτυο.
Ένας ψυχολόγος ή ψυχίατρος υποπτεύεται τον εθισμό στα ηλεκτρονικά παιχνίδια εάν ένα άτομο – συνήθως άνδρες νεαρής ηλικίας – απασχολείται διαρκώς με αυτά, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο σε αυτά, εμφανίζει άγχος, νεύρα ή θλίψη αν δεν μπορεί να παίξει, λέει ψέματα για τις ώρες που περνά παίζοντας, χάνει το ενδιαφέρον του για τις υπόλοιπες δραστηριότητες και απλά δεν μπορεί να σταματήσει να παίζει.
Οι ερευνητές λοιπόν, μελέτησαν 143 άνδρες με μέσο όρο ηλικίας τα 26 έτη, που ήταν σε κλινικές εθισμού μεταξύ 2012 και 2016 στην Αυστρία και τη Γερμανία.
Οι 143 άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ασθενών, με την πρώτη να υποβάλλεται σε ομαδικές συνεδρίες γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας 15 εβδομάδων, ενώ η δεύτερη σε διαφορετικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του εθισμού.
Αξιοσημείωτο είναι ότι 50 από τα μέλη της πρώτης ομάδας εμφάνισαν σημεία ελάττωσης του εθισμού, μετά το πρόγραμμα των 15 εβδομάδων, σε σύγκριση με τα μόλις 17 άτομα της δεύτερης ομάδας.
«Αναγκαίες είναι μελλοντικές έρευνες και τεστ για να δοκιμάσουμε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα τη θεραπευτική δυνατότητα της συζήτησης, όμως υπάρχει ελπίδα ότι ακόμη και με μία σύντομη συζήτηση, η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί», αναφέρουν οι ερευνητές


in.gr