26.8.19

Τσοπάνηδες της Αρκαδίας στα χειμαδιά της Μεσσηνίας


Από το βιβλίο «ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΤΕΣ» του Νίκου Πασαγιώτη

Εδώ, στο κέντρο του Μοριά, θα σταθώ περισσότερο για να αγναντέψω όσο μπορώ μακριά στα περάσματα των κοπαδιών, να μάθω για τους στανεμένους βοσκούς στην Αρκαδία, ποια η ζωή τους, πως βιοπορούσαν, και πως με τον καιρό κατέκτησαν σαν παραχειμάζοντες ειρηνικά τη Μεσσηνία, πιο πολύ την Πυλία, την απαγκερή και πολύβοσκη εκείνη άκρη της Μεσσηνίας.
Εδώ πρόκειται για τους γνωστούς «ανεβοκατεβάτες», όνομα που έδωσε ο λαός στους βοσκούς, από το ανέβασμα την Άνοιξη με τα κοπάδια στην Αρκαδία, και το Χειμώνα το κατέβασμά τους στα χειμαδιά της Μεσσηνίας. Η πολυμορφία του εδάφους της, τα απέραντα οροπέδια, τα πυκνά της δάση, οι ρεματιές και τα ποτάμια της Αρκαδίας σκεπασμένα από σμυρτιά, θρούμπη και πουρνάρι αποτέλεσαν από τα πανάρχαια χρόνια πηγή έμπνευσης σε ποιητές και λογοτέχνες μέχρι και σήμερα σε ξένους και ντόπιους. Τα τραγούδησε η λαϊκή μούσα, τα έκανε θρύλο.
Σε αυτά λοιπόν τα απάτητα βουνά, σ’ αυτή την παρθένα φύση, οι ποιμενικές φυλές έβρισκαν πάντα σιγουριά και καταφύγιο. Όσοι από τους ποιμένες της Στερεάς έφτασαν τα Μοραΐτικα βουνά, γι’ αυτό τους ονομάζουν Σκηνίτες και Ρουμελιώτες, τμηματικά και κατά καιρούς, ακόμα και με τη συμπαράσταση και ανοχή των αρχών που προσπαθούσαν και προωθούσαν τους βόρειους προς το Μοριά που ευχαρίστως ο Μοριάς δεχόταν κάθε κάθοδο ξένων κυρίως κτηνοτροφικούς πληθυσμούς. 
Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς σαν ορμητήριο είχαν την Αρκαδία, εκεί έστηναν γρέκια με σκοπό να κατέβουν πιο νότια.
Μάλιστα οι εκάστοτε κυρίαρχοι του Μοριά προστάτευαν δια νόμου τους βοσκούς γιατί η κτηνοτροφία τους ήταν απαραίτητη στην εθνική τους οικονομία. 
Και στους ξένους αυτούς καλλιεργητές έδιναν χωράφια, και κάποια προστασία μέχρις ότου ριζώσουν, γιατί ο τόπος είχε ανάγκη από καλλιέργεια. 
Ακόμα και οι Βυζαντινοί για να απαλλαγούν από τα ξεσηκώματα των Βλάχων της Θεσσαλίας και της Σαμαρίνας τους παρότρυναν να μεταναστεύσουν προς τα κάτω και να τους παραχωρήσουν βοσκοτόπια. 
Έτσι από τα καλοκαιρινά τους λημέρια, έπαιρναν τον κατήφορο για τους λιβαδότοπους της Κορινθίας, Αργολίδας, Αχαΐας και πιο πολλοί της Μεσσηνίας, που γι’ αυτούς θα ιστορήσω παρακάτω, να παρουσιάσω στο βιβλίο μου τους Βλάχους στα χειμαδιά της Μεσσηνίας.
Εδώ πρέπει να δώσουμε την εξήγηση ότι οι Αρκάδες είχαν πάντα καλές σχέσεις με τους Μεσσήνιους και πολλές φορές από την αρχαία εποχή, έτρεξαν σε βοήθειά τους, μα και σήμερα ακόμα υπάρχει κάτι το ξεχωριστό στις σχέσεις των Αρκάδων και των Μεσσηνίων.

 
Χωριά της Αρκαδίας που μετοίκησαν ομαδικά στη Μεσσηνία

Αρκουδόρεμα: Χωριό της Γορτυνίας σκεπασμένο από έλατα, σε ρεματιά του βουνού Μαίναλο.
Αλωνίσταινα: Κωμόπολη της Αρκαδίας σε ύψος 1.120μ. 

Παρακάτω αναφέρονται οι πόλεις και τα χωριά της Μεσσηνίας που μετοίκησαν Αρκάδες βοσκοί (ανεβοκατεβάτες).

Αγατζίκι: Σήμερα Φοινίκη της περιφέρειας Μεθώνης.

Αγία Άννα και Φαλάνθη: Τα χωριά της Αν. Πυλίας, Παλαμάρι, Ντίστα Ντερβίς Αλή και Αγία Άννα τα μετοίκησαν οι ντόπιοι πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την κάθοδο των βοσκών της Αρκαδίας στη Μεσσηνία.

Ασίνη – Παλιά Τζαφερόγλη: Βρίσκεται 1χλμ. Ν.Δ. της σημερινής Κορώνης.

Ακριτοχώρι (Γρίζι): Παλιός οικισμός που δεν είναι τυχαία εκεί που τον έχτισαν ανάμεσα στα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης.

Υάμεια – Παλιά Τζαΐζι: Βρίσκεται στην ορεινή Πυλία. Η παράδοση θέλει σαν πρώτους κατοίκους και παραειμάζοντες τους Μπουρδουκουταίους, με τον Κώστα Μπουρδουκούτα που άφησε γιο τον Γιάννη, ο Γιάννης τον Χρήστο και ο Χρήστος τον Κώστα και τον Αναστάση. Εδώ, εκτός από τις μεγάλες οικογένειες των Μπουρδουκουταίων, κατοικούσαν και οι οικογένειες Σαρδελαίων. Όπως λένε οι ίδιοι, κατάγονται από την Αρκαδία. Πρωτοκατοίκησαν λοιπόν και αυτοί σαν βοσκοί στο χωριό Δεσύλλα της Μεσσηνίας και από κει μετανάστευσαν σταδιακά πριν το 1800 στην Πυλία.

Βουναριά: Χωριό της Αν. Πυλίας στον Δήμο Κολωνίδων με πλούσια ιστορία κυρίως κατά την περίοδο του Αγώνα του 1821. Έχουν και τα Βουνάρια αρκετούς Αρκάδες που ρίζωσαν εδώ με την απελευθέρωση αλλά και πριν το 1820.

Βλάσση ή Βλασσέϊκα: Το όνομα το χρωστάει στον Γεροβλάσση και γενάρχη της μεγάλης αυτής οικογένειας. 
Λέγεται πως ο Βλάσσης έφυγε νέος από την Αρκαδία γιατί ξυλοφόρτωσε έναν τούρκο που θέλησε να προσβάλει την αδελφή του Κατερίνα. 
Έφθασε στη Μηλίτσα και αργότερα σε πιο μαλακό τόπο, χτίζοντας το τσοπανοχώρι Βλασσέικα. Οι Βλάσσηδες εκτός από το τσοπανιλίκι, εργάστηκαν σε νερόμυλους και κυψέλες.

 Ομοίως τα χωριά Μπαλοδημέικα, Μπουρέικα, Κατσιρέικα, Μπλαναίικα, Τσωνέικα, τα βλάχικα καλύβια της Γιάλοβας, Τσιχλέικα, Λειβαδάκι, Πήδασος, Αραπόλακα, Γαλέικα και όλα τα χωριά του Λυκόδημου τα αποίκισαν Βλάχοι βοσκοί από τα χωριά Λυκόχια, Ροϊνού, Μπάρτζελη, Βίδι, Αρκουδόρεμα, Στεμνίτσα Αρκαδίας.

Βασιλίτσι: Είναι παλιό χωριό πλούσιο σε παραδόσεις, ιστορία και θρύλους. 
Το Βασιλίτσι γνώρισε απανωτές επιδρομές από κουρσάρους κάθε φυλής. Έτσι όσοι μπόρεσαν να σωθούν σκόρπισαν στα γύρω υψώματα και σπηλιές για ασφάλεια φτιάχνοντας έτσι μικροχωριά.

Γαμβριά: Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Λυκοδήμου. Στο σύνολό του και αυτό το χωριό κατοικείται από ανεβοκατεβάτες βοσκούς από την Αρκαδία.

Γρεβίτσα: Χωριό της Μεθώνης, σήμερα με το όνομα Ευαγγελισμός.

Κυνηγού: Είναι ένα από τα παλιά χωριά της Δ. Πυλίας και απέχει μια ώρα περίπου από την Πύλο.

Κοκκίνου: Υπάρχει μια αφήγηση και φαίνεται πως η αρχική τοποθεσία που εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι παραχειμάζοντες προβατοτρόφοι και γιδοβοσκοί από την Αρκαδία, ήταν το τοπωνύμιο Άγιος Νικόλαος, που βρίσκεται και η βρύση.

Καλλιθέα «Μεμερίζι»: Είναι κτισμένο μακριά από τη θάλασσα της Μεθώνης που από εκεί επέδραμαν.
Κουτσομάδι σήμερα Νεραϊδόβρυση (από την τουρκική ανθρωπονυμία Κοτσού Μέτη): Είναι κτισμένο σε πανοραμική θέα που φαντάζει σαν κάστρο πάνω σε βράχο.

Καμαριά – Τομαρέϊκα: Βρίσκεται κοντά στη Μεθώνη Πυλίας. Η παράδοση λέει πως τρία αδέλφια από το Αρκουδόρεμα έφθασαν εκεί στανεύοντας προς την ζεστή αυτή περιοχή.

Καπλάνι: Βρίσκεται στην Ανατολική Ορεινή Πυλία. Η λέξη «καπλάνι» σημαίνει στην τουρκική «τίγρις» και κατ’ επέκταση «πολεμικός, ανδρείος και αιμοβόρος άνδρας».

Κακόρεμα: Βρίσκεται και αυτό στην Ανατολική Πυλία.

Πλατανόβρυση «Καντηλισκέρι»: Ανήκει στην Κοινότητα Χανδρινού, επαρχίας Πυλίας.

Πυργάκι ή Πύργος Τριφυλλίας: Απέχει 5 χλμ. από την πόλη των Γαργαλιάνων. Οι πρώτοι που στάνεψαν εδώ ήταν βοσκοί από τα χωριά Πυργάκι και Νεμνίτσα της Βυτίνας.

Κυπαρισσία: Δέχτηκε και απορρόφησε μεγάλο αριθμό βοσκών Αρκαδικής καταγωγής. Πληθυσμό κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα, σε σημείο που το αρχαίο όνομα Κυπαρισσία να μετατραπεί σε Αρκαδία.

Κλεισούρα: Βρίσκεται στην ανατολική Πυλία και είναι χωριό της κοινότητας της Ανδριανής.

Όπως παραπάνω αναφέρεται σε πολλές ακόμα πόλεις και χωριά της Μεσσηνίας εγκαταστάθηκαν Αρκάδες όπως στην Κορώνη, Μυστράκι, Άγιοι Θεόδωροι, Καλοχώρι «Καλαμπρέζα», Καινούργιο Χωριό Μοθώνης, Καντιρόγλη, Λαχανάδα Πουλιάς, Λόγκα-Λόγκα, Μουσούλι, Μηναγιά, Μηλίτσα, Πανέϊκα-Αναζόγλη, Πήδασος, Ρίπενα, Φιλιατρά, Χαρακοπιό, Χορεύτρα, Χωματερό, Χρυσότοπος-Χρύσοβα και Χρυσοκελαριά-Σαράτσα.
Όπως όλος ο λαός της υπαίθρου, με απλά και ήρεμα λόγια έφτιαξε τραγούδια και ποιήματα έτσι και οι ανεβοκατεβάτες εξυμνούσαν λεβεντιές, παλικαριές, έρωτες, βαρυχειμωνιές, καλοκαιριές, καημούς, λαχτάρες, χαρές και λύπες έγιναν τραγούδι στο στόμα των βοσκών. 
Τάξη κοινωνική, ξεχωριστή αποτελούσαν οι Βλαχοτσοπαναραίοι στο Μοριά. Στον ξεσηκωμό του 1821, όχι μόνο έγιναν άξιοι πολεμιστές μα πολύτιμοι σύνδεσμοι και οδηγοί στον επαναστατημένο λαό, γιατί γνώριζαν περάσματα κι ανθρώπους σε χωριά, βουνά και στάνες.

Φερνει τουφέκι σισανέ
κι εγγλέζικα κουμπούρια
έχει και στη μεσούλα της
σπαθί μαλαματένιο.

Πέντε τούρκοι την κυνηγούν
πέντε τζοχανταραίοι
«Τούρκοι για μην παιδεύεστε
μην έρχεστε σιμά μου
σούρνω φουσέκια στην ποδιά
και βόλια στους μπαλάσκες».

«Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα
γλίτωσε τη ζωή σου».

«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι
και σεις παλιογομάρια;»

«Εγώ είμαι η Λενιώ Μπότσαρη
η αδελφή του Γιάννου
και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των
τούρκων τα χέρια!»