2.8.19

Χρονογράφημα - Οι σολιασμένες βακέτες

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 

          Ο γεννήτοράς μου ήταν φτωχός, πένης. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να φόρεσε παπούτσια αλλά σχισμένες αρβύλες που σειόταν ο τόπος με την προκαδούρα στις σόλες τους.  Η δεξιά αρβύλα ήταν πιο παλιά, είχε μπαλωθεί δεκάκις και η τρύπα στο μπροστινό μέρος άφηνε να μπαινοβγαίνει ένα οσμηρό δάχτυλο σαν κεφάλι χελώνας. Τούτες οι  τελειωμένες και άκομψες αρβύλες ήταν και τα καλά του παπούτσια, μ’ αυτές πήγαινε στο χωράφι, μ’ αυτές στο παζάρι, στην εκκλησία και στις πανηγύρεις. Όταν πέζευε στην αυλή τις ξελάσπωνε με το μυστρί, τις έπλενε και τις κρέμαγε στο πάτερο να στεγνώσουν.
             Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Είχα σιχαθεί να φοράω δυο χρόνια τις ίδιες σολιασμένες βακέτες, να μην τις ξεκολλάω από τα πόδια μου χειμώνα καλοκαίρι, να νιώθω γελοίος, ύβρεις να εκτοξεύω και κατάρες σε όποιον ανίχνευε τα πέλματά μου. Ένας μπελέχαρος ποντικός ευτυχώς τις έφαγε, τις έκανε λουρίδες μια νύχτα και με απάλλαξε. Πριν μου τις φάει, ντρεπόμουν να τις φορέσω, στο σχολείο πήγαινα από το μπουγάζι, στην τάξη μέσα άφηνα να πέσει πάνω τους μια κόλλα της αναφοράς και να τις κρύβει. Τις είδε κομματιασμένες ο γεννήτορας, κούνησε το κεφάλι του, άφησε ένα φιλοσοφικό αναστεναγμό και μου είπε:  <<  Αύριο  στο  πανηγύρι  του  Σταυρού θα  υποδυθείς με καινούρια υποδήματα >>. 
            Το είπε και το ‘κανε. Τα φόρεσα, τα έδειξα στους φίλους, έφερα βόλτες στους δρόμους της πόλης, πέρασα κάτω από τα παράθυρα του κοριτσόκοσμου και καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Η φρεσκάδα τους δυστυχώς, κράτησε λίγο, γιατί με την πρώτη  βροχή μούσκεψαν, σκέβρωσαν, ξεχείλωσαν και φούσκωσαν σαν χαρτένια κουτιά. Οι συμμαθητές μου μαζεύονταν γύρω μου, τα κοίταζαν, γελούσαν, με κορόιδευαν και με φώναζαν << τσαρούχι >>. Δεν άντεξα τον εμπαιγμό, πήρα  το μαχαίρι και τα ‘κανα φέτες.
                Εν τη παρόδω του χρόνου  αν και το βαλάντιό μου ισχνό, φόρεσα πολλά παπούτσια. Όταν ήρθε όμως η κολπατζού κρίση και μου  ‘βαλε το πιστόλι στον κρόταφο, έχω να φορέσω μοντελάκι παπούτσι εδώ και δέκα χρόνια. Συναλλάσσω δυο φτηνά ζευγάρια, ένα σολιασμένο για την καθημερινότητα κι ένα σεβρό για τις κοσμικές μου εξόδους, κηδείες, μνημόσυνα και πανηγύρια.  Μπροστά στην τιβί που κάθομαι και τα γυαλίζω, το κάνω επίτηδες για να βλέπω τι φοράνε οι Νέρωνες στο πολιτικό και οικονομικό γκουβέρνο, αυτοί οι γελοίοι Καλιγούλες, που τους έχω στην μπούκα! Μ’ ανοιχτές παλάμες και με μουσική υπόκριση ενός κλέφτικου, τις απλώνω σ’ όλους αυτούς τους Κίναιδους που παρελαύνουν με VERRAROS και MORESCHI και χαίρεται η ψυχή μου!
              Σ’ όλους αυτούς που κοιμούνται σε κρεβάτι στολισμένο με κοραλλένιους αετούς, ήσυχοι, ευτυχείς και ασυνείδητοι που εγώ κι εσύ δε φτάνει που χάσαμε τη νεότητα και την ευρωστία της σάρκας μας, περπατάμε ξυπόλυτοι. 

           ellinikoxronografima.blogspot.gr