Του Παν. Αντωνόπουλου
Με βήμα γοργό η γυναίκα πέρασε την πόρτα του ξενοδοχείου και στάθηκε μπροστά στην όμορφη κοπέλα της ρεσεψιόν.
Εκείνη
μ’ ένα παιδιάστικο τρόπο και με μια ευγένεια που θα αιχμαλώτιζε και
τον πιο απαιτητικό πελάτη, της είπε, παραδίνοντάς της το κλειδί:
<< Σας εύχομαι καλή διαμονή, κυρία, και πάντα στη διάθεσή σας για
μια ειλικρινή κι ευχάριστη εξυπηρέτηση >>. Κι αφού κοίταξε με μια
φυσική περιέργεια τον αριθμό που φαινόταν γραμμένος στην ολόλευκη
ταμπελίτσα, της είπε μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα των λαμπερών ματιών της:
<< Σας δίνω το 202! Εύχομαι να μη μείνετε δυσαρεστημένη! >>
Η
γυναίκα πήρε το κλειδί και με κάποια μελαγχολία, της είπε: <<
Δυστυχώς θα μείνω μόνο για μια νύχτα! Αύριο πρέπει να είμαι και πάλι
στην ανίερη ζωή της μεγαλούπολης! >>
Η
φωνή της κοπέλας φτερούγισε βιαστική και τρεμάμενη για να της πει:
<< Τουλάχιστον θα ‘χετε μια όμορφη αυριανή μέρα! Τα προϊόντα της
εταιρείας σας υπόσχονται πολλά για την ομορφιά της γυναίκας κι όλες εδώ
στην επαρχία είναι ευχαριστημένες από την επανάσταση που φέρατε στο χώρο
της αισθητικής. Θα το δείτε αύριο πόσο γοητευμένη θα νιώσετε μετά την
επίδειξη που θα κάνετε >>.
Η
γυναίκα μ’ ένα χαμόγελο στο ευφυές πρόσωπό της, την ευχαρίστησε για τα
καλά της λόγια και κινήθηκε με μια υπερβολική σοβαρότητα για το ασανσέρ.
Στο
καθαρό κι ευρύχωρο δωμάτιο σαν μπήκε με τα ακριβά έπιπλά του και τα
σκεπασμένα με ανοιχτόχρωμα καλύμματα σε πολλά απ’ αυτά, ένιωσε μια
υπέροχη αίσθηση χαράς και γαλήνης όπως θα ένιωθε κανείς όταν θα ατένιζε
μια καινούργια ζωή μπροστά του.
Κάθισε
για λίγο σ’ ένα μονοθέσιο καναπέ, τύλιξε τα μπράτσα της στα γόνατά της,
έγειρε το κεφάλι της με τα πλούσια μαλλιά της, κοίταξε θαμπωμένη τις
εκτυφλωτικές λουρίδες του φεγγαριού που έμπαιναν στο δωμάτιο από τις
κλειστές γρίλιες και παραδομένη στην απέραντη ησυχία, άρχισε να
ανακαλύπτει και να σκέφτεται διάφορα κι εντυπωσιακά περασμένα συμβάντα.
Έτσι
μέσα σε καλή διάθεση σαν τελείωσε τις ονειροπωλήσεις, σκέφτηκε να πάρει
ένα ζεστό μπάνιο, αναγκαίο πάντοτε στις κοπιαστικές εξόδους της, για
την καλή υγεία των νεύρων της.
Πέρασε
τότε αργά τα χέρια της πάνω από το σώμα της κι άρχισε να βγάζει ένα -
ένα τα ρούχα της. Και σαν έμεινε ολόγυμνη, έκανε ένα βήμα με μια
αρρωστημένη ατονία μπροστά στον καθρέφτη, όπου και στάθηκε. Το πλούσιο
κορμί της, την εντυπωσίασε, έτσι που το είδε ανυπεράσπιστο και μόνο στο
χώρο και στο χρόνο και μια αίσθηση υπεροχής για την αντίστασή του στη
γήρανση, την έκανε να συνειδητοποιήσει την ισχυρή της ιδιοσυγκρασία.
Έτσι γυμνή και περιβεβλημένη με το θάμπος του αμυδρού φωτός του
δωματίου που της τόνιζε όλο και πιο πολύ τη γοητευτική ης φύση, εισέβαλε
στο λουτρό και ζήτησε τις υπηρεσίες του.
Αφού
έμεινε κάμποσο μέσα στα μακρόσυρτα τραγούδια και τους αστραφτερούς
παφλασμούς του νερού και νιώθοντας την εξωτική του αίσθηση που της έδινε
λούζοντας το σώμα της, το έκλεισε σαν το χόρτασε να της χαϊδεύει το
κορμί και με αστεία ευθυμία, βγήκε από την μπανιέρα και φορώντας την
πτυχωτή και βαριά ολόασπρη ρόμπα της, κατευθύνθηκε προς την
κρεβατοκάμαρα. Εκεί κάθισε μπροστά από το μικρό στρογγυλό τραπεζάκι κι
έχοντας τον καθρέφτη απέναντί της, άρχισε να φροντίζει το πρόσωπό της
και να καλύπτει με μια λευκή κρέμα τις ελάχιστες γαλαζωπές σκιές που
ανεπαίσθητα άρχιζαν να φωλιάζουν κάτω από τα μεγάλα κι αστραφτερά μάτια
της.
Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η διάθεσή
της ήταν χαρούμενη και μια παράξενη αισιόδοξη αίσθηση την κυρίεψε,
βλέποντας για αρκετή ώρα στον καθρέφτη το λαμπερό πρόσωπό της. Έτσι ο
χτύπος του τηλεφώνου που την ξάφνιασε εκεί κοντά στα μεσάνυχτα και την
έριξε σε χίλιες δυο σκέψεις, την έκανε να τρέξει γρήγορα και με μεγάλη
αγωνία να το σηκώσει.
<< Χλωμή μου,
πέρδικα! Μ’ ακούς; >> η φωνή του άντρα της, θρυμμάτισε τη σιωπή
του δωματίου και της χάιδεψε το αυτί σαν σήκωσε το ακουστικό. <<
Έφτασες καλή μου; Πες μου ένα ναι να ησυχάσω! Μου λείπεις πολύ κι αυτό
με πληγώνει αφάνταστα! >>
Η γυναίκα
χάρηκε και με σιωπηλή φωνή του αποκρίθηκε με ειλικρίνεια κι
ανυποκρισία: << Ναι, καλά είμαι! Σε σκέπτομαι, συνέχεια! Κι εσύ
μου λείπεις αυτή τη νύχτα τη φεγγαρόλουστη! Σου χρωστάω έναν έρωτα
αλλιώτικο σαν γυρίσω κοντά σου, στο υπόσχομαι!>> << Ναι,
μαγεμένη μου, πνίγομαι στα δάκρυα μακριά σου και σε περιμένω! Μην
αργήσεις! >> << Εντάξει, πάνθηρά μου υποφέρουμε και οι δυο
το ξέρω, αλλά κάνε υπομονή, αύριο το βράδυ θα μ’ έχεις στην αγκαλιά σου,
γοητευτικέ μου! >> Η τρυφερή φωνή της γυναίκας για άλλη μια φορά
έσπασε τη σιωπή του δωματίου που αράθυμα είχε απλωθεί εδώ και αρκετή
ώρα. << Σε περιμένω, γλυκιά μου! >> η ξέφρενη φωνή τώρα
του άντρα με ένα εναγώνιο σβήσιμο αντικατέστησε τη δική της λίγο πριν
κλείσει το τηλέφωνο και γυρίσει στη θέση της.
<<
Πάντα ιππότης και τζέντλεμαν! >> σκέφτηκε η γυναίκα για τον άντρα
κι άπλωσε το χέρι της να πάρει ένα χοντρό τόμο απ’ τη μικρή βιβλιοθήκη
που υπήρχε κοντά της. Αλλά πριν χαϊδέψει τη χρυσόδετη ράχη του, ο
χτύπος πάλι του τηλεφώνου την ξάφνιασε και την ανάγκασε να σηκώσει το
ακουστικό.
<< Όμορφή μου, γυναίκα!
Μ’ ακούς; >> Η άγνωστη και τρομαγμένη φωνή του άντρα που
ακούστηκε από την άλλη μεριά, αντήχησε με τρυφερότητα στο αυτί της και
την έκανε να νιώσει σύγχυση και φόβο. Και πριν απαντήσει και ρωτήσει
ποιος είναι, η ίδια φωνή με τον ίδιο τόνο αλλά πιο απαιτητική και
εξεγερμένη τώρα, της είπε λίγο βιαστικά, μπολιασμένη με μυστήριο :
<< Ο ένοικος του 203 είμαι και θα ήθελα να γνωριστούμε και να
σταθώ στο πλευρό σου αυτή τη φεγγαρόλουστη νύχτα, που είσαι μόνη! Σε
είδα που μπήκες και η μεγάλη ζωντάνια μαζί με τη γιορταστική διάθεσή
σου, με παρέσυραν να τολμήσω αυτό τον ασυνήθιστο χαιρετισμό! Τι λες,
ευαρεστείται η υψηλή κι αδαμάντινη ευγένειά σου να ικανοποιήσει την
ταπεινή μου επιθυμία;>>
Πέρασαν
πολλά δευτερόλεπτα σιγής από τη γυναίκα μέχρι να ανταποκριθεί στο
διάλογο. << Είναι φως φανάρι, πως κάποιος αναιδής ή δυστυχισμένος
προσπαθεί να δοκιμάσει την αντοχή των νεύρων μου >> σκέφτηκε και
μ’ ένα ανεπαίσθητο καρδιοχτύπι, ετοιμάστηκε να απαντήσει << λάθος
κάνετε >> και να κατεβάσει το ακουστικό. << Ναι, εμπρός;
>> η φωνή του άντρα ακούστηκε πάλι να της χαϊδεύει το αυτί και να
της το διαπερνά με τη βελούδινη εξωτική μουσικότητά της. Και τότε η
γυναίκα νιώθοντας μια παράφορη κι ανεξήγητη έξαρση επιθυμίας να γνωρίσει
τη χαρά που δίνει το άγνωστο και το απρόβλεπτο, του είπε με μια
καλυμμένη ειρωνεία: << Γνωρίζεις πως αυτό που κάνεις είναι
σεξουαλική παρενόχληση; Σε κλείνω και να είσαι πιο ευγενής! >>
Η
πεποίθησή της όμως πως γρήγορα ο άγνωστος θαυμαστής της θα επανερχόταν
μ’ ένα νέο τηλεφώνημα, την έκανε να μην κατεβάσει το ακουστικό αλλά να
περιμένει. Και τότε ακούστηκε πάλι η φωνή του άντρα να της λέει:
<< Δε φαντάζομαι να θες να στερηθούμε όλα τα ωραία που θα μας
δώσει μια αξιοπρεπή συνάντηση! Το διαισθάνομαι πως νιώθεις μια τρυφερή
αφοσίωση για τον άντρα σου, αλλά μαντεύω πως είσαι κι απέραντα θλιμμένη
μέσα στο σκούρο και κρύο δωμάτιο! Γι’ αυτό παραμέρισε τους φόβους σου
και βγες στη βεράντα να σε δω! >>
<<
Τι αλλόκοτος αλλά και τι κύριος! >> σκέφτηκε η γυναίκα και η
περιέργειά της να τον γνωρίσει μεγάλωσε μέσα της. Ωστόσο ένιωσε την
ανάγκη να αμυνθεί στο πεπρωμένο μιας εφήμερης σχέσης και να βγει
αλώβητη. Έτσι με κάποια προσποιητή δυσαρέσκεια, του αποκρίθηκε:
<< Σε κλείνω και παρακαλώ να μη ξαναενοχλήσεις. Η απαίτησή σου
έχεις θράσος και είσαι αγενής . Λυπάμαι! >>
Ένα
χαριτωμένο γέλιο ξέσπασε τότε από την άλλη μεριά που την έκανε να
παρατείνει την υπομονή της και να μην κλείσει τη γραμμή. Και μετά με
κάποια καθυστέρηση, άκουσε τον άντρα να της λέει : << Δεν έχεις
μάτια, εσύ, δε συγκινείσαι; Ίχνος ρωμαντισμού κι ευαισθησίας δε σε
διατρέχει; >> << Τι θες να πεις; >> τον ρώτησε
έκπληκτη τότε κι ένιωσε μια έντονη επιθυμία να ηχήσει η φωνή του στο
αυτί της. << Να βγεις να δεις την πανσέληνο! Μια καθώς πρέπει
κυρία, χρειάζεται να κάνει που και που και κάποια υπέρβαση! Τότε μόνο
μπορεί να φύγει από την πλήξη και να συναντήσει την ευτυχία!>>
<<
Ω, μα εσύ δεν κρατιέσαι! Πας να με παρασύρεις! >> του αποκρίθηκε
με μια προσποιητή σοβαρότητα και του έκλεισε το τηλέφωνο. Και κάνοντας
ύστερα την ανέμελη, ξάπλωσε στο κρεβάτι και χαμηλώνοντας το φως,
προσπάθησε να κοιμηθεί, αφήνοντας τη σκέψη της να ταξιδέψει στην αυριανή
επίδειξη της εταιρείας που θα έκανε.
Ο
εκκεντρικός όμως χαρακτήρας της, την κράτησε αρκετή ώρα άυπνη και της
εξεδήλωσε εκείνη την ακαταμάχητη κωμικότητα να στριφογυρίζει πάνω στο
κρεβάτι σαν τη σβούρα, ανήσυχη και νευρική. << Φταίει κι εκείνος ο
γελοίος του 203, που τον σκέφτομαι και δεν υπακούω στη θέληση του ύπνου
>> συλλογίστηκε κι ένιωσε απροσδόκητα μια αιφνίδια επιθυμία να
βγει στη βεράντα να τον δει. Κι αμέσως σηκώθηκε, έστρωσε με τα χέρια της
τα δασιά μαλλιά της κι αθόρυβα με ανήσυχα μάτια και φοβισμένη έκφραση,
γλίστρησε από την μπαλκονόπορτα έξω.
<< Ένα θέλω να σου πω… >> ακούστηκε τότε ψιθυριστά μέσα στα σιγαλιά της νύχτας η φωνή του άντρα που είχε πλησιάσει κοντά στα κάγκελα της βεράντας
της και την περίμενε. Και συνεχίζοντας, συμπλήρωσε : << … πως το
φεγγάρι απόψε έβαλε τα γιορτινά του για να σε υποδεχτεί! >> Κι
αφού την κοίταξε με μια αφηρημένη έκφραση, πρόσθεσε, χαριτολογώντας:
<< Αν το ‘φτανα, θα σου το χάριζα! >>
Η γυναίκα χάρηκε για τα τόσο όμορφα λόγια που σκόρπισε γι’ αυτή γύρω
της και κοιτάζοντάς κατάματα την όμορφη μορφή του που διαγραφόταν σαν
πίνακας του Γκωτιέ μέσα στις αχτίδες του φεγγαρόφωτου που τον
περιτύλιγαν, του είπε με μια έκπληκτη φιλικότητα στην απαλή φωνή της:
<< Ωραία ηχούν τα λόγια σου στα αυτιά μου και σ’ ευχαριστώ! Όμως
μη νομίζεις ότι μπορούν να με παγιδέψουν! >>
Ο
άντρας δε της απάντησε αμέσως, αλλά την κοίταξε με μια γλυκερή
τρυφερότητα και προσπάθησε να διαβάσει και την παραμικρή ανεπαίσθητη
καμπύλη που άφηνε να ξεχωρίζει το διάφανο κι αραχνούφαντο νυχτικό της.
Έτσι αφού την κατάκτησε με την αφή των ματιών του, πήρε τα μάτια του από
το θεσπέσιο κορμί της και με μια υπερένταση από τη φωτιά του πόθου του
γι’ αυτό, της αποκρίθηκε μ’ ένα μικρό σάλπισμα της φωνής του στο ζεστό
βραδινό αέρα: << Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια! Θέλω πολύ να σε
παγιδέψω και να σε κάνω δική μου, αυτή τη σεμνή και τόσο όμορφη
Αυγουστιάτικη νύχτα! >>
<< Όλα εξελίσσονται με μεγάλη ακρίβεια >> σκέφτηκε η γυναίκα και χάρηκε για την
αλαζονική του συμπεριφορά. Ωστόσο έπρεπε να φανεί συγκρατημένη, να
δείξει χαρακτήρα και να του αποκαλύψει την αστείρευτη δύναμη της
αντίστασής της. Έτσι με κάποια αστεία έκφραση, σταύρωσε τα χέρια της και
του είπε με τους ώμους της να τραντάζονται από τα γέλια: << Είσαι
ευχάριστος άνθρωπος, αλλά μέχρι εδώ! >> και τον κοίταξε με μια
αυστηρή ματιά.
<< Συμφωνώ, απόλυτα!
>> της έκανε ειρωνικά εκείνος κι απλώνοντας το δεξί του χέρι, της
έδειξε το φωτεινό πρόσωπο του φεγγαριού, προσθέτοντας τραγουδιστά με
την εκφραστική φωνή του: << Ξέρεις πόσοι ονειρεύονται μια
τέτοια μαγευτική βραδιά να βρεθούν κάτω από τη σελήνη και να ενώσουν την
ερωτική της ανάσα με τη δική τους; Κι εμείς που είμαστε από κάτω
της, μένουμε βουβοί κι αμέτοχοι! >>
<<
Γιατί θα είμαστε παράνομοι! >> του είπε με πικρία και κούνησε με
απελπισία το κεφάλι της. << Δεν είναι αυτό, αλλά δεν είμαστε σε
απόλυτη αρμονία με τα πάθη μας! >> εκφράστηκε σε έντονο ύφος και
σπινθηροβόλο βλέμμα εκείνος και φάνηκε αποφασισμένος να συνεχίσει να την
πολιορκεί.
Η γυναίκα δε του αποκρίθηκε
γιατί ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τον αφήσει και να διασχίσει
βιαστικά το δωμάτιο, για να δει ποιος ήταν τέτοια περασμένη ώρα. Κι
εκεί σαν την άνοιξε, είδε έναν άνθρωπο του προσωπικού του ξενοδοχείου,
να κρατά στα γεροδεμένα χέρια του, ένα δίσκο με ένα μπουκάλι σαμπάνια
και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. << Πού πάτε, κύριε; >> του
ψιθύρισε με τρομαγμένη φωνή η γυναίκα και τον έπιασε από το μπράτσο να
τον σταματήσει. Ο άνθρωπος τότε την έσπρωξε τρυφερά όσο χρειαζόταν για
να περάσει μέσα και ν’ αφήσει το δίσκο πάνω στο τραπέζι. Κι αφού
ετοιμάστηκε να φύγει της είπε με μια γιορταστική διάθεση στη φωνή του:
<< Ο κύριος του 2Ο3 το στέλνει! Χρειάζεται λίγο ποτό, μου είπε, η άκακη και παιχνιδιάρικη καρδιά σου! >>
Σαν
έφυγε ο άνθρωπος του ξενοδοχείου η γυναίκα βγήκε έξω και με μπερδεμένα
συναισθήματα, του είπε μέσα σε μια χαλαρή και τρυφερή σύγχυση: <<
Δεν το φανταζόμουν, αυτό που ‘κανες! Είναι υπέροχο, αλλά και προκλητικό
γιατί χάνει κανείς την αξιοπρέπειά του! >> << Χαμήλωσε λίγο
τους τόνους σου για μένα και καλέστε με ν’ ανοίξω το μπουκάλι! >>
της αποκρίθηκε με μια καθησυχαστική διάθεση κι έδειξε να την αγκάλιασε
με το χαρούμενο βλέμμα του. << Κι αν δε το κάνω; >> του
ψιθύρισε τρυφερά κι ένα απαλό χαμόγελο άνθισε στα σαρκώδη χείλη της.
<< Αυτό δε θα το ‘κανε ούτε και μια χωριατοπούλα >> της είπε
με συγκινημένη φωνή κι έγειρε προστατευτικά προς το μέρος της. <<
Ε, αφού είναι έτσι, τότε έλα για ένα ποτό και μια ειλικρινή κι
ανυπόκριτη νύχτα! >> του ψιθύρισε με τρακ η γυναίκα κι έτρεξε να
του ανοίξει την πόρτα.
Σαν
κουβέντιασαν κι άδειασαν το μπουκάλι η γυναίκα αισθάνθηκε την ανάγκη να
ξαπλώσει και να ζητήσει απελπιστικά να τη χαϊδέψει το απαλό χέρι του
άντρα. Κι αμέσως εκείνος την ακολούθησε και την έκανε να το νιώσει με το
άγγιγμά του στο απέραντο και θεσπέσιο κορμί της.
Εκείνη όση ώρα την χάιδευε, έμενε ξαπλωμένη, σχεδόν ακίνητη, βουτηγμένη στην ομορφιά της νάρκης και της γαλήνης που της άφηνε η γλυκιά επαφή του κορμιού του άντρα με το δικό της.
Και
σαν μετά από λίγο της άγγιξε τον αφαλό μ’ ένα του φιλί και την έγδυσε,
προστατευτικά κι απαλά η γυναίκα τον έσφιξε πάνω της όσο χρειαζόταν για
να νιώσει την έντονη ηδονή του κορμιού της. Και σαν μετά απ’ αυτή την
πλήρη ευχαρίστηση η ακινησία της απλώθηκε στο σώμα της, σηκώθηκε ελαφρά
κι ακουμπισμένη πάνω στο στήθος του άντρα απόμεινε να τον κοιτάζει
αμίλητη για πολλή ώρα, μ’ ένα αόριστο κι ακαθόριστο συναίσθημα.
<< Τι νύχτα κι αυτή! >> ψιθύρισε με μια τρυφερότητα, κάποια στιγμή ο άντρας και την αγκάλιασε με στοργή.
<< Ναι! Ήταν υπέροχη! >> συμπλήρωσε με υπέρμετρη χαρά και η γυναίκα και τον κάρφωσε με τα λάγνα μάτια της.