28.9.19

Δεν χρειάζεται ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο για τον καρκίνο του προστάτη

Οι άντρες με καρκίνο του προστάτη μπορούν να αποφύγουν την ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο, σύμφωνα με νέα έρευνα που αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επανεμφάνισης της νόσου πέντε χρόνια μετά το χειρουργείο ανάμεσα στους άντρες που είχαν ακολουθήσει ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά την επέμβαση και σε εκείνους που την έκαναν αργότερα

Δεν υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επανεμφάνισης καρκίνου του προστάτη πέντε χρόνια μετά το χειρουργείο ανάμεσα στους άντρες που ακολουθούν ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά την επέμβαση και σε εκείνους που κάνουν αυτή τη θεραπεία αργότερα, μόνο εάν επανεμφανιστεί ο καρκίνος, υποστηρίζει νέα μελέτη
Η μελέτη αυτή, που παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας στην Βαρκελώνη της Ισπανίας, επιχείρησε να διερευνήσει κατά πόσο τα οφέλη της ακτινοθεραπείας μετά το χειρουργείο για τον καρκίνο του προστάτη είναι αρκετά σημαντικά ώστε να ξεπερνούν τις παρενέργειες της θεραπείας.
Διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επανεμφάνισης της νόσου πέντε χρόνια μετά το χειρουργείο ανάμεσα στους άντρες που είχαν ακολουθήσει ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά την επέμβαση και σε εκείνους που έκαναν αυτή τη θεραπεία αργότερα, μόνο εάν επανεμφανιζόταν ο καρκίνος.
Ο Κρις Πάρκερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο και στο νοσοκομείο Royal Marsden, εξηγεί ότι τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βασική προσέγγιση για έναν πρώην πάσχοντα από καρκίνο του προστάτη που έχει εγχειριστεί είναι η τακτική παρακολούθησή του από τους γιατρούς και η ακτινοθεραπεία θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που ο καρκίνος επανεμφανίζεται.
Ο ίδιος προσθέτει ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι στο μέλλον πολλοί άντρες θα αποφύγουν τις παρενέργειες της ακτινοθεραπείας, όπως είναι η ακράτεια ούρων και η στένωση της ουρήθρας που καθιστά επώδυνη τη διαδικασία της ούρησης. Βέβαια και τα δύο αυτά προβλήματα μπορούν να προκύψουν και μετά το χειρουργείο, ωστόσο οι πιθανότητες αυξάνονται αν ο ασθενής υποβληθεί και σε ακτινοθεραπεία.
Η μελέτη αυτή (RADICALS-RT) ανέλυσε δεδομένα από 1.396 άτομα που είχαν υποβληθεί σε επέμβαση για καρκίνο του προστάτη από τη Βρετανία, τη Δανία, τον Καναδά και την Ιρλανδία. Οι μισοί υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά το χειρουργείο ενώ οι άλλοι μισοί απλώς παρακολουθούνταν από τους ειδικούς, με τη μέθοδο της ακτινοθεραπείας να παραμένει ως επιλογή, αλλά μόνο για την περίπτωση επανεμφάνισης του καρκίνου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι την επόμενη πενταετία η επιβίωση χωρίς επανεμφάνιση της νόσου προσέγγιζε το 85% στα άτομα που είχαν λάβει ακτινοθεραπεία και το 88% στα άτομα που δεν είχαν λάβει. Ακράτεια ούρων δήλωσε το 5,3% των ασθενών που είχαν κάνει ακτινοθεραπεία ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους πάσχοντες που δεν έκαναν ήταν 2,7%. Τέλος, στένωση της ουρήθρας παρατηρήθηκε μόνο στο 8% των ατόμων της πρώτης ομάδας ενώ μόλις στο 5% της δεύτερης.
Μια μετα-ανάλυση της συγκεκριμένης έρευνας (ARTISTIC collaboration meta-analysis) επιβεβαίωσε αυτά τα ευρήματα. Σε δείγμα 2.151 ανδρών δεν φάνηκε να υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου τα επόμενα πέντε χρόνια από την επέμβαση ανάμεσα σε εκείνους που έκαναν ακτινοθεραπεία προληπτικά αμέσως μετά το χειρουργείο και σε εκείνους που δεν έκαναν και θα ακολουθούσαν αυτή τη θεραπευτική μέθοδο μόνο σε περίπτωση που ξανανοσούσαν.
Ο Ξαβιέ Μαλντονάντο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Vall d’Hebron υπογραμμίζει ότι με βάση τα αποτελέσματα αυτά η μετεγχειρητική ακτινοθεραπέια θα μπορούσε να παραλειφθεί ή να καθυστερήσει σε ορισμένους ασθενείς. Αυτό, κατά τον ίδιο, είναι σημαντικό αφενός επειδή η διάρκεια της θεραπείας των πασχόντων περιορίζεται και αφετέρου είναι ωφέλιμο για τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι αυτή η θεραπεία είναι ιδιαίτερα ακριβή.
Ο Μαλντονάντο πάντως δεν υποτιμά, αλλά αντιθέτως θεωρεί πλήρως απαραίτητη τη στενή παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά.
Ο ίδιος φιλοδοξεί ότι μελλοντικές έρευνες θα μπορέσουν να ταυτοποιήσουν συγκεκριμένα γονίδια με βάση τα οποία οι γιατροί θα μπορούν να κρίνουν ποια είναι η αποτελεσματικότερη και καταλληλότερη εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση για τον κάθε ασθενή.