16.10.19

«Με ανάγκασαν να υπογράψω την κατάθεση» λέει η 19χρονη Βρετανίδα για τον ομαδικό βιασμό στην Αγία Νάπα

Συνεχίστηκε η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση ψευδούς καταγγελίας Βρετανίδας για ομαδικό βιασμό της – Κατέθεσε για πρώτη φορά η 19χρονη – Αύριο η αντεξέταση της
Συνεχίστηκε σήμερα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου η ακροαματική διαδικασία υπόθεσης, στην οποία Βρετανίδα ηλικίας 19 χρόνων κατηγορείται για δημόσια βλάβη ύστερα από ψευδή καταγγελία για βιασμό της από 12 Ισραηλινούς.
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Αδάμος Δημοσθένους κατέθεσε σήμερα ως τεκμήριο την τελική έκθεση από το υλικό των 12 κινητών τηλεφώνων των Ισραηλινών, την οποία ετοίμασε ο Σπύρος Νικολάου, αρχιαστυφύλακας, που εργάζεται στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων του αρχηγείου Αστυνομίας.
Ταυτόχρονα κατατέθηκε ως τεκμήριο ένα DVD που ετοιμάστηκε επίσης από τον κ. Νικολάου, στο οποίο περιέχονται αρχεία που λήφθηκαν από πέντε κινητά τηλέφωνα των Ισραηλινών. Όπως είπε ο μάρτυρας, ο ανακριτής της υπόθεσης του ζήτησε να απομονώσει από τα κινητά τηλέφωνα οτιδήποτε παρουσίαζε σεξουαλική πράξη και πως ο ίδιος ετοίμασε κατάλογο με τα αρχικά βίντεο που κοινοποιήθηκαν από ένα κινητό στις 02.56 της 17ης Ιουλίου 2019.
Ο κ. Δημοσθένους ζήτησε όπως προβληθεί το DVD κεκλεισμένων των θυρών, ώστε να συσχετιστούν τα στιγμιότυπα που περιέχονται με συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ωστόσο η Ρίτσα Πεκρή, συνήγορος υπεράσπισης της Βρετανίδας έφερε ένσταση, λέγοντας ότι θα ήταν επικίνδυνο για την κατηγορουμένη να δει το σχετικό βίντεο, λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης, παρουσιάζοντας μάλιστα και έκθεση από γιατρό.
Ο Αδάμος Δημοσθένους αποδέχθηκε την παράκληση της κας. Πεκρή ενώ ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Μιχαήλ Παπαθανασίου επικρότησε την ενέργεια του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής.
Στη συνέχεια κατέθεσε ο Μάριος Χρίστου, Λοχίας που υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, ο οποίος πήρε την κατάθεση της κατηγορουμένης ημερομηνίας 27 Ιουλίου.
Ωστόσο όταν έγινε προσπάθεια για κατάθεση της ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, η κα. Πεκρή έφερε ένσταση για τη θεληματικότητα της λέγοντας ότι αυτή λήφθηκε κάτω από πίεση και ακατάλληλες συνθήκες που ανάγκασαν την κατηγορουμένη να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια.
Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε όπως γίνει «δίκη εντός δίκης» για να αποδειχθεί εάν θεληματικά η κατηγορούμενη έδωσε τη συγκεκριμένη κατάθεση ή εάν υπήρχε πίεση εκ μέρους της Αστυνομίας.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κ. Δημοσθένους, ο μάρτυρας είπε ότι η κατηγορούμενη έγραψε την κατάθεση της, ότι διόρθωνε και μονογραφούσε τα λάθη που έκανε, ότι 30 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 28ης Ιουλίου, της διάβασε τα δικαιώματα της στα αγγλικά, ως ύποπτου κατηγορούμενου ατόμου, αλλά η 19χρονη αρνήθηκε να τα υπογράψει λέγοντας ότι ενημερώθηκε γι αυτά από τη μητέρα της που είναι δικηγόρος και πως γνώριζε το νομικό πλαίσιο.
Είπε ακόμα ότι πριν τη λήψη της συμπληρωματικής κατάθεσης έγινε αριθμός διαλειμμάτων, της παρασχέθηκαν ροφήματα, επισκέφθηκε την τουαλέτα, χρησιμοποίησε αρκετές φορές το κινητό της τηλέφωνο, ότι η κατάθεση δεν λήφθηκε υπό οποιαδήποτε πίεση, ούτε κάτω από αντίξοες συνθήκες και ότι δεν την θύμωσε ο οποιοσδήποτε.
Αντεξεταζόμενος από την κ. Πεκρή ο μάρτυρας είπε ότι ήταν ο επικεφαλής των ανακρίσεων της καταγγελίας για ομαδικό βιασμό και μεταξύ άλλων ανέφερε πως η κατηγορούμενη, όταν την ενημέρωσε πως είχε αμφιβολίες κατά πόσον έγινε ομαδικός βιασμός, «προφορικά μου είπε πως όταν ήταν 13 χρονών, είχε υποστεί βιασμό από πολύ φιλικό της πρόσωπο, που δεν κατήγγειλε στην Αστυνομία και ότι παρακολουθείτο από ψυχολόγο γιατί υπέφερε από μετατραυματικό στρες». Όπως είπε ο μάρτυρας, η 19χρονη του ανέφερε επίσης πως «κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης (συναινετικού σεξ) έρχεται στο μυαλό της η στιγμή του βιασμού της και πιθανόν λόγω του μετατραυματικού στρες να πιστεύει ότι υπόκειται σε βιασμό».
Όταν ο μάρτυρας της ζήτησε το όνομα και τη διεύθυνση του ψυχολόγου στη Βρετανία που την παρακολουθεί, για να ζητήσει μέσω της Interpol Λονδίνου επιβεβαίωση των όσων του ανέφερε, η κατηγορούμενη του απάντησε ότι «δεν χρειάζεται γιατί είπε ψέματα, ότι δεν βιάστηκε όταν ήταν 13 χρόνων, πως δεν βιάστηκε ομαδικώς από τους Ισραηλινούς και ότι η καταγγελία της ήταν ψέματα».
Ο κ. Χρίστου είπε επίσης πως όταν ζήτησε να μάθει κατά πόσον η κατηγορούμενη έκανε την καταγγελία για να πάρει χρήματα από την ασφάλεια, αυτή απάντησε «όχι, η μητέρα της είναι δικηγόρος, είναι από πλούσια οικογένεια και δεν χρειάζεται χρήματα και πως κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης με ένα από τους Ισραηλινούς, διαπίστωσε ότι κάποια άτομα βιντεογραφούσαν τη σκηνή, ένοιωσε προσβεβλημένη και ντροπιασμένη και γι`αυτό έκανε την καταγγελία».
Κληθείς από την κα. Πεκρή να αναφέρει κατά πόσον έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα γραπτά μηνύματα που υπήρχαν στα 12 κινητά τηλέφωνα που κατάσχεσαν από τους Ισραηλινούς, ο μάρτυρας είπε πως «αυτά είναι ιδιωτική επικοινωνία και απαγορεύεται, δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να τα δούμε. Ασχοληθήκαμε με φωτογραφίες και βίντεο και όχι με μηνύματα» είπε και σημείωσε πως μετά την καταγγελία από την 19χρονη για ομαδικό βιασμό της, η Αστυνομία κλείδωσε το διαμέρισμα αλλά δεν έβαλε φρουρό, έγινε η σύλληψη των υπόπτων Ισραηλινών και την επομένη ημέρα, πήγε με ιατροδικαστή, φωτογράφο και άλλους αστυνομικούς και διενήργησαν έρευνες.
Η υπεράσπιση αμφισβήτησε ότι η ανακριτική ομάδα έκανε καλή δουλειά για την υπόθεση, με τον μάρτυρα να αναφέρει πως «εγώ και η ομάδα μου κάναμε καλή δουλειά».
Σε άλλες ερωτήσεις της κας. Πεκρή ο μάρτυρας απάντησε πως μετά την καταγγελία έγιναν αναλύσεις στην κατηγορούμενη και ανιχνεύτηκε ουσία που καταδεικνύει ότι έκανε χρήση κοκαΐνης, προσθέτοντας πως δεν άλλαξε η συμπεριφορά του, δεν έγινε επιθετικός και ούτε φώναξε στην κατηγορουμένη, όπως υποστήριξε η 19χρονη, και πως δεν είχε πρόθεση να της δείξει το βίντεο, κάτι που δεν ζήτησε.
Ερωτηθείς τι περιείχε το βίντεο ο κ. Χρίστου είπε πως δείχνει την κατηγορουμένη «να κάνει συναινετικό σεξ με ένα άτομο, πως καθόταν πάνω του, δύο άλλα άτομα να μπαίνουν στο δωμάτιο με το ένα να κρατά τηλέφωνο και να γελάνε, ότι η 19χρονη ψιθύρισε κάτι στο άτομο που καθόταν πάνω του, ο οποίος έδιωξε τα συγκεκριμένα άτομα από το δωμάτιο».
Η κα. Πεκρή υπέβαλε στον μάρτυρα ότι είπε στην κατηγορούμενη πως εάν δεν παραδεχθεί ότι είπε ψέματα για τον ομαδικό βιασμό της, θα έβγαζε διεθνές ένταλμα σύλληψης του φίλου της Jacob, πως θα είχε πρόβλημα η φίλη της Rebecca και ότι δεν θα της έδινε το διαβατήριο για να φύγει από τη Κύπρο.
Ο κ. Χρίστου απάντησε αρνητικά σε όλες τις υποβολές και σημείωσε πως μετά τη λήψη της συμπληρωματικής κατάθεσης της κατηγορουμένης στις 27/7/19, την ανάγνωση του μαρτυρικού υλικού και αφού είδε τα βίντεο, του ηγέρθηκαν υποψίες, ως προς την αλήθεια του ομαδικού βιασμού, αφού υπήρχαν όπως είπε διαφορές στις καταθέσεις της 19χρονης που δεν συνάδουν με τα βίντεο.
Ακολούθησε η κατάθεση της Μαρίας Παναγή, που εργάζεται ως Κοινωνική Λειτουργός στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Αμμοχώστου και ήταν μαζί με την 19χρονη όταν στις 27 Ιουλίου η Αστυνομία πήρε συμπληρωματική κατάθεση. Ανέφερε ότι η κατάθεση ήταν πολύωρη, πως γίνονταν τακτικά διαλείμματα, δινόταν χρόνος στην κοπέλα να απαντήσει τις ερωτήσεις, αφού ορισμένες φορές ήταν αφηρημένη και πως δεν υπήρχε επιθετική συμπεριφορά από τους ανακριτές στην κατηγορουμένη.
Η κα. Παναγή είπε ακόμα ότι η 19χρονη ανέφερε πως η μητέρα της ήταν δικηγόρος και ότι γνώριζε το νομικό πλαίσιο, ότι είχε υποστεί βιασμό σε πολύ μικρή ηλικία από κοντινό της άτομο και γι’ αυτό έπασχε από μετατραυματικό στρες και παρακολουθείτο από ψυχολόγο. Η κατηγορούμενη είχε αναφέρει επίσης, πως όταν είχε ερωτική πράξη, επανέρχονταν στο μυαλό της οι σκηνές του βιασμού της. Πρόσθεσε ακόμα πως όταν ο αστυνομικός της ζήτησε το όνομα και τη διεύθυνση του γιατρού της στο Λονδίνο, για επιβεβαίωση των όσων ανέφερε, η 19χρονη απάντησε πως «είπε ψέματα για το βιασμό της σε μικρή ηλικία, για το ότι παρακολουθείτο από γιατρό και για τον ομαδικό βιασμό της».
Ταυτόχρονα επιβεβαίωσε τα όσα είπε ο κ. Χρίστου, ότι δηλαδή δεν έκανε τη ψεύτικη καταγγελία για να πάρει χρήματα από την ασφάλεια, αφού «η μητέρα της είναι δικηγόρος, ότι ήταν από πλούσια οικογένεια και πως κατά το επίδικο βράδυ όταν είχε σεξουαλική επαφή με ένα εκ των Ισραηλινών και δύο άλλα άτομα την βιντεογραφούσαν, ένοιωσε εξευτελισμένη και έκανε την ψεύτικη καταγγελία».
Στα πλαίσια της δίκης εντός δίκης κατέθεσε επίσης ο Ανδρέας Νικολέττης, αρχιαστυφύλακας που υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, μέλος της ανακριτικής ομάδας, ο οποίος απαντώντας σε ερωτήσεις της κας. Πεκρή είπε ότι «σε καμία περίπτωση δεν ασκήθηκε πίεση στην κατηγορουμένη για να γράψει τη θεληματική της κατάθεση, πως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η κατάθεση ήταν εντάξει, αφού τα γραφεία του ΤΑΕ είναι καινούργια, ότι σε καμία περίπτωση δεν υποπτεύθηκα ότι η 19χρονη δεν έλεγε την αλήθεια, την χειριστήκαμε ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και θύμα βιασμού και πως δεν είχα κανένα λόγο να αμφισβητήσω μέχρι εκείνη την ώρα, ότι είχε πέσει θύμα βιασμού».
Στη συνέχεια κατέθεσε η κατηγορούμενη, η οποία αναφέρθηκε στα γεγονότα της 27ης Ιουλίου, πριν και κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής της κατάθεσης και μεταξύ άλλων είπε πως ο ανακριτής της υπόθεσης της είχε πει ότι το βίντεο της 17ης Ιουλίου έδειχνε ότι είχε ομαδικό συναινετικό σεξ, κάτι που όπως είπε «δεν μπορεί να ήταν αλήθεια».
Ανέφερε ακόμα ότι είχε πει στους ανακριτές πως η μητέρα της είχε πτυχίο νομικής και όχι ότι είναι δικηγόρος, πως ζήτησε να έχει δικηγόρο αρκετές φορές αλλά η Αστυνομία της αρνήθηκε, πως επαναλάμβανε ότι είχε υποστεί ομαδικό βιασμό, ενώ αναφέρθηκε και στην ενδεχόμενη σύλληψη του φίλου της Jacob για συνωμοσία και ότι η φίλη της Rebecca θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα.
Ανέφερε ακόμα ότι έστελνε συνεχώς μηνύματα με το κινητό της τηλέφωνο στη μητέρα της που ήταν στην Κύπρο, στη φίλη της Rebecca και σε άλλους φίλους της στη Βρετανία, λέγοντας τους ότι η Αστυνομία την ανάγκασε να υπογράψει θεληματική κατάθεση, σύμφωνα με την οποία η καταγγελία της για ομαδικό βιασμό της ήταν ψεύτικη, ότι φοβόταν πολύ για τη ζωή της, ότι ήταν υπό σύλληψη και ζητούσε επειγόντως βοήθεια.
Η κατηγορούμενη είπε επίσης ότι η μητέρα της επικοινώνησε με τη Βρετανική Αστυνομία και την Βρετανική Υπάτη Αρμοστεία στην Κύπρο, ενώ ισχυρίστηκε ότι οι αστυνομικοί το βράδυ της 27ης Ιουλίου «άλλαξαν συμπεριφορά απέναντι της και έγιναν επιθετικοί».
Η 19χρονη ανέγνωσε ενώπιον του Δικαστηρίου τα μηνύματα που αντάλλαξε το βράδυ της 27ης Ιουλίου, με τη μητέρα της, τη φίλη της Rebecca και άλλους φίλους της στη Βρετανία.
Σε ερώτηση της δικηγόρου της κατά πόσον έδωσε κατάθεση με τη θέληση της, η κατηγορούμενη απάντησε «όχι. Με ανάγκασαν να δώσω την κατάθεση, εγώ έλεγα αλήθεια όταν είπα ότι βιάστηκα» από τους Ισραηλινούς.
Η δίκη εντός δίκης θα συνεχιστεί αύριο Τετάρτη 16 Οκτωβρίου, με την μαρτυρία της φίλης της κατηγορουμένης Rebecca που ήρθε στην Κύπρο από τη Βρετανία, ενώ αναμένεται να καταθέσει με τηλεδιάσκεψη και η ψυχολόγος που παρακολουθεί την 19χρονη αφού λόγω φόρτου εργασίας δεν ήταν δυνατόν να έρθει στο νησί.
Ωστόσο ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν υπάρχει στην Κύπρο νομολογία αναφορικά με το θέμα της τηλεδιάσκεψης και παρέπεμψε στην ακροαματική διαδικασία που θα συνεχιστεί αύριο.


 cyprustimes.com