14.10.19

Χρονογράφημα - Τι ‘ναι ο άνθρωπος!

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

  Κόντευε μεσημέρι που μπήκα στο μεγάλο καλντερίμι να το ανέβω. Οι λόγοι δυο. Ο ένας η υφαρπαγή της μαγείας να οδοιπορώ πάνω στις πέτρες και ο άλλος η στάση στην πάνω ρούγα στο σπίτι ενός φίλου. Όλα αλλαγμένα επί το σύγχρονο από την εποχή που έμενα εκεί ως ένοικος σ’ ένα ισόγειο, μαθητής γυμνασίου. Σπίτια μοντέρνα, χωρίς γλάστρες στις αυλές βουβές από τις φωνές των παιδιών, με απουσία της πανηγυρικής θητείας της παλιάς γειτονιάς.
   Ο φίλος με δέχτηκε εγκάρδια και συγκινημένος. Μάστορες αξεπέραστοι στην προσωπογραφία από την εφηβεία, μαζί στο ίδιο θρανίο, στο γυμνάσιο, στην Ακαδημία κολλητοί και στη ζωή μετά. Αγνόησε τη γραφή και << οι δυο έσονται εις σάρκα μία >> κι έμεινε μαγκούφης. Είπαμε πολλά, απολαύσαμε την αφήγηση, μία από τις ιστορίες, αυτή με το γάτο στα πόδια της φιλολόγου μάς έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρύων.
    << Τον είχα κρύψει στη τσάντα >> αν θυμάσαι. Όταν αυτή η ξουράφου  σηκώθηκε στον πίνακα τον αμόλησα στα πόδια της.  Νιάου ο γάτος, τις φωνές αυτή και κίτρινη κάθισε στην έδρα. Αστραπή ο γάτος βγήκε από την πόρτα κι έγινε μπουχός! >>
     Όταν εξαντλήσαμε την κουβέντα, μείναμε σιωπηλοί. Ο φίλος δάκρυσε, με κοίταξε με βλέμμα αβάσταχτου πόνου και μου είπε: <<  Μόνος στην κρύα κάμαρά μου χρόνια τώρα! Θα με θάψουν σαν άνθρωπο τουλάχιστον όταν με βρούνε πεθαμένο; >> << Τι ‘ναι αυτά που λες; >> τον μάλωσα. Μέσα σε συγκίνηση άρχισε ν’ απαγγέλει το ποίημα του Κώστα Ουράνη: << Θα πεθάνω ένα πένθιμο δείλι/ μες στην κρύα κάμαρα όπως έζησα./ Στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω/ και τους γνώριμους δρόμους που σκορπάει ο δρόμος.// Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι/ μέσα σ’  έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία./ Θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ‘ρθει ο αστυνόμος,/ θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.// Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε - πότε χαρτιά,/ θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: << Τον Ουράνη μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε… >>/ Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας:  << Μ’ αυτός έχει πεθάνει!>>// Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας./  << Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα ζούσε! >>/ και βουβοί το παιχνίδι τους θα αρχινήσουνε πάλι.// Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου/ και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,/ όπου θα ‘ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως –ίσως οι οχτροί μου./ …Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι/ σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβουο Παρίσι./ Και μια Καίτη θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,/ θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει.