Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Το γήρασμα του σώματος και της ψυχής μου είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι. Δεν περιμένω εγκαρτέρηση καμιά… >>
Μένουν στη στροφή πιο πάνω από το σπίτι μου. Ζευγάρι. Ενενήντα ο
σύζυγος, ογδόντα πέντε η συμβία του. Φλύαρος και ανηλεής ο χρόνος τους
φόρτωσε με τα δυσβάσταχτα γηρατειά , είρωνας τους περιπαίζει
προσαγορεύοντάς τους, << γεροντάκια >>.
Το σπίτι τους μικρό, λιτό, πέτρινο. Με θέα στο Ιόνιο, στο κάστρο των
Γιγάντων και πέρα στα νησιά του Κάλβου και του Σολωμού. Χαμογελαστός ο
κυρ Κώστας, διηγείται, δείχνοντάς μου τα δυο σπουργίτια που τσιμπολογάνε
στο στενό σοκάκι. << Τα βλέπεις; Έρχονται συχνά. Τα γνωρίζω όπως
τους γείτονες, τους περαστικούς και τους τουρίστες. Τόσα χρόνια εδώ, και
τι δεν είδαμε! Σπίτια να φτιάχνονται, σπίτια να γκρεμίζονται, δρόμοι να
πλαταίνουν, δέντρα να κόβονται, άλλα να τα ρίχνει κάτω ο βοριάς.
Ετοιμόγεννες είδαμε να φεύγουν για το μαιευτήριο, παιδιά πρωτάκια να
κλαίνε πηγαίνοντας για το σχολείο, έφηβους να αγκαλιάζουν τα κορίτσια
τους, ασθενοφόρα να ουρλιάζουν, φίλους να φεύγουν για τον κήπο των
ψυχών, άλλους να επιστρέφουν από ταξίδια και να μας ρωτάνε: << Όλα
καλά; >>
Και χαρές είδαμε και γάμους και βαφτίσια και γλέντια, όλα τα καλά του θεού και της ζωής.
Το σπίτι μας ήτανε στις δόξες του, το ‘βλεπαν όλοι σαν μια όαση,
ακτινοβολούσε ανθρωπιά, τώρα δυστυχώς, μένει πολλές φορές κλειστό, τα
παντζούρια, τα παράθυρα σφραγισμένα, ο αχός του κόσμου μένει απέξω,
τίποτα από μέσα δεν κοιτά ψηλά το μουσκεμένο από τη δροσιά δάσος του
Ψυχρού και τα χρυσαφένια σύννεφα πάνω στο Ιόνιο! >> Αναστέναξε,
σιώπησε.
Η συμβία του, η κυρά Παναγιώτα, είπε: <<Μας βρήκε το κρυερό
σούρουπο, τι να κάνουμε! Γεράσαμε! Κοντοζυγώνει ο θάνατος! Καθόμαστε εδώ
με το γέρο μου και τον καρτερούμε. Τον περιμένουμε σαν τις πέτρες
άφωνοι και λυγμικοί. Του λέω, του άντρα μου: << Να ‘ρθει να με
πάρει μια νύχτα ήσυχη που θ’ ακώ μόνο το περπάτημα των άστρων! Γιατί
εκεί θα πάω! >> Γελάει τούτος και δεν μιλάει. Μόνο κοιτάζει έξω
στο σοκάκι, και αφουγκράζεται. Τι όμως; Ίσως τα χωνεμένα βήματα της
νιότης μας! Τι να πω; >>
Σιώπησε και η γερόντισσα. Ένα δάκρυ σύφλογο σαν ήλιος κύλησε στα
μάγουλά τους. Ήταν η ώρα που η ζωή τους χρυσαφένια πρόβαλε μπροστά τους.