27.11.19

Οι επιστημονικές εξελίξεις στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα η οποία προσβάλλει το 1% του πληθυσμού των ενηλίκων

Αρθρο της Κατερίνας Κουτσογιάννη Προέδρου του Συλλόγου Ρευματοπαθών Κρήτης, Πανελλήνιας Ομοσπονδίας «ΡευΜΑζην»

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι χρόνια, συμμετρική, πολυαρθρική, αλλά και συστηματική φλεγμονώδης νόσος, που προσβάλλει κυρίως τον αρθρικό υμένα των μικρών αρθρώσεων. Μπορεί να προκαλέσει παραμόρφωση των αρθρώσεων και χρόνια αναπηρία και είναι δυνατόν να συνοδεύεται από εξωαρθρικές εκδηλώσεις (ρευματοειδή οζίδια, αγγειίτιδα) ως αποτέλεσμα της προσβολής διαφόρων ιστών και οργάνων. Είναι μια χρόνια, τυπικά ισόβια νόσος με πολύ μεταβαλλόμενη πορεία. Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή, αποτελεί την πιο συχνή χρόνια φλεγμονώδη αρθροπάθεια και προσβάλει το 1% του πληθυσμού των ενηλίκων. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες αλλά η συχνότητα εμφάνισής της αυξάνει με την πάροδο της ηλικίας. Είναι τουλάχιστον δύο φορές συχνότερη στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες. Διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη ρευματοειδή αρθρίτιδα ενηλίκων καθώς και τη νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα. Η κλινική εικόνα και η πορεία των ασθενών αυτών των δύο κατηγοριών διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους.
Έτσι περιγράφει η ιατρική εγκυκλοπαίδεια τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Εκείνο όμως που πουθενά ή πολύ λίγο αναφέρεται είναι οι συνέπειες της Ρ.Α. σε όλα τα επίπεδα της ζωής των ασθενών και οι δυσκολίες που βιώνουν ζώντας με το δύστροπο αυτό νόσημα. Πόνος, πρήξιμο αρθρώσεων, πρωινή δυσκαμψία, δυσκινησία, ανεξήγητη κούραση είναι τα πιο συχνά συμπτώματα που βασανίζουν τον πάσχοντα, δυσχεραίνοντας την καθημερινότητά του και αναγκάζοντάς τον να τροποποιήσει τον τρόπο ζωής του και να περιορίσει τις δραστηριότητές του τόσο στο εργασιακό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. 
Παρά την  πρόοδο της ρευματολογίας και της χρήσης νέων αποτελεσματικών θεραπειών, δεν επιτυγχάνεται, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, η πλήρης ίαση του νοσήματος. Όλες οι θεραπευτικές επιλογές αποβλέπουν στην ύφεση του νοσήματος, που σημαίνει τον έλεγχο των συμπτωμάτων, την πρόληψη των δομικών βλαβών, την ομαλοποίηση της λειτουργικότητας τους ασθενούς και επομένως τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ο στόχος της θεραπείας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας έχει αλλάξει από την απλή ανακούφιση των συμπτωμάτων στην πρόληψη των δομικών βλαβών  και της αναπηρίας, με αρχικό στόχο την πρώιμη ύφεση και απώτερο στόχο τη μακροχρόνια ύφεση. Αυτό έχει γίνει εφικτό εξαιτίας της αλλαγής του τρόπου θεραπείας: από το «go low slow» στην πρώιμη χρήση των φαρμάκων που τροποποιούν τη νόσο (DMARDs), σε συνδυασμένη θεραπεία ακολούθως με βιολογικά φάρμακα και DMARDS, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή ύφεση. Μετά από σχετικές πανευρωπαϊκές συστάσεις έχει υιοθετηθεί από την επιστημονική κοινότητα η πρακτική «treat to target», που περιλαμβάνει συγκεκριμένα βήματα με τα οποία παρακολουθείται η δραστικότητα της νόσου, προσαρμόζεται ανάλογα η θεραπεία  προκειμένου να βελτιστοποιείται η έκβαση του νοσήματος. Σε όλη αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του ασθενή είναι πολύ σημαντικός.  Πρέπει να είναι κατάλληλα ενημερωμένος σχετικά με τον στόχο της θεραπείας και τη στρατηγική που σχεδιάζεται για την επίτευξη  του στόχου, πάντα σε στενή συνεργασία με τον ρευματολόγο του. Η εμπλοκή του πάσχοντα σ’ αυτή τη διαδικασία τον καθιστά πιο ευαισθητοποιημένο και υπεύθυνο ως προς την τήρηση της θεραπευτική αγωγής.
Ερμηνεύεται όμως η ύφεση με το ίδιο τρόπο από τους γιατρούς και τους ασθενείς; Με βάση έρευνες οι ασθενείς, προκειμένου να χαρακτηρίσουν μια θεραπεία ως επιτυχημένη, θεωρούν ως σημαντικότερους τομείς τη μείωση του πόνου και της κόπωσης καθώς και την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, ενώ οι γιατροί χαρακτηρίζουν ως επιτυχή μια θεραπεία εάν επιτυγχάνεται έλεγχος της εξέλιξης του νοσήματος (Gibofski et al.Health and Quality of life Outcomes-2018-16.211).
Είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντικό, το ταξίδι προς την ύφεση να γίνεται σε στενή συμπόρευση ασθενούς και θεράποντα ιατρού. Οι προτιμήσεις, οι ανάγκες και οι προτεραιότητες του πάσχοντα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν, προκειμένου ο προορισμός να είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, όπως εκείνοι την επιθυμούν και την αντιλαμβάνονται.