7.11.19

Χρονογράφημα - Γράφω για να κάνω την αστική τάξη να ντρέπεται

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

     Κυνικός απέναντι στην αστική τάξη από τα γεννοφάσκια μου.  Οι πρώτες εικόνες πληγές από φριχτό μαχαίρι. Οι λασπωμένες αρβύλες του πατέρα, το άδειο τσουκάλι, οι ρωγμές στην ψυχή της μητέρας που έτριβε τα χέρια να ζεσταθεί.
   Εποχή που η διεφθαρμένη αστική τάξη πλιατσικολογούαε το  πεπλανημένο πόπολο, πλασάροντας πως οι δικοί της ήταν κανονικοί άνθρωποι κι εμείς οι φτωχοί η πλέμπα που ζούσαμε σε πλαστικοποιημένο πλαγκτόν, τρεφόμενοι με άρρωστους μικροοργανισμούς.
     Σ’ αυτό το αστικό χάος ο γεννήτορας δούλευε αγογγύστως , απρόθυμος έδειχνε να καταθέσει τα όπλα του και να μας παραδώσει στον κήπο των ψυχών. Έσκαβε αμπέλια, πούλαγε ξύλα, ξελόγγωνε, εργάτης στο λιτρουβειό, μοχθούσε τον επιούσιο να μας χορτάσει. Τα γράμματά του λίγα, του αρκούσε που έγραφε δυο σειρές, με όλα τα << ήττα >> μαγκουρίτσες και τα << ωμέγα >> κουλουράκια. Ένιωθε περήφανος που μάθαιναν τα παιδιά του γράμματα.  Και στην πόλη που μας έστελνε να λύνουμε ασκήσεις δύσκολες και να διαβάζουμε αρχαίες γραφές. ερχόταν που και που και μας έβλεπε. Κι όλο τον βλέπαμε, λασπωμένο, σκονισμένο, λαδωμένο.
    Όταν συναντιόμαστε στο δρόμο, οι συμμαθητές μου τον απόφευγαν. Παιδιά της αστικής τάξης μακριά του στέκονταν. Ατημέλητος, τη χλεύη τους εισέπραττε. Κι εγώ να ντρέπομαι. Να ντρέπομαι για το φτωχό πατέρα!
    Καλπάζοντας ξέφρενος ο χρόνος στο σήμερα φτάσαμε. Πολλοί ντρέπονται για πολλά. Στις παρέες ο καβγάς σε λιμανίσιο ενικό πάει σύννεφο. Ακούς πράματα που σε πιάνει σύγκρυο. Ο ένας, λέει, ντρέπεται για το βίο του τον αβίωτο που κομπογιαννίτες πολιτικοί τον έριξαν, ο άλλος γιατί το σταυρό των μνημονίων τον κουβαλάνε τα παιδιά του, η Μαρία η περιπτερού γιατί τα τρίκιλα καρβέλια της γίνανε μισόκιλα, ο ταξιτζής ντρέπεται κι αυτός γιατί ο άρτος και οι ιχθύες του μεταμορφώθηκαν σε κουμούτσι ξερό και οσμηρές σαρδέλες.
    Όλοι  ντρέπονται! Κοιτάζω γύρω μου και θυμάμαι τον Καρυωτάκη. Απαγγέλω κι ας με νομίζουν τρελό: << Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι, με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμη ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους >>.
    Ύστερα φεύγω. Πάω να γράψω για να κάνω την αστική τάξη να ντρέπεται.