18.11.19

Υψηλή κατανάλωση στην Ελλάδα - Λάθη των γιατρών συντηρούν την αντίσταση στα αντιβιοτικά

Έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) αποκαλύπτει ότι, το 43% των επαγγελματιών υγείας παραδέχεται ότι έχει χορηγήσει τουλάχιστον μια φορά αντιβίωση ενώ θα προτιμούσαν να μην το είχαν κάνει

Το έλλειμμα γνώσης και τις λανθασμένες συμπεριφορές σχετικά με τη χρήση των αντιβιοτικών μεταξύ των επαγγελματιών υγείας αναδεικνύει η πρώτη στοχευμένη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), που δημοσιεύεται, σήμερα Δευτέρα, με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για την Ορθολογική Χρήση των Αντιβιοτικών (18-24 Νοεμβρίου).
«Αν και στο σύνολό τους οι επαγγελματίες υγείας έχουν καλό επίπεδο γνώσης σχετικά με την αντίσταση στα αντιβιοτικά, η μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερη έμπρακτη δράση. Ειδικά, σε ότι αφορά τη διαχείριση της συνταγογράφησης και την πρόληψη των λοιμώξεων για την καλύτερη προστασία των πολιτών και τη θεραπεία των ασθενών», σημειώνει ο Vytenis Andriukaitis, Επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων της ΕΕ.
Και προσθέτει ότι, «ως γιατρός γνωρίζω ότι έχουμε μεγάλη ευθύνη και πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο κατά της αντίστασης στα αντιβιοτικά και διαρκώς θα πρέπει να εμπλουτίζουμε τις γνώσεις και τις ιατρικές πρακτικές μας πάνω σε αυτό το θέμα».
Και η διευθύντρια του ECDC, Andrea Ammon, συμπληρώνει με τη σειρά της ότι, «οι επαγγελματίες υγείας παίζουν καθοριστικό ρόλο στην καταπολέμηση της αντίστασης στα αντιβιοτικά. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουν επαρκείς γνώσεις ώστε να ενημερώνουν σωστά τους ασθενείς τους. Τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ένας θησαυρός γνώσης για βασικά ζητήματα που αφορούν τους επαγγελματίες υγείας και την αντίσταση στα αντιβιοτικά σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορούν να αξιοποιηθούν σε τοπικό επίπεδο με τις κατάλληλες προσαρμογές ώστε να διασφαλιστεί η βέλτιστη χρήση των αντιβιοτικών, με έμφαση στην αλλαγή στάσης και ιατρικής πρακτικής των επαγγελματιών υγείας».
Η έρευνα
Στόχος της μελέτης ήταν να ελεγχθεί το επίπεδο των γνώσεων των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την επίπτωση της αντίστασης στα αντιβιοτικά στην ανθρώπινη υγεία. Το δείγμα απαρτιζόταν από 18.365 άτομα από τις 28 χώρες μέλη της ΕΕ, περιλαμβανομένης και της Ελλάδα, που απάντησαν σε επτά βασικές ερωτήσεις.

Το εντυπωσιακό είναι ότι μόνο το 58% των συμμετεχόντων μπόρεσαν να απαντήσουν σωστά και στα επτά ερωτήματα.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές οι επαγγελματίες υγείας είχαν καλή γνώση και ήταν ευαισθητοποιημένοι για σημαντικές πτυχές της αντίστασης στα αντιβιοτικά και την ορθή χρήση τους: το 97% απάντησε σωστά ότι τα αντιβιοτικά δεν είναι αποτελεσματικά για το κοινό κρυολόγημα και τη γρίπη. Ενώ μόνο το 50% του γενικού πληθυσμού γνωρίζει ότι τα αντιβιοτικά είναι αναποτελεσματικά έναντι του κρυολογήματος.
Ενδεικτικά, οι ερωτήσεις: «Τα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά έναντι των ιών», «Τα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά έναντι του κοινού κρυολογήματος και της γρίπης» και «Η λήψη αντιβιοτικών σχετίζεται με παρενέργειες ή κινδύνους, όπως διάρροια, κολίτιδα και αλλεργίες», είχαν το υψηλότερο ποσοστό σωστών απαντήσεων: 98%, 97% και 97%, αντίστοιχα.
Η ερώτηση με το χαμηλότερο ποσοστό σωστής απάντησης (75%) ήταν: «Κάθε άνθρωπος που παίρνει αντιβιοτικά διατρέχει αυξημένο κίνδυνο ανθεκτικής στα αντιβιοτικά λοίμωξης».
Η πλειοψηφία του δείγματος (89%) συμφωνούσε ότι η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία και την παραγωγή τροφίμων συντελεί στην αντίσταση στα αντιβιοτικά των βακτηρίων που απειλούν τον άνθρωπο.
Οι νοσηλευτές και οι βοηθοί νοσηλευτικού προσωπικού σε ποσοστό 73% γνωρίζουν τον κανόνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την ορθή υγιεινή των χεριών και είναι πιθανότερο να τηρούν τους κανόνες απολύμανσης των χεριών ακόμα και στην περίπτωση που φοράνε γάντια, όταν πρόκειται να διαχειριστούν ασθενείς ή βιολογικό υλικό (96% και 92%, αντίστοιχα).
Το 43% των επαγγελματιών υγείας που είχαν δικαίωμα συνταγογράφησης ανέφεραν ότι είχαν χορηγήσει τουλάχιστον μια φορά αντιβίωση ενώ θα προτιμούσαν να μην το είχαν κάνει, υπό τον φόβο της επιδείνωσης του ασθενούς ή τυχόν επιπλοκών.
Ακόμα, οι επαγγελματίες υγείας που είχαν άμεση επαφή με ασθενείς ή το κοινό σε ποσοστό 25% ανέφεραν ότι δεν είχαν πρόσβαση σε καθοδήγηση για τη διαχείριση μιας λοίμωξης και 33% ότι δεν είχαν πρόσβαση σε πληροφόρηση για την σωστή χρήση των αντιβιοτικών και την αντίσταση στα αντιβιοτικά.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, το 75% του φόρτου υγείας από την αντίσταση στα αντιβιοτικά στην ΕΕ αποδίδεται σε λοιμώξεις εντός του συστήματος υγείας, ενώ πάνω από το 50% των λοιμώξεων αυτών μπορούν να προληφθούν.
Εξάλλου το 89% των συμμετεχόντων στη μελέτη συμφωνεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ συνταγογράφησης ή χορήγησης αντιβιοτικών και της αντίστασης σε αυτά, αλλά μόνο το 58% συμφωνεί ότι ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας είναι κομβικός στον έλεγχο της αντίστασης στα αντιβιοτικά.
Το ποσοστό του δείγματος που συμφωνούσε ότι οι επαγγελματίες υγείας έχουν ρόλο-κλειδί στον έλεγχο της αντίστασης στα αντιβιοτικά ήταν υψηλότερο μεταξύ αυτών που εργάζονταν στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (65%), συγκριτικά με όσους εργάζονταν σε νοσοκομεία (56%) και άλλες δομές υγείας, όπως τα φαρμακεία και δομές μακροχρόνιας φροντίδας υγείας (55%).
Η κατανάλωση αντιβιοτικών στην Ευρώπη
Στο πλαίσιο της μελέτης αξιολογήθηκε η κατανάλωση αντιβιοτικών στις 28 χώρες της ΕΕ το 2018, βάσει στοιχείων που αφορούσαν την κοινότητα και το νοσοκομειακό περιβάλλον.

Έτσι το 2018 η μέση συνολική κατανάλωση αντιβιοτικών ήταν 19,8 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους ανά ημέρα (με εύρος διακύμανσης ανά χώρα 9,7-34,0). Η μέση κατανάλωση αντιϊικών ήταν 2,2 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 άτομα ανά ημέρα (με εύρος διακύμανσης ανά χώρα 0,23–6,78).
Σε ότι αφορά στη κοινότητα, η μέση κατανάλωση αντιβιοτικών ήταν 18,3 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 άτομα ανά ημέρα. Στατιστικά σημαντική μείωση παρατηρήθηκε σε 12 χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σλοβενία και Σουηδία), ενώ στατιστικά σημαντική αύξηση σε τέσσερις: Βουλγαρία, Ιρλανδία, Πολωνία και Λετονία.
Η μέση αναλογία κατανάλωσης ευρέως φάσματος πενικιλινών, κεφαλοσπορίνων, μακρολίδων (εκτός της ερυθρομυκίνης) και φλουοροκινολόνων ως προς την κατανάλωση στενού φάσματος πενικιλίνων, κεφαλοσπορίνων και μακρολίδων στην κοινότητα ήταν 2,84. Η μέση κατανάλωση αντιμυκητισιακών στην κοινότητα ήταν 1,0 ημερήσια δόση ανά 1.000 άτομα ανά ημέρα.
Στατιστικά σημαντικές μειώσεις παρατηρήθηκαν σε πέντε χώρες: Βέλγιο, Φινλανδία, Λετονία, Λουξεμβούργο και Νορβηγία και σημαντική αύξηση σε έξι: Βουλγαρία, Κροατία, Δανία, Ιρλανδία, Μάλτα και Σουηδία.
Η μέση κατανάλωση καρβαπεμένων στο νοσοκομειακό περιβάλλον ήταν 0,04 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 άτομα ανά ημέρα. Σημαντικές αυξήσεις καταγράφηκαν σε έξι χώρες: Βουλγαρία, Κροατία, Δανία, Εσθονία, Ουγγαρία και Μάλτα και σημαντική μείωση σε δύο: Πορτογαλία και Νορβηγία.
Τα ανθεκτικά μικρόβια
Το 2018 πάνω από τα μιστά στελέχη του βακτηρίου Escherichia coli που προκαλεί διάρροια και πάνω από το ένα τρίτο των στελεχών της Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας ήταν ανθεκτικά σε τουλάχιστον μια ομάδα αντιβιοτικών, ενώ συχνή ήταν και η αντίσταση σε αρκετά αντιμικροβιακά.
Τα ποσοστά αντίστασης ήταν γενικά υψηλότερα σε ότι αφορά στην Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας συγκριτικά με το E. Coli, ενώ η αντίσταση του στην καρβαπενέμη ήταν σχετικά σπάνια. Ωστόσο χώρες ανέφεραν ποσοστά αντίστασης στην καρβαπενέμη άνω του 10% σε ότι αφορά στην Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας.

Ανθεκτικότητα στην καρβαπενέμη είχαν επίσης η αεριογόνος ψευδομονάδα και το ακινετοβακτήριο, σε ποσοστά υψηλότερα από αυτά της Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας.
Σε ότι αφορά στον στρεπτόκοκκο της πνευμονίας, η αντίσταση στα αντιβιοτικά το 2018 ήταν σταθερή, ενώ η αντίσταση του χρυσίζοντος σταφυλόκοκκου είχε μειωθεί, αν και παραμένει ένα σημαντικό παθογόνο στην ΕΕ.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η αύξηση της ανθεκτικότητας του εντερόκοκκου των κοπράνων στην βανκομυκίνη, καθώς από 10,5% το 2015, το 2018 είχε φτάσει στο 17,3%.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Με ένα ποσοστό πληθυσμιακής κάλυψης 68% τα δεδομένα του ECDC που αφορούν στη χώρα μας το 2018 για τα προαναφερόμενα μικρόβια και βακτήρια, δείχνουν μια τάση σταθεροποίησης, συγκριτικά με την υπόλοιπη ΕΕ. Δηλαδή τόσο τα ανθεκτικά στελέχη όσο και η αντίσταση στα αντιβιοτικά παραμένουν σε όμοια επίπεδα το 2018 με αυτά του 2017.

Ωστόσο την περασμένη εβδομάδα σε εκδήλωση του Ελληνικού Δικτύου Υγιών Πόλεων η κυρία Ελένη Γιαμαρέλλου, Καθηγήτρια Παθολογίας ΕΚΠΑ, Λοιμωξιολόγος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας, είχε υπενθυμίσει ότι «σε επανειλημμένες επίσημες μετρήσεις η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών στην Ευρώπη που καταναλώνουν τα περισσότερα αντιβιοτικά στην κοινότητα, εκτός νοσοκομείου, όπως π.χ. κεφαλοσπορίνες, πενικιλίνες, μακρολίδες και κινολόνες και μάλιστα σε πολλαπλάσιες ποσότητες συγκριτικά με εκείνες που καταναλώνονται στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες.
Ενώ η κυρία Κυριακή Κανελλακοπούλου, καθηγήτρια Παθολογίας- Λοιμώξεων ΕΚΠΑ και Γενική Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας είχε συμπληρώσει πως «οι 8 στις 10 αντιβιώσεις που χορηγούνται στα παιδιά είναι άσκοπες, καθώς προκαλείται ανησυχία από έναν πονόλαιμο ή δέκατα πυρετού και αυτό που χρειάζεται είναι ξεκούραση και ούτε καν επίσκεψη σε γιατρό, όχι φυσικά αντιβίωση. Στους δε ενήλικες το ποσοστό μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερο δηλαδή 9 στις 10 αντιβιώσεις να λαμβάνονται ασκόπως».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η υψηλή αντοχή των μικροβίων στα αντιβιοτικά, όχι μόνο στα νοσοκομεία αλλά και στην κοινότητα, με ό,τι αυτό σημαίνει για την έκβαση της μάχης των ασθενών έναντι των μικροβίων. Ενδεικτικά αναφέρθηκε στην εκδήλωση ότι το μικρόβιο του πνευμονιόκοκκου έχει αποκτήσει 40% αντοχή και πως οι μισοί που προσβάλλονται από αυτό δεν θα θεραπευτούν ενώ «δυναμώνει» συνεχώς και το κολοβακτηρίδιο (που προκαλεί ουρολοιμώξεις) με αντοχή στην κοινότητα έως και 15%.
Δικαιολογημένα λοιπόν η επιστημονική κοινότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, υπό το βάρος και των νεότερων στοιχείων του ECDC ζητά τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της κατανάλωσης των αντιβιοτικών τουλάχιστον κατά 90% στην κοινότητα προκειμένου να γίνουν τα πολύτιμα αυτά φάρμακα και πάλι αποτελεσματικά.