22.12.19

ΔΙΗΓΗΜΑ - Η εικαστικός

Του  Παναγιώτη Αντωνόπουλου   

       Στη νέα μου γειτονιά το παλιό τριώροφο με τα κόκκινα κεραμίδια και τις ορτανσίες στα μπαλκόνια του με μάγεψε. Τόσο ωραίο και κομψό ήταν  στη θέση του.
       Το φθινόπωρο, τ’ απογεύματα, μετά το διάβασμα περνούσα από το δρόμο του και το θαύμαζα. Μου άρεσε να βλέπω τον ήλιο που μετά από ένα βασανιστικό μεσουράνημα πηγαίνοντας να πέσει στο Ιόνιο, έριχνε τις ακτίνες του πάνω του. Και τότε τα τζάμια του αντανακλούσαν σκιές και  αχτιδωτές γραμμές. Σε όσα παράθυρα ήταν κλειστά  φανταζόμουν πως οι κόκκινες λουρίδες, που έμπαιναν από τις μισάνοιχτες γρίλιες, έπεφταν στα ακριβά σιδερένια κρεβάτια, στα έπιπλα από ξύλο καρυδιάς και τις βαριές και καλαίσθητες πόρτες με τα μπρούτζινα πόμολα.
        Μέσα δεν έβλεπα. Έτσι απόμενα να χαζεύω το νεοκλασικό και να νοσταλγώ τα αξέχαστα χρόνια τής κτίσης του. Ήταν χτισμένο γερά, με το μεράκι τής τέχνης του παλιού καιρού, από τεχνίτες με γιγάντια στήθη και πλατιές καρδιές. Τα ακροκέραμά του στις τέσσερις γωνίες του που έμοιαζαν σαν αετοί, κάρφωναν τα πόδια μου, όταν κινούσα για το γυμνάσιο και δεν περπατούσα. Μια βοκαμβίλια το σκέπαζε προστατευτικά στη δυτική του όψη, φτάνοντας ως το τρίτο όροφο εκεί που δέσποζε ένα μπαλκόνι ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα δυο. Ένα μπαλκόνι με μαύρες σιδεριές που παρίσταναν δυο ερωδιούς σε τρυφερή στάση, ράμφος  αιχμηρό και φτερά γιορτινά. Σ’ αυτό το μπαλκόνι τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη πρωτοείδα τη γυναίκα, τη γυναίκα αγάπη, τη μοσκοβολούσα άρωμα από γιασεμί. Την είδα να κάθεται σε άσπρη καρέκλα με ψηλή ράχη και με αυστηρή πειθαρχία να ψάχνει σ’ ένα περιοδικό τη γεύση τής γραφής. Η μέθη της με κυρίεψε. Το στιγμιαίο ανάδεμα του κορμιού της μ’ έσβησε. Το βλέμμα της γλίστρησε στις σκοτεινές στοές τού είναι μου. Η φωτιά της έκαψε την ισχνή σάρκα μου. Όλα της τα ρόδα έγιναν ένα ηλιοβασίλεμα πλημμυρισμένο ροδί και τριανταφυλλί.
       Πόσων Μαϊων να ήταν; Ο χρόνος έπιανε γλυκιά κουβέντα μαζί της κι εγώ ζήλευα. Αυτό έκανε να κρατώ το βλέμμα μου πάνω της και να ξεντύνω το φθαρτό περίβλημα της ομορφιάς της.  Σώμα μοντέλου, μέσα σε λευκή φούστα, με μαύρο πουλόβερ που κάρφωνε τη σιωπή σαν έντυνε τους σμιλεμένους ώμους. Τα μαλλιά της ίσια, μακριά στριφτές μετάξινες λουρίδες φιλούσαν τον αέρα. Κι αυτό το πρόσωπο! Ω! θεία τύχη, στολίδι χρυσού, όνειρο μουσικής στις φυλλωσιές τού χρόνου.
        Μου μπήκε ιδέα σκληρή. Αν την κοιτούσε άλλος, το θάνατό του θα ζητούσα σε μονομαχία δεινή. Την αγάπησα; Δεν ξέρω. Τα σωθικά μου όμως έτρωγε μια ριπή αέρα φονικού.
        Αναζήτησα την άλλη ζωή της. Αυτή που δεν έβλεπα και διέσχιζε τις βουερές μέρες της και τα άγρια βράδια της. Και έμαθα πως ήταν εικαστικός, που με τις πινελιές της όριζε την παγωμένη στάση των πραγμάτων. Και διάβαζα αδηφάγα βιβλία τέχνης να την αντιμετωπίσω, όταν θα συναντιόμαστε, τότε που το αθόρυβο κομμάτι της αγάπης μου θα έσταζε στην καιόμενη σάρκα της.
        Κι όλο τη φανταζόμουν, ντυμένη στα ροζ να ζωγραφίζει. Τα μαλλιά της σκορπισμένα πλάι της, ριγμένα στους ώμους, να φεγγίζουν χυτά, με τον ήλιο τού Ιονίου να της καίει άσβηστο το καντήλι του. Πολλή ώρα στην ίδια θέση, με το χρωστήρα στο χέρι, το βλέμμα της στραμμένο έξω και μέσα να ψάχνει τα σαρκοβόρα χείλη τής τέχνης στη σκόνη των πραγμάτων.
       Κι εγώ περνούσα, μ’ ένα γιασεμί στο χέρι απλωμένο να της αγγίξω φανταστικά την άκρη των χειλιών της. Να διώξω από πάνω της τη ροή τού χρόνου. Να της δείξω το δρόμο με τα βάγια στον ερχομό τού έρωτα. Κι έγινα ρομαντικός. Και περνούσα με το γιασεμί στο χέρι και τη χαιρετούσα,  τραγουδώντας στίχους φαγωμένους από ανέμους σφοδρούς: << Ποιος ήλιος λαμπερότατος σου ‘δωσε την ανθάδα και ποια μηλιά, γλυκομηλιά τη ροδοκοκκινάδα; >>
      Και τότε μου μπήκε η ιδέα να μάθω τι ζωγράφιζε. Σίγουρα σκεφτόμουν τοπία από τη φύση με ελιές και πλατάνια, με θάλασσες ελληνικές, λείες σαν λάδι που σχίζουν τα νερά της καίκια και βαρκούλες. Προσωπογραφίες ισχυρών ανδρών, ευεργετών, βασιλιάδων και πασάδων. Μπορεί και ξυπόλυτα παιδιά, νεκρούς κάτω απ’ το φεγγάρι, μεθυσμένους να πίνουν το κρασί τους στη σκοτεινή ταβέρνα.
      Κι ενώ μ’ έτρωγαν αυτές οι σκέψεις ήρθε το Τριώδιο. Λίγο πριν την Κυριακή της Αποκριάς βρήκα ένα χαρτί ριγμένο στην πόρτα μου. Το ποδοβολητό τού χρόνου σταμάτησε με μιας. Στη νεκρή σιωπή ξερίζωσα μια - μια τις λέξεις και τις διάβασα. Με καλούσε στο χορό των μεταμφιεσμένων στο σπίτι της! Άρα μ’ αγαπούσε! Ω! Τα μαλλιά της ένα δεμάτι στάχυα απλώθηκαν γύρω μου.
      Δανείστηκα τη στολή και ντύθηκα Δον Ζουάν για να την κατακτήσω. Η αίθουσα του χορού περίφημη με  διακόσμηση διονυσιακής μέθης. Μέχρι ν’ αρχίσει ο χορός μάζευα σταλαγματιές από φως να τις χαρίσω. << Αγάπη μου δε φοβάμαι πια …>> τραγούδησα και φαντάστικα στα μάτια της κοπάδια να κατεβαίνουν τ’ άστρα στη γη.
        Το μυστικό της ευτυχίας μου ήτανε εκείνη. Θαύμαζα τη διακόσμηση.  Βαριές και ακριβές πράσινες κουρτίνες κρέμονταν στους τοίχους, στολισμένες με κάτασπρες μαργαρίτες και έγχρωμες μάσκες. Λευκά κεριά σε ορειχάλκινους κηροστάτες τις φώτιζαν σκορπώντας άπλετα τις φωτεινές  ανταύγειες. Βελούδινες επιφάνειες στα έπιπλα περιγράφανε μέρες του ονείρου.
        Στο κάδρο ο Έρωτας χόρταινε τη δίψα του για ηδονή αναδεύοντας το αύριο  και το χθες στο κορμί της γυμνής γυναίκας. Ο λαιμός της από μέταλλο στιλπνό, στα στήθη της δυο ξεπεταρούδια που ράμφιζαν τη σιωπή.
       Δυτικά η παντοδύναμη εταίρα, αισθησιακή εμφάνιση με το μοσχοβόλημά της ζωντανό. Υπογραφή: Στέβη.
        Παντού αγάλματα με μάτια φωσφορικά, πινακάκια με αγριμάκια στις πηγές να πίνουν νερό, χρυσαφένια μαλλιά λευκόθεων κοριτσιών να πιάνονται σε δίχτυα.
        Άρχισε ο χορός. Η ζωγράφος η Στέβη ήρθε ντυμένη Κολομπίνα. Η σάρκα μου πόνεσε στα χτυπήματα της καρδιάς μου, το άρωμά της ανάβλυσε καυτό και θείο από το φλεγόμενο σώμα της.
       Άλλαζε τους καβαλιέρους τον έναν μετά τον άλλον. Κι όταν ήρθε η σειρά μου, άπλωσε τα χέρια της και μου ψιθύρισε  << έλα ! >> με χείλη φωτιά και μ’ έριξε στην αγκαλιά της. Μοσχοβόλησε ο κόρφος της. Βαριά μυρωδιά απόπνεε το σώμα της. Αποκαρώθηκα. Βάρυναν τα πόδια μου, ένιωσα ανύπαρκτος, εξαντλημένος.
        Χόρευα κι έτρεχα δρασκελίζοντας σ’ όλη την αίθουσα, σφίγγοντας τους λεπτούς αγκώνες της με χάδι λεπτό. Σήκωνε τους ώμους της, με τρέλαινε με τις φιγούρες, μου ψιθύριζε λέξεις γυμνές με αιθέρια μουσική.
         --- Τι κάνεις; με ρώτησε και η φωνή της αεράκι μυρωμένο, χύθηκε μέσ’  από τη μάσκα.  Βρέθηκα κρεμασμένος στο τεντωμένο τύμπανο τ’  ουρανού.
          --- Καλά! Μαθήματα πολλά και η κούραση ένα χλωμό φεγγάρι που δε λέει να δύσει! της είπα και άγγιξα την άκρη του στήθους της.
          --- Τα αγαθά κόποις κτώνται! είπε και κόλλησε πάνω μου την ανάσα της.
           --- Κι εσύ; Κουράζεσαι πολύ;
          --- Πολύ!
          --- Τι φτιάχνεις;
          --- Ιδέες από χρώματα! Να έρθεις μια μέρα να τα δεις!
         Χόρευα ζώντας μόνο τη στιγμή.  Με ρώτησε:
          --- Πώς λειαίνεις το χρόνο σου; Πώς περνάς;
          --- Μουντζουρώνω χαρτιά, γράφω στίχους, φτιάχνω προτάσεις με ανεξίτηλα νοήματα.
          Γέλασε. Το άναμμα της φωτιάς στα μάτια της με τύφλωσε. Ω, τα μαλλιά της πως απλώνονταν γύρω της και πλημμύριζαν τους γυμνούς της ώμους.
       Και τότε πήρα την απόφαση.
       --- Σ’ έχω ερωτευτεί! της ψέλλισα, έχω πέσει σ’ έναν άνεμο δυνατό μαζί σου! Κι εσύ το ίδιο νομίζω! Έλεος! Σώσε με!
      --- Άνθισες παράκαιρα Δον Ζουάν μου! Μήνες τώρα στη λεπτή δόνηση της θαλάσσιας αύρας που μπαίνει απ’ το παράθυρό μου διαβάζω την αγάπη ενός άλλου! Εκείνον αγαπώ κι όχι σένα! μου ψιθύρισε τραγουδιστά στ’ αυτί και με αποτελείωσε.
       Ένιωσα να λιώνουν κρύσταλλα, να πέφτουν πάνω μου και να με σφάζουν. Και μετά να θέλω να πετάξω τη μάσκα και να της αποκαλυφθώ! Δε με είχε γνωρίσει; Αγαπούσε άλλον; Τι ήθελε να πει; Ντράπηκα, δείλιασα δεν  το  ‘κανα και την άφησα να γλιστρήσει από τα χέρια μου πηγαίνοντας να βρει άλλον καβαλιέρο. Από κείνη τη στιγμή η ψυχή μου βάρυνε σ’ όλη τη ζωή μου.

        Τον Ιούνιο έφυγα για σπουδές. Το περίγραμμα των χειλιών της το θυμόμουν διαρκώς, παντού όπου και να ‘μουν με έραναν τα χρυσά ρόδα της. Ω, τα μαλλιά της… Δέκα χρόνια μετά στη γειτονιά την αναζήτησα στο μπαλκόνι με τους  δυο ερωδιούς.
        Πέρασα από εκεί. Τα παραθυρόφυλλα κλειστά, το σπίτι έρημο με τις αράχνες να του τρώνε τους τοίχους. Μαραμένα τα λουλούδια και η βοκαμβίλια απότιστη και ξερή.
       Σκυμμένη να κεντάει με πινελιές τους πίνακές της στο καβαλέτο της τη θυμήθηκα. Έτρεξα στη Σταθιώ. Έριχνε τα φλιτζάνια και ήξερε όλα τα σημάδια που είχαν ανοίξει οι σφαίρες τής φωτιάς στους ταπεινούς τής γειτονιάς.
        --- Με το φευγιό σου, μου είπε, τι σύμπτωση, έπεσε σε βαρυχειμωνιά. Δεν έβγαινε στο μπαλκόνι και στα μάτια της είχε δυο σύννεφα βροχής. Τις νύχτες έμενε άυπνη. Κάπνιζε πολύ και έπινε το ένα ποτήρι πάνω στ’ άλλο. Ασήμωσαν οι κρόταφοί της, το σώμα της γέρασε, τα όνειρά της έγιναν νεκρά όστρακα. Είχε τρελαθεί. Τον τελευταίο καιρό δια μιας άφηνε το σπίτι και πήγαινε στο κάστρο και ζωγράφιζε. Έστηνε το καβαλέτο της στο μπαλκόνι του και με ανασηκωμένα μαλλιά, και πετρωμένο βλέμμα σκορπούσε τις πινελιές της. Εκεί στην άκρη τού ύψους έπαιζε με τα σκοτεινά αγκαλιάσματα των καθημερινών πραγμάτων. Από έρωτα είπαν τα ‘κανε αυτά. Το σαπισμένο υλικό του την κατάντησε έτσι. Ποιον αγάπησε; Ποιος αναδυόταν στη ρωγμή τής ζωής της; Κανείς δεν το έμαθε ως τώρα.
        Ο χρόνος ξεχείλισε από τις όχθες του και μου ‘φερε στη μνήμη όλα τα θαυμαστά της. Η Σταθιώ συνέχισε:
       --- Κι ένα δείλι με τους βράχους τού κάστρου βαμμένους σε ροζ και τριανταφυλλί χρώματα γκρεμίστηκε κάτω. Όλο ζωγράφιζε, λένε, ένα παλικάρι, έναν άγγελο μ’ ένα λευκό γιασεμί στο χέρι. Πέταγε το ένα κάδρο κι έφτιαχνε άλλο. Αυτό την τρέλανε. Έρως ανίκατε μάχαν… Τι να πω. Πώς να ζήσει μια ζωή ασπρόμαυρη πίσω από τις πτυχές των πεθαμένων ημερών της;
       << Μ’ ένα γιασεμί στο χέρι; >>
       Όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο τής καρδιάς μου θα γράφω τ’  όνομά της και θα τραγουδώ με στίχους τη νεκρή ομορφιά της που μαστιγώνει, σκληρά, ανελέητα τη ζωή μου. << Στέβη! Ω, τα μαλλιά σου… >>