9.1.20

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Ένας γυμνασιάρχης Κέρβερος

 
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
              Ήταν σκουριασμένος κρίκος της εκπαιδευτικής αλυσίδας και γυμνασιάρχης. Τον λέγαμε << Κέρβερο >> για τη σκληρότητά του αλλά και << Όμηρο >> για την παιδεία του. Ήξερε απέξω όλη την Οδύσσεια, μας απάγγελλε δακρυσμένος κομμάτια της, τώρα νόμιζες μ’ ένα σάλτο θα έβγαινε από την πόρτα, και, μαζί με τον άνεμο θα πετούσε στο Νήριτο, το βουνό της Ιθάκης να  δει τον ήλιο μαζί με τον Οδυσσέα και να τα πούνε.
             Αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια του. Σ’ έκανε κομμάτια με την ίδια ευκολία που έλεγε τους στίχους: <<… είμ’ Οδυσσεύς Λαερτιάδης, ος πάσι δόλοισιν ανθρώποισι μέλω, και μευ κλέος ουρανόν ίκει… >>    <<… είμαι λοιπόν ο Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό …>>
            Πολλά πρωινά έδειχνε μια αποχαύνωση και παραλυσία που του άρεσε να επιβάλλει μετά μανίας έναν άκρατο μηδενισμό συμπεριφοράς. Εισερχόμενοι μετά την προσευχή, έπιανε τον ορθοστάτη της πόρτας κι άρχιζε τις κοκορομαχίες του. Μας ξεσκούφωνε, έπαιρνε τα πηλήκια με την κουκουβάγια και επέβαλλε το δίκιο του. Τα ράβαμε στα πλάγια για να μη φαινόμαστε σαν στρατηγοί κι αυτό του δάγκωνε το λαρύγγι. Τα ξήλωνε και με μια κλωτσιά μας έστελνε σβουριχτούς στην τάξη.
            Στις μαθήτριες οι κοντές ποδιές τού την έδιναν και τις έβλεπε σαν βραχνά του. Τις ξήλωνε και τις κατέβαζε κάτω από το γόνατο. Μετά ένας Ηρώδης χωρίς να λυγίζει η καρδιά του, τις ξεκοτσίδιαζε, πόλεμο με ύβρεις τους κήρυττε  μέχρι εσχάτων.  Τα ύστερά τους μετά στην τάξη επώδυνα, και, η συνέχεια τους κρατούσε όσο το νήμα τους στο σχολείο ήταν άτμητο.
        Τα μαλλιά μας στο χιλιοστό, αν μάκραιναν μας έστελνε στον κουρέα. Ένας που τον ξεγέλασε, τον έστειλε πάλι στον κουρέα και του παρήγγειλε να του ξυρίσει τα φρύδια! Στην επιστροφή μας από τα διαλείμματα μας άδειαζε τις τσέπες και μας έψαχνε. Μύριζε το στόμα μας να ανιχνεύσει καπνό, υποψιαζόταν πως φορτία επικίνδυνα μας βάραιναν. Σ’ έναν της ογδόης, πισωθρανίτη και σκράπα, όταν του βρήκε προφυλακτικά στο τσεπάκι, του τα ‘χωσε στο στόμα κι έγινε το έλα να δεις!  Τον απόβαλε από το γυμνάσιο της πόλης, τον έστειλε σ’ άλλο και του χάλασε τη διαγωγή.
       Πάντα μετά από τέτοια περιστατικά καρφί δεν του καιγότανε. Έμπαινε στην τάξη, απήγγειλε δυο στίχους από τον  Όμηρο, έγραφε στον πίνακα κάποιο ανώμαλο ρήμα και μας έλεγε: << Θέλω ετυμολογικό, αρχικούς χρόνους, παράγωγα, συνώνυμα, αντίθετα και λάθος κανένα! Βουή σας μαύρη αν κάνετε ένα! >>