18.1.20

Χρονογράφημα - Επιμελητής το " καρφί " της καθηγητικής συγκλήτου

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου


             Άλλος ένας σκουριασμένος κρίκος της άρχουσας τάξης και του καθηγητικού ολοκληρωτισμού για να ελέγχει την κοινωνική συμπεριφορά στην τάξη του μαθητικού << υπόκοσμου >>. Παρέμενε μέσα στην αίθουσα την ώρα του διαλείμματος, την εκκένωνε από τους συμμαθητές του, την φρόντιζε και την επιτηρούσε. Εάν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα ενημέρωνε τον εφημερεύοντα εκπαιδευτικό  ή το διευθυντή.
            Εύελπις νέος ακόμη τότε στο γυμνάσιο, αζύμωτος με τη δράκαινα κοινωνία, τούτη η ύποπτη δουλειά του, μου προκαλούσε ψυχολογική φθορά. Δηλαδή οι επιμελητές ήταν σφουγγοκωλάριοι των καθηγητών, πραιτοριανοί του γυμνασιάρχη και χαφιέδες ενδεδυμένοι με τη θεοφιλή αριστεία να καταδίδουν τους μαθητές!
            Στην εβδόμη τάξη είχαμε μια απέριττου κάλλους  επιμελήτρια. Αριστούχο, θεούσα με βούλα, με ορθόστητα στήθη, γάμπες τορνευτές, βλέμμα  << Γοργόνειο >>, μαλλί μαύρο στριφτό σαν φίδια. Η μικρονοϊκή τούτη αριστούχα, δυστυχώς είχε ξεφύγει με την επιβράβευση της πράξης της να φροντίζει την αίθουσα, και, είχε φτάσει να γίνει μία ανήλικη δεσμοφύλακάς μας, μια μαύρη αράχνη που χαιρόταν να μας τσιμπάει, να μας δηλητηριάζει και να πεθαίνουμε.
         Ο γυμναστής ένας νεοναζί μπόγος, εκείνη την ημέρα μας τρέλανε στις ανακάμψεις, στις επικύψεις, στο σημειωτόν και στο στρατιωτικό τροχάδην. Στην αίθουσα ένιωσα τους κοιλιακούς μυς μου ερεθισμένους και τον αποκάλεσα στο συμμαθητή μου, << αρκούδο >>. Η Μέδουσα ήταν εκεί, με άκουσε, κι έτρεξε στο γυμνασιάρχη. Τούτος ο άγριος Αττίλας δε μαδούσε μαργαρίτες, ούτε μας μάθαινε γράμματα, αλλά μας έδερνε. << Πες του, να ‘ρθει στο γραφείο >> μου παράγγειλε και πήγα. << Τι είπε; >> τη ρώτησε. << Ντρέπομαι, δεν μπορώ να πω! >> είπε αυτή και χουχούλιασε πάνω του. Με πλάκωσε στο ξύλο.  Ξύλο να δούνε τα μάτια σας. Για να γλιτώσω, το ΄βαλα στα πόδια και έγινα Λούης.
        Στην τάξη από τότε όταν συναντιόμαστε, τραγούδαγα: χάιντε- χα δυο παλιογατιά, χάιντε- χα πάμε για καβγά… >>, καθόμουν στο θρανίο, της έστελνα μια δαγκωνιά, μια μούντζα και με ελαφρά τη καρδία έσκυβα στο Σοφοκλή.