3.2.20

Χρονογράφημα - Ο γκιώνης

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

     Ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών. Λέγεται και Σκωψ ο κοινός, είναι νυκτόβιος, θερμόφιλος και καλοκαιρινός επισκέπτης. Γνωστός παρά πάσι  τοις Έλλησι και ο μύθος του που συγκινεί. Λέει: Κάποτε ήταν δυο αδέρφια ο Αντώνης και ο Γιώργος. Ο Γιώργος μια μέρα έχασε τ’  άλογα. Στην επιστροφή του στο σπίτι το είπε του αδερφού. Εκείνος θύμωσε και στη λογομαχία πάνω τον σκότωσε. Όταν κατάλαβε τι έκανε, φώναξε και ούρλιαζε. Μετανιωμένος παρακάλεσε το θεό να τον κάνει πουλί. Αυτός τον άκουσε και τον μεταμόρφωσε  σε γκιώνη. ( εκ του Αντώνης ). Ψάχνει τον αδερφό του και φωνάζει: << Γιώργο… Γιώργο… τα βρες τα άλογα;>> Που και που αφήνει κι ένα μακρόσυρτο θλιμμένο, όλο απελπισία: <<γγγ… γγγγ… γγγγγ…γγγ >>.
     Στην εφηβεία μου μια πείνα γαμψόνυχη μ’ έστελνε το μεταμεσονύκτιο στο κτήμα να ποτίζω τα κηπευτικά. Ο μπάρμπα Αλέκος που γειτόνευε έκανε το ίδιο. Έπαιζε και φλογέρα και όταν σταματούσαμε το ψιλό λακριντί το λάλαγε για τα καλά. Εκεί κοντά παρεπιδημούσε και ο γκιώνης. Διψώντας για συντροφιά και απόσυρση της μελαγχολίας του μας επισκεπτόταν τακτικά. Τον περιμέναμε ν’ αρχίσει το κλάμα, τραγούδι για μας, ένα ιδιότυπο θρήνο για  τον ίδιο. Επιδιδόμαστε σε εδαφιαίες τεμενάδες ν’ αρχίσει και ακατάσχετα παρακάλια. Ούτως ή άλλως θα το έκανε. Και άρχιζε: << γκιων! γκιων! γκιων! γγγ… γγγγ… γγγ…>>
    Ο μπάρμπα Αλέκος βουτούσε στο αυλάκι με τα νερά να δροσιστεί. Εγώ ένιωθα μια λαχτάρα σε όλο μου το σώμα και σκεφτόμουν, δύσκολους απολογισμούς που γίνονται τα καλοκαίρια, άλλους με χαμόγελα κι άλλους με στενοχώρια. Ένα μεταμεσονύκτιο ώσπου να σταματήσει ο γκιώνης ο θείος είχε βγάλει τη φλογέρα. Όμορφο, ευλογημένο, αληθινό το τραγούδι ακούστηκε σ’ όλες τις ρεματιές και τις χούνες:
   << Τα νιάτα τα μπερμπάντικα/ γλέντα τα στον καιρό τους/ γιατί η μπαμπέσα η ζωή/ θα κάψει τον ανθό τους/. Τώρα που καις σαν τη φωτιά/ τώρα που έχεις ρέντα/ μεσάνυχτα και χαραυγές/ με την ψυχή σου γλέντα/.