7.1.21

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ-Ο ανάπηρος και ο αφέντης

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου Νέος, μακριά από το ραγισμένο πατρικό κεραμίδι, βρέθηκα σε χωριό σφηνωμένο στους βράχους και πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο. Είχα χάσει τον ουρανό, οι άνεμοι ούρλιαζαν μέσα στα θάμνα, οι μέρες μου απλώνονταν μπροστά μου σαν κιτρινισμένα χαρτιά. Με κράτησαν κοντά του οι ψυχές των μαθητών μου. Όλες τους ζυμαράκι ζητούσαν κάποιον να τις πλάσει. Κι εγώ μπορούσα να το κάνω δαρμένος στον ανεμοστρόβιλο του βιβλίου. Πώς να τις αφήσω; Φιλιώθηκα με την ερημιά και νανουρισμένος από το τραγούδι τους, έμεινα να τις νοιαστώ τρία χρόνια. Εκεί γνώρισα και το αϊτόπουλο τον Οδυσσέα. Είχε πάρει το αποφυλακιστήριο από τη χούντα, ζούσε σε καλύβη και τον χόρταινε ο γείτονας με ψίχουλα. Είχε τα πνευμόνια του σάπια, το δεξί του ποδάρι κουτσό και περπατούσε βασταζόμενος σε βακτηρία. Η σύνταξη αναπηρίας φορτωμένη σε πεζοπόρα χελώνα δεν έλεγε να φανεί στη στροφή και το ζην του αξιοπρεπώς συνθλιβόταν σε βράχους κοφτερούς. Φύσηξε ένας γρεγολεβάντες καυτός, η ελπίδα της αλλαγής άφησε την τρώγλη της και ένας αφέντης πολιτικός πάτησε τη στέρφα γαία του χωριού. Στρώθηκε στο τραπέζι του καφενέ, άπλωσε τα σακούλια του και περίμενε τους νηστικούς να του τα γεμίσουν στέλνοντάς τον στο βουλευτήριο μετά τις εκλογές. Μαζεύτηκαν γέροντες εβδομηντάχρονοι, κολίγοι με μάγουλο σταφιδιασμένο, ξυλοκόποι και καμινάδες γεμάτοι ροζακιές, βοσκοί τρεφόμενοι με βελανίδι, κοκαλιάρηδες χορτοσυλλέκτες της αϊτοράχης και της ρεματιάς. Μιλούσε και ο Οδυσσέας σκυμμένος έγδερνε με τη μαγκούρα του το χώμα. Στο τέλος του λόγου του αφέντη, άκρως συγκινητικός του είπε: << Χρόνους δυο περιμένω τη σύνταξη την αναπηρική. Φάρμακό μου το βότανο, τα ξόρκια και οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα εικονίσματα. Δε με γιατρεύουν, το λάκκο μου σκάβουν. Λιώνω και σβήνω στο καλύβι μου, ζω με το λιβανισμένο πρόσφορο του παπα – Μέλιου, δαιμόνοι παλεύουν στα σπλάχνα μου, οι σκούληκες της αρρώστιας μου τρώνε και το τελευταίο κομματάκι. Κι όσο το χελωνάκι με τη σύνταξη αργεί ο χάροντας με περιμένει >>. Ο αφέντης έσκασε γέλιο που έσταζε όξος και χολή. Ο Οδυσσέας συνέχισε: << Με τι πόδι να δουλέψω; Το ‘λιωσαν οι Εσατζήδες, ύστερα το εργοστάσιο, θρύψαλο το κόκκαλο, σάπια κλωστούλα το νεύρο, η πατούσα πληγή ανοιχτή >>. Ο μαγκιόρος αφέντης πολιτικός ξαναγέλασε. Ο Οδυσσέας το βιολί του: << Πλήρωσα και την τελευταία δεκάρα στο κράτος, γιατί με κλέβετε; >> Κι όταν ο τεμπελχανάς ψηφοθήρας έγινε λαγός και το ‘βαλε στα πόδια για να μπει στη λιμουζίνα του, ο Οδυσσέας έγινε χνουδωτός δράκος, ανέμισε το μαγκούρι του και απολαμβάνοντας τον ψυχικό τάραχο του φυγά πολιτικού, ανάβλυσε το φλογερό του λόγο: << Η φάρα σου έχει ευαγγέλιο << το άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις >> πώς να περισσέψει ψίχουλο και για μας!