Το "βρώμικο" παιχνίδι που παίζει η Moody's σε βάρος της ελληνικής οικονομίας αλλά και του ευρώ, αν και αποδοκιμάζεται από την Ε.Ε. έχει ήδη σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Μάλιστα, ούτε 24 ώρες από την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, ο οίκος αξιολόγησης προχώρησε και στην υποβάθμιση των κύριων ελληνικών τραπεζών λόγω των αμφιβολιών που έχει για την ικανότητα της Αθήνας να υποστηρίξει το τραπεζικό της σύστημα. Βέβαια, θα ήταν χρήσιμο σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε ότι ο οίκος Moody's
ήταν ο μόνος οίκος αξιολόγησης, που μας είχε κρατήσει πολύ πιο ψηλά από τις άλλες χώρες. Συνεπώς και βάσει λογικής, σε αυτό το σημείο προκύπτει και το κύριο ερώτημα της κίνησης αυτής, το οποίο είναι “γιατί τώρα;” Ένας διεθνής οίκος αξιολόγησης, υπό τις σωστές συνθήκες, βασίζει την επιτυχία ή την αποτυχία του στην ορθότητα των εκτιμήσεών του για τις προοπτικές μίας οικονομίας. Με άλλα λόγια, αυτές οι εταιρείες θα έπρεπε να επενδύουν στην αξιοπιστία των προβλέψεών τους και κατά πόσο αυτές επαληθεύονται στην πραγματική οικονομία. Βεβαίως, εδώ εισέρχεται και ο παράγοντας “σταθερότητα”, δηλαδή η αναγκαία συνθήκη του να μην αλλάζεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις εκτιμήσεις σου, καθώς αυτό συνιστά βαρύ πλήγμα στην αξιοπιστία σου. Η υποβάθμιση μιας οικονομίας από έναν οίκο αξιολόγησης δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την αναθεώρηση προς τα κάτω της εκτίμησης του οίκου για την πορεία μιας οικονομίας. Συνεπώς και σύμφωνα με τα παραπάνω, μια αναθεώρηση δεν κρίνεται θετικά για το προφίλ ενός οίκου αξιολόγησης, κυρίως, όταν δεν είναι αποτέλεσμα πρόσφατων ή έκτακτων εξελίξεων που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και να αξιολογηθούν. Τα σενάρια, επομένως, που μπορεί να οδήγησαν σε αυτήν την υποβάθμιση μπορεί να είναι τρία. Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο, ο οίκος Moody's διαβλέπει κάτι στο άμεσο μέλλον, το οποίο εμείς δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Κάτι χειρότερο από την πτώχευση – άραγε τί; -, το οποίο να δικαιολογεί αυτήν την υποβάθμιση τώρα και όχι όταν το ενδεχόμενο πτώχευσης της χώρας ήταν πραγματικά ορατό. Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η Moody's έκανε λάθος εκτίμηση όταν στο, προ διμήνου, γκρίζο τοπίο σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης κράτησε τα ελληνικά ομόλογα σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αυτήν την εκτίμηση λοιπόν “διορθώνει” τώρα, όπου το τοπίο έχει σαφώς ξεκαθαρίσει, η χώρα έχει λάβει σημαντικά μέτρα και είναι αποδέκτης της στήριξης σύσσωμου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και στην πράξη. Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, η Moody's και, προφανώς, όχι μόνο αυτή υποβαθμίζει, αναθεωρεί, επαναξιολογεί “κατά το δοκούν”. Και άπαξ και το δοκούν δεν είναι αποτέλεσμα λογικής εκτίμησης των πραγμάτων, τότε υποκρύπτει συμφέρον. Το ανησυχητικότερο σε όλη αυτήν την ιστορία είναι ότι η Ευρώπη είτε είναι δέσμια αυτών των αποφάσεων “κατά το δοκούν”, είτε συνεπωφελείται αυτών. Ειδάλλως, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι εκπρόσωπος της ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προτίθεται να επιβάλει “καπέλο” 5% στα ελληνικά ομόλογα που δέχεται από τις τράπεζες, προκειμένου να τις χρηματοδοτήσει, ανταποκρινόμενη άμεσα στην προχθεσινή υποβάθμιση από τη Moody's. Κυρίως, μάλιστα, όταν υπό την ανοχή του ελληνικού λαού, εντεταλμένοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και σύσσωμου του δυτικού οικονομικού συστήματος βρίσκονται στην Ελλάδα, επιτηρούν την πορεία της οικονομίας, υποδεικνύουν αλλαγές και, ακόμη χαρακτηριστικότερα, επιβραβεύουν την μέχρι τώρα πορεία και εφαρμογή των μέτρων, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση αναγκάζεται να λάβει υπό την δαμόκλειο σπάθη της ανάγκης δανεισμού. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει άμεσα να εξηγήσει τους λόγους που βάζει “καπέλο” στα ελληνικά ομόλογα, τη στιγμή που η ελληνική οικονομία βρίσκεται ολόκληρη υπό την εποπτεία της και επιβραβεύεται για την πορεία της. Αν δεν είναι, λοιπόν, η άμεση επιρροή, αν όχι εξάρτηση, από τις “κατά το δοκούν” αποφάσεις αυτών των οίκων αξιολόγησης, τότε τί είναι; Καταλήγοντας, οι συνέπειες αυτών των πρακτικών για την ελληνική οικονομία είναι σοβαρές και θα είναι άμεσα ορατές. Το χρήμα θα γίνει ακόμη πιο ακριβό για τις ελληνικές τράπεζες που πρέπει να δανείζονται για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, καθώς λόγω της κρίσης και της μειωμένης ρευστότητας έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των τραπεζών που δανείζουν η μια την άλλη. Έτσι η προσφυγή στην ΕΚΤ είναι πολλές φορές μονόδρομος για τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα. Με άλλα λόγια, η απόφαση της ΕΚΤ στην ουσία ακριβαίνει το χρήμα των τραπεζών και για το λόγο αυτό οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων για να προσελκύσουν καταθέσεις. Παράλληλα, θα αυξήσουν τα επιτόκια των δανείων, προκειμένου να αντλήσουν στα ταμεία τους χρήματα οδηγώντας πιθανώς σε χειρότερη ύφεση καθώς ο δανεισμός και οι επενδύσεις αποκτούν μεγαλύτερο ρίσκο. Και η απάντηση της κυβέρνησης ενόψει αυτού του διαφαινόμενου κινδύνου υφεσιακής τροχιάς της οικονομίας πρέπει να είναι άμεση και αποφασιστική.