25.5.16

Διήγημα - Αναμνήσεις μιας χαμένης εφηβείας

Του Παν. Αντωνόπουλου

                Δεκαετία του ’60.. Κοινωνία χωρίς τούφα γαλανού ουρανού και  τις ελπίδες της σκορπισμένες από τον οργισμένο άνεμο. Ο πολιτισμός στη διαμελισμένη επαρχία έφτανε σε ισχνή πεζοπόρα χελώνα. Κι εμείς λιθοβολημένα παιδιά της με το πυρ της εστίας μας σβηστό, την κλίνη μας κρύα και την ένδυσή μας πενιχρή κι ατημέλητη. Η σίτισή μας  λιτή, με ξεροφαγία και αποξηραμένα σύκα. Ωχροί κι αδύνατοι στην όψη, ευειδείς όμως στην πάλλουσα εφηβική καρδιά.
                  Αρχή της εφηβείας μας ήρθαμε στο  << κλεινόν άστυ >> του κάμπου να σπουδάσουμε και να αφυπνιστούμε εκ της ραστώνης του χωριού, να νιώσουμε το γλυκασμό της γραφής των λογίων πατέρων, να αποσβέσουμε το  << μηδενός επιθυμείν >>  και να γευτούμε τον ποιητικό οίστρο της θυσιασμένης κόρης Ιφιγένειας για χάρη ενός λαφυραγωγού πολέμου εξαιτίας της πληγωμένης νιότης της Ελένης του Μενελάου.  
                   Διαβάζαμε σε λάμπα πετρελαίου, παίρνοντας ελπίδα από το φως της που σιγόκαιγε να φύγουμε από τη στάχτη μας που έσκιαζε τη φρυγμένη νιότη μας. Το ηλεκτρικό που αργοπορημένο ήρθε, φώτισε καλύτερα το δρόμο της εξόδου από τα συντρίμμια μας. Συνεπείς στις αναγνωστικές φιλοδοξίες μας, ενθαρρυνθήκαμε από την ακόρεστη δίψα μας για γνώση και σκύψαμε σε δανεικά μεταχειρισμένα βιβλία, λεηλατώντας το φλύαρο χρόνο μας που είχε αρχίσει να ζει τρεφόμενος από το χαμένο μας καιρό που είχε ανατείλει μαζί με το λείψανο της κοινωνίας της προηγούμενης δεκαετίας του ’50.   
                 Η άσκηση με τα σχολικά βιβλία, επίμονη και κουραστική, μας δυσαρεστούσε στο έπακρον. Αναζητούσαμε το κόσμημα του κάλλους του δικού μας βιβλίου, του παιδικού και εφηβικού. Όμως  μας έλειπε και κάθε προμήθειά του από το ισχνό βαλάντιό μας, την έπνιγε η μέδουσα φτώχεια. Καμία υπερφίαλη σκέψη να οδηγηθούμε στη δημοτική βιβλιοθήκη αφού ο ασκητισμός βιβλίων στα ράφια της δεν είχε εφευρεθεί ούτε και στη σχολική όπου ένας κρύος πουνέντες που φυσούσαν οι ψειριασμένες σελίδες της, μας έδιωχνε άκομψα αντί να μας περιθάλπει.
                Έτσι ήρθε να δροσίσει τη φρυγμένη μας ψυχή,  << Ο μικρός ήρωας >> και η  << Μάσκα >>. Ποιο μελτεμάκι φύσηξε και μας τα ‘φερε δε θυμάμαι. Μόνο ακούω το φλίφλισμά του πάνω στις σελίδες τους, από τότε που κρυμμένοι σαν λήσταρχοι μέσα στη σπηλιά τα διαβάζαμε με σκυμμένα κεφάλια και ρουφούσαμε απνευστί τη δρόσο και την ευλογία τους, τη θεία μετάληψη που μας κοινωνούσαν οι ήρωές τους.
           Και όσο το κάναμε αυτό να τοξεύουμε τα βέλη της αμάθειας μακριά μας για αρκετό καιρό, αγκυλωμένοι έστω και σ’ αυτά τα ευκολοχώνευτα αναγνώσματα, τόσο ξεφεύγαμε από το σφίξιμο του κρύου εναγκαλισμού της πνευματικής μας ένδειας.
          Όμως η αστική διαπλοκή του οικείου περιβάλλοντος και του σχολείου, στράφηκε εναντίον μας, μ’ ένα μανιφέστο γροθιά για  τον οδυνηρό μας κατήφορο. Το ‘μαθαν φαίνεται όταν ο ιστός της αλληλεγγύης μας κόπηκε, και, κάποιος θαμπός φάρος εξέπεμψε φως και μας πρόδωσε. Τότε μας έσωσε ο Γιάννης, διάκονος μετέπειτα της Θέμιδος, που καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο πουρναριού, εξέδωσε λόγο δικανικό λίαν θερμό για να μας πει: << Είμαστε διανοούμενοι και είναι τυφλίτες! Γι’ αυτό συναθροίζονται και μας ρίχνουν πέτρες. Έχουμε ανεβεί στα ανώγεια κι αυτοί ζούνε στα υπόγεια. Εμείς σκεφτόμαστε για τους άλλους και διαβάζουμε για να υπάρχουμε.  Έχουμε σκέψη. Αυτοί μόνο κοιλιά. Εμείς κυνηγάμε τη διανόηση, αυτοί  χίμαιρες. Κολυμπάνε στο βούρκο κι έχουνε χωθεί μέσα ως τ’  αυτιά >>.  
          Και συνεχίζαμε να μαζευόμαστε στη σπηλιά και να μιλάμε με το Σπίθα και την Κατερίνα. Ότι πρωτόγονο ανθρωποειδές βάρυνε την καρδιά μας, μας το λείαναν και μας το έκαναν σημαντικό κρίκο της εξελικτικής μας  αλυσίδας  που μας έδενε και μας ένωνε με το σύγχρονο νοήμονα άνθρωπο. Κι όσο << Ο μικρός ήρωας >> και η << Μάσκα >> μας έλειπαν τα αναζητούσαμε στα σκουπίδια.  Τα πλουσιόπαιδα της διπλανής πόρτας, τα μπούχτιζαν και τα έριχναν στο σκουπιδοτενεκέ. Εμείς στις μύτες των ποδιών μας για να μη μας αντιληφθούν, γινόμαστε σκουπιδοσυλλέκτες και τα μαζεύαμε. Τα διαβάζαμε ώσπου να κυκλοφορήσουν τα νέα τεύχη. Βέβαιοι πως τα παλιά ήταν και πάλι πεταμένα στα σκουπίδια, δεν προσπερνούσαμε το σκουπιδοτενεκέ χωρίς πριν να του ρίξουμε μια ματιά. Το σκύπτειν μας είχε γίνει συνήθεια και αναγκαίος τρόπος ζωής.
         Στα δεκατέσσερα η ίδια ακάθεκτος πνοή φιλανάγνωσης  μάς έκανε μύστες του Ιουλίου Βερν. Φίλη αναγνώστρια γειτονοπούλα λεηλατούσα λαιμάργως σελίδες μυθιστορημάτων μας φιλοδώρησε βιβλίο του << παγκόσμιας εμβέλειας >> όπως μας το βάφτισε με τίτλο: << Ο γύρος του κόσμου σε  ογδόντα μέρες >>. Ο Γιάννης  << ο νομικός >>  έπλεξε το εγκώμιο του συγγραφέα αφού εμείς είχαμε μεσάνυχτα από τέτοιους επιφανείς κονδυλοφόρους, λέγοντάς μας σαν σκούπισε  στο σκονισμένο εξώφυλλό του την υπάρχουσα ακόμη κόνιν με την άκρη του μανικιού του: << Το ξέρω το βιβλίο. Οι σελίδες του είναι  γλυκές, γεμάτες περιπέτειες. Θα σας αρέσει γιατί ο παραμυθάς τούτος έχει την πένα του στεφανωμένη με περισπούδαστες σκέψεις >>.
           Και το διαβάζαμε στη σπηλιά, καθισμένοι οκλαδόν ή σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά των δέντρων. Πότε φωναχτά από έναν αναγνώστη και οι λοιποί ακούγαμε ως ακροατές ή εκ περιτροπής ο καθένας από μέσα του με την κλεψύδρα να μετρά το χρόνο μας ανά δεκάλεπτο.  Οι σκράπες δυσανασχετούσαν, οι φωστήρες έτοιμοι με το ραπισμό μετά το πέρας κάθε σελίδας να τον επιφέρουν επί αυτών. Όλοι όμως εκλεκτοί και μη, του είκοσι ή του δέκα, μπροστοθρανίτες της τάξης ή πισωθρανίτες, παγιδευόμαστε από την ποιητική του χροιά και τον οίστρο της φαντασίας του. Λίγο ή πολύ όλοι μέναμε με το στόμα ανοικτό. Λίγο ή πολύ όλοι διατελούσαμε εν εξάλλω συναισθηματική φορτίσει  και είμαστε κατησβολωμένοι από το σφρίγος της εξαίσιας αυτής γραφής.
          Εν τη παρόδω του χρόνου   η χορηγός μας, μας έδωσε και δεύτερο τόμο του Ιουλίου Βερν με τίτλο: << Οι πειρατές του Αιγαίου >>. Παλιό και δεμένο με σύρματα, σπάγκο και καλώδια. Οι πρώτες του τρεις και οι πέντε τελευταίες σελίδες του έλειπαν και στα περιθώρια είχε σταξιές λιωμένου κεριού. Οι κεντρικές σελίδες είχαν μαύρες τρύπες και στα κενά των περιόδων  υπήρχαν μισοσβησμένες λεξούλες και ποιητικοί λυρικοί στίχοι απομεινάρια από άσβεστους όρκους ερωτικού πάθους.
         Το διαβάζαμε κι αυτό, στήνοντας το σκηνικό μας με σκηνοθέτη αόρατο και σενάριο άγραφο. Καθένας μας γινόταν  ήρωας,  παίκτης του αόρατου θιάσου μας.  Ο ένας  τρομερός πειρατής Σακρατίφ [ Νικόλας Στάρκος ] ο άλλος γάτος Εβραίος τραπεζίτης Ελιζούντο, ο έτερος  Γάλλος φιλέλληνας Ερρίκο Ντ’ Αμπαρέ, σκεφτόμαστε την όμορφη κόρη του τραπεζίτη τη Χατζίνα, χύναμε δάκρυ καυτό για τη δύστυχη μάνα του Σκάρπου, Ανδρονίκη, πλέαμε κι εμείς μαζί τους στο Αιγαίο πολεμώντας πειρατές και φονιάδες στυγνούς.
        Στη λώλα μας αυτή να διαβάζουμε έγκλειστοι στα σπήλαια παρασύραμε και τους γύρω μας γιδοβοσκούς που λάκιζαν από τα μαντριά τους, επισκεπτόμενοι τη χωμάτινη καλλίκτιστο κατοικία μας να μας ακούσουν. Ανέβαιναν σαν πίθηκοι στους βράχους και ξεχνώντας τους δεσμούς τους με τα ερίφια, δένονταν με τις ιστορίες του βιβλίου, ζητωκραυγάζοντας στο τέλος για τη μαγεία που τους χάριζε τι τρίπτυχο, Γουτεμβέργιος, λινοτύπης, συγγραφέας.
         Τότε για να τους ευχαριστήσει έπαιρνε το λόγο ο Σάκης ο μετέπειτα << επικοινωνιολόγος >>  και εκφωνούσε λογίδριον πλήρες κριτικού και συναισθηματικού λογισμού: << Ω! σήμερα >> αρχινούσε με υψωμένη φωνή << έχουμε γίνει όλοι μας πόες της ουτοπίας, κούφιοι ρήτορες, ατίθασοι δρομείς της ασφάλτου, φονιάδες των αποδημητικών πουλιών, θιασώτες μιας αλαζονικής έπαρσης, εκφραστές μιας ηλιθιότητας διάρκειας. Μόνο μέσα από τα βιβλία θα αποβάλλουμε την ηθική και πνευματική μας κατάπτωση μετερχόμενοι στο στάδιο του εχέφρονος ανθρώπου >>.
        Στη συνέχεια τους έδειχνε το μπαλωμένο βιβλίο λέγοντάς τους με εκπληκτική φλυαρία: << Έχει λογοτεχνικές αρετές και δεν είναι ευτελές. Έχει μέσα του τη χλιαρή αύρα του λόγγου που βόσκουνε τα γίδια σας και αφήνει να διαφεύγει από τις σελίδες του ένα θρόισμα σαν των χνουδάτων φύλλων των δέντρων του δάσους μας >>.
        Άλλοτε οι ανθρώπινες συναντήσεις μας ήταν με κυνηγούς με καλόγερους με ξυλοκόπους και χοιροβοσκούς. Και όπως ήταν κι αυτοί θρυμματισμένοι στην κενότητα του τίποτα εύκολα η θέα του βιβλίου τους έδινε ένα έρεισμα φιλοσοφικό.
         Μετά ήρθε  το << ποίημα ερωτικόν >> του Βιτζέντζου Κορνάρου να απαλύνει την ανυπόστατη και ερημωμένη μας εφηβική ζωή. Ήταν μικρού μεγέθους σαν βίπερ και το σταύλιζε στην κωλότσεπη  ο Δημήτρης ο Λόγιος.  Είχε το εξώφυλλό του μπλε, τον τίτλο του γραμμένο με γράμματα φαιά, τις σελίδες του φουσκωμένες από τη μούχλα και την υγρασία σαν φαφατιασμένες φέτες ψωμιού. Εντύπωση προξενούσε η  καλλωπισμένη του εισαγωγή με το τετράστιχο: << Βιτζέντζος είν’ ο ποιητής κι εις την γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος. Στη Στίαν εγεννήθηκε, στη Στίαν ανεθράφη, εκεί  ‘καμε κι  εκόπιασε ετούτα που σας γράφει >>.
         Λήγοντος του ποδοσφαιρικού αγώνα στο γυμναστήριο  ο Δημήτρης μας περίμενε στην έξοδο. Εκεί ακλήτευτος έσυρε το βιβλίο από την τσέπη και μας το κοινωνούσε στον αέρα με κυματισμούς. Ύστερα απάγγειλε υποκρινόμενος τον Ερωτόκριτο: << Αδερφέ μου, δεν μπορώ στον κόσμο πλειο να ζήσω, γιατί έβαλα ένα λογισμό και στέκω ν’ αφορμίσω. Σ’ τόπο ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω, το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει το δεν σώνω. Τη θυγατέρα του Ρηγός, του εφέντη μας την κόρη, οπού άνεμος δεν τζ’ ήδιδε ουδ’ ο ήλιος την εθώρει, κι οπού μας παίρνει τη ζωή, όντε μας πιάνει η μάχη, ο λογισμός οπούβαλα, δίχως θεμέλιο να ‘χει >>.
         Στη ρέμβη ύστερα της ντάπιας του κάστρου φυλλομετρούσαμε τις σελίδες του και ζωντανεύαμε στη φαντασία μας το αψεγάδιαστο κορμί της Αρετούσας. Και όλοι οι άλλοι βλαστοί και οι κλώνοι των ερωτικών μας πόθων, αναβλάσταιναν σε κάθε στόρηση των στίχων. Ζωγράφοι χίλιοι, έφτιαχναν με την τέχνη στα κοντύλια τους πεθυμισμένα μάτια, χείλη, στήθη, καρδιές ματωμένες σε σάρκες που τις έκαιγε της αγάπης το καμίνι.
         Άμα τη λήξει της ποιητικής μας ανάγνωσης πάλι ο Δημήτρης έβαζε στα χείλη του στίχους της Αρετούσας : << Νένα μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα και τα τραγούδια κι οι σκοποί εξάφνου μ’ επλανέσα και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιος είναι αυτός που τραγουδεί κι έγνοια μεγάλη έχω >>.
        Λίγο πριν ξεσκολίσουμε την Άνοιξη, ένας γυρολόγος πραματευτής μας πούλησε τους << Άθλιους >> του Βίκτωρα Ουγκώ. Ρυπαρό, χοντρόδετο με σελίδες κουρέλια και τις γραμμές του ξεθωριασμένες από το φλύαρο χρόνο. Στην πρώτη σελίδα μια λεηλατημένη λεζάντα έγραφε: <<Απαγορεύεται αυστηρώς ο δανεισμός και η μεταπώλησις >>. Από κάτω μια άλλη χειρόγραφη από απαίδευτο χέρι συμπλήρωνε ορνιθόγραφα: << Φυλακαί Κερκύρας εν έτει 19..  >> οι υπόλοιποι αριθμοί εσβηκότες.
        Κάναμε ρεφενέ και το στείλαμε στον τυπογράφο να το μερεμετίσει. Το κόλλησε, το έντυσε με εξώφυλλο κλαπέν από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη σβήνοντας τον τίτλο του και μας το ενεχείρισε ως φωτεινό διάττοντα. Λόγω τού όγκου του αποφεύγαμε να το κουβαλάμε στη δροσόβολη αύρα της  σπηλιάς και στα  μοσχοβόλα αρώματα του κάστρου. Το διαβάζαμε κατ’ οίκον μετά το πέρας της τελειωμένης μέρας μας. Όπου τα γράμματα ήταν αχνά τα ζωηρεύαμε με μεγεθυντικό φακό κι όπου οι σελίδες ξεκόλλαγαν παρά την επιμέλεια του τυπογράφου, τις στερεώναμε με ζύμη ή κόλλα.  Ολοένα προχωρούσαμε τις σελίδες του κι ολοένα οι αράδες του γίνονταν πνευματικοί φίλοι της καρδιάς μας και μέρα παρά μέρα ότι λόγιο μας γυάλιζε στην ουράνια γραφή του άρταινε το πνεύμα και το νου μας. 
        Ο άγουρος δικός μας ήλιος, φώτιζε και τη γειτονιά. Και στα σπίτια της οι σπιτικοί θεοί μαζί με τις τόσες έγνοιες τους αποξεχνούσαν να μπάσουν το βιβλίο. Τότε οι περικοσμημένοι με την άγια βιβλιοφιλία μας το δανείζονταν για να αποστάξουν το στοχασμό του. Έτσι οι βαπτισθέντες νέοι δεινοί αναγνώστες πολλαπλασιάζονταν, γίνονταν πολλοί οι βιβλιόφιλοι οσονούπω. Και ένθερμοι πλέον βιβλιστές χρήζονταν  θαρραλέοι φύλακές του.
       Και μια μέρα μουσκεμένη στην ομίχλη, << Οι άθλιοι >>  που γράφτηκαν για όλα τα έθνη, βιράρισαν για τον πάτο του πηγαδιού. Η κόρη που το διάβαζε το ξέχασε στο χείλος του φιλιατρού. Ένας γάτος Αγκύρας αδέξιος που πέρασε το έσπρωξε μέσα. Στο σκοτεινό σημείο του βάθους που κοιτάξαμε δεν είδαμε παρά μουσκεμένες τις σελίδες και τους βιβλιοσκώληκες να σαλεύουν.
      Μαζί τους είδαμε και τον άθλιο άνθρωπο που αγωνιά κάτω από τις εποχές ενός χρόνου, που φεύγει φλύαρος και τρέφεται από το θάνατό του.