1.8.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Ανάθεμα τη φτώχεια μας

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου


                 Είμαστε σμπαραλιασμένοι, καταθλιπτικοί, πεινασμένοι. Έχουμε χάσει τον μπούσουλα με την κρίση και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Και ούτε αισιοδοξούμε αλλά και ούτε γνωρίζουμε τι μέλλει γενέσθαι. Εξουθενωμένος, άφραγκος και ταπεινωμένος, βλέπω να χάνω τις διακοπές.  Με τι μονέδα να πάω;
                Περνάνε από το δρόμο μου κάτι ηλιαχτίδες αντάρτισσες νέες με τα μαγιό και μου φεύγει το τσερβέλο. Σκέφτομαι πως θ’  αναστενάξει η αμμουδιά όταν τις σκεπάσει η αρμύρα της θάλασσας και ζηλεύω.  Να  ‘μουν κι εγώ σε μια αμμουδιά, ξένη, μακριά από τη δική μου, πάνω στην ξαπλώστρα μου με πηδαλιούχο το μάτι μου, να κόβω  κίνηση, να θαυμάζω τις λουόμενες Αγγελικές και Υάκινθες  κι ένας άγγελος Ιόνιος άνεμος να μου απαγγέλλει θαλασσινούς στίχους. Αχ και να ‘μουνα λέω! Το βλέπω όνειρο όμως θερινής νυκτός και γι’ αυτό θα βολευτώ στον κήπο μου. Θα κάνω εκεί τις διακοπές μου κάτω από τις πορτοκαλιές και τα φύλλα της αγράμπελης.
                  Το τσαντίρι μου θα στήσω με φουρκάδες, τη στέγη του με φτέρες θα σκεπάσω και με χοντρό σκουτί θα στρώσω τη στρωμνή μου. Μ΄ ένα δεμάτι σανό για μαξιλάρι, ένα λινό σεντόνι για σκέπασμα από πάνω και το τρανζίστορ σ’ αυτί θ’  ακούω Καζαντζίδη και θα ‘μαι πασάς στα Γιάννενα. Θα διαβάζω Βίκτορα Ουγκώ, Παλαμά και Αριστοφάνη, τους πέριξ φράκτες με τα κρεμασμένα εσώρουχα των Αφρικανών θα μουντζώνω, όπως ο άσωτος υιός θα  τρώω ξυλοκέρατα, σύκα, μπουρνέλες και λωτούς. Θα κολυμπάω στο λεβέτι, ντους θα κάνω με το λάστιχο, την ηλιοθεραπεία μου θα παίρνω λίγο πιο πέρα στη σέντρα της αυλής. 
                 Μόνος εκεί μακριά από Συριζαίους, Νουδίτες και Πασόκους θα λέω δυνατά για να ξεσκάσω: << Ανάθεμα τη φτώχεια μας και την ανημπόρια, που ‘χτισε το σπιτάκι μας στην πόρτα του βοριά >>. Λίγο πριν κοιμηθώ και ενώ θα συρρικνώνω τη ζωή μου από το παρελθόν σ’ ένα λυγμό, το βιβλίο της ποίησης θ’ ανοίγω και θα διαβάζω Λειβαδίτη:
                 << Την  πόρτα ανοίγω το βράδυ, την λάμπα κρατώ  ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά. Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδελφός. Να βρούνε γωνιά να ακουμπήσουν, σκαμνί  για να κάτσει ο τυφλός κι εκεί καθώς θα μιλάμε θα ‘ρθει συντροφιά ο Χριστός >>.


                  ellinikoxronografima.blogspot.gr