15.1.17

Οι «Γκρίζες Ζώνες» και το ενεργειακό «παιχνίδι» στην Ν.Α. Μεσόγειο

Του Λάμπρου Τζούμη*
Αντιστρατήγου ε.α.

Πριν μια εβδομάδα ο υφυπουργός ναυτιλίας κατέθεσε έγγραφο στη Βουλή, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες με στόχο και προοπτική την κατοίκηση 28 μικρών νησιών του Αιγαίου, ώστε να αποκτήσουν οικονομική δραστηριότητα για εθνικούς κυρίως λόγους. 
Όταν ανακοινώθηκε η είδηση, υπήρξε ευφορία στην κοινή γνώμη, αλλά το Μαξίμου σύμφωνα με δημοσιεύματα  εμφανίσθηκε ενοχλημένο. 
Στο παρελθόν είχαμε ακούσει δηλώσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους πως «Δεν έχει σημασία να χάσουμε και μερικά νησιά» και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό πως «Δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα». Παρόμοια ρητορική έχει αναπτυχθεί και από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο ισχυρίζεται για μη ύπαρξη οριοθετημένων θαλάσσιων συνόρων. 
Με την ανακοίνωση της είδησης, η Τουρκία αντέδρασε έντονα, παρά την κρισιμότητα των στιγμών λόγω των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Γενεύη. Η Άγκυρα, «κουνώντας» το δάκτυλο στην Ελλάδα, μίλησε για αμφισβητούμενους «σχηματισμούς» και ότι η Αθήνα δεν έχει κανένα δικαίωμα να δημιουργήσει υποδομές. Ξαφνικά, μπροστά σ΄ αυτή την εξέλιξη, ο υφυπουργός ναυτιλίας τα μάζεψε άρον – άρον και δήλωσε ότι δεν υπάρχει σκέψη για δημιουργία υποδομών, έκανε δε λόγο για σχέδιο με σκοπό την προσέλκυση τουριστών για την παρατήρηση των σπάνιων ζώων που ζουν στα νησιά αυτά. Φαίνεται ότι ο διασυρμός που υποστήκαμε με τον απαράδεκτό τρόπο χειρισμού σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο και την τραγική κατάληξη της κρίσης των Ιμίων, που σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 21 χρόνια, δεν μας δίδαξε τίποτα. 
Η προσπάθεια εξευμενισμού αυτής της εκκολαπτόμενης περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης συνεχίζεται και σήμερα με συνεχείς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Έχει αποδειχθεί όμως ότι η στρατηγική του κατευνασμού ενθαρρύνει την αδιαλλαξία του αντιπάλου και οδηγεί σε πόλεμο και αυτό θα πρέπει να το αντιληφθούν οι πολιτικοί ταγοί της χώρας μας.
Η Τουρκία για μια ακόμα φορά, επανέφερε ανοιχτά τη στρατηγική των γκρίζων ζωνών, διαμηνύοντας ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί τυχόν συνθήκες που θα προκληθούν από την ελληνική πολιτική σε «διαφιλονικούμενους γεωγραφικούς σχηματισμούς».  Η ρητορική περί γκρίζων ζωνών είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με δηλώσεις αξιωματούχων και ήλθε το 1996 με την κρίση των Ιμίων να περάσει στην εφαρμογή με την κατάληψη ελληνικού εδάφους. Η καινοφανής αυτή θεωρία περί γκρίζων ζωνών, δεν αφορά μόνο 16, 18 ή 25 νησιά και νησίδες, τα περισσότερα από τα οποία είναι μέρος μικρών νησιωτικών συμπλεγμάτων, αλλά 152 που συμπεριλαμβάνονται σε λίστα του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι οι δύο χώρες θα πρέπει να καταθέσουν τα νομικά τους επιχειρήματα, προκειμένου να επιλυθεί το εν λόγω «πρόβλημα». Η τουρκική αμφισβήτηση εντάσσεται μέσα στη γενικότερη αναθεωρητική στρατηγική της και συνίσταται ουσιαστικά σε μια επανερμηνεία των διεθνών συνθηκών, με ορατό σκοπό την αλλοίωση ή και ανατροπή του σημερινού καθεστώτος στο Αιγαίο και της περιοχής γενικότερα. 
Η διαφοροποίηση που υπάρχει σ΄ αυτή σε σχέση με προηγούμενες, είναι ότι η Τουρκία θέτει θέμα αμφισβήτησης εθνικού χερσαίου χώρου επί του οποίου η Ελλάδα απολαμβάνει πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία εδώ και δεκαετίες. Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Ο διαχωρισμός αυτός είναι ξεκάθαρος και για το λόγο αυτό δεν τίθεται θέμα ανάγκης ονομαστικής αναφοράς σε όλα τα νησιά και νησίδες του ανατολικού Αιγαίου. 
Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1947, η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα την πλήρη κυριαρχία στα νησιά της Δωδεκανήσου τα οποία κατονόμασε, ως και τις παρακείμενες νησίδες. Η τουρκική αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο ανατολικό Αιγαίο, αλλά αφορά ακόμη και νησιά γύρω από την Κρήτη, όπως η Γαύδος, η Γαυδοπούλα, το Κουφονήσι, κ.λπ. Η διεύρυνση της τουρκικής αμφισβήτησης μέχρι και τη Γαύδο προκαλεί εντύπωση, με δεδομένο ότι τα νησιά αυτά απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα τουρκικά παράλια και άρα το «επιχείρημα» της γειτνίασης δεν ισχύει. 
Το τουρκικό επιχείρημα για τα νησιά αυτά είναι ότι το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου  του 1913,  που σφράγισε το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ανέφερε ότι : «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών εκχωρεί την νήσον Κρήτην εις τους συμμάχους ηγεμόνας των βαλκανικών κρατών». Το γεγονός λοιπόν ότι δεν αναφέρονται ονομαστικά οι παραπάνω εξαρτώμενες από αυτή νησίδες, οδηγεί στο συμπέρασμα κατά την άποψη της Τουρκίας ότι τα νησιά αυτά αποτελούν πρώην οθωμανικά εδάφη «που τελούν υπό ελληνική κατοχή» ή περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί.
Στην πραγματικότητα βέβαια, ελάχιστα ενδιαφέρει την Τουρκία η κυριότητα αυτών των μικρών νησιών. Το πραγματικό διακύβευμα είναι οι επιπτώσεις που θα έχει η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, εάν και όταν λάβει χώρα μια τέτοια διαδικασία. Ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων της Ν.Α. Μεσογείου. Για το λόγο αυτό, μέσω δεσμεύσεων μεγάλων περιοχών με ΝΟΤΑΜ (ειδοποίηση προς αεροναυτιλλομένους), NAVTEX (αγγελία προς ναυτιλλόμενους) ή SUBNOTE (οδηγίες για την κίνηση υποβρυχίων), προσπαθεί να οικειοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής υφαλοκρηπίδας δυτικά του νησιού  και όλη την ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτιοανατολικά της Κρήτης και νοτιοδυτικά του Καστελόριζου. Η περιοχή του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης ή Καστελόριζου (14 συνολικά νησιά), είναι ένας χώρος με τεράστια γεωπολιτική σημασία, που επηρεάζει τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Αναλυτικότερα επί του θέματος αυτού αξίζει να αναφερθούν τα εξής :
 Στη Σύμβαση του 1982 στο Montego Bay για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρεται ότι όλα τα νησιά που κατοικούνται, διαθέτουν ΑΟΖ. Άρα αυτό ισχύει και για το Καστελόριζο. Η Τουρκία ισχυρίζεται ειδικά για την περίπτωση του Καστελόριζου,  ότι δεν είναι δυνατόν ένα τόσο μικρό νησί μπροστά από τις τουρκικές ακτές, να έχει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ. Προβάλει το επιχείρημα ότι το σύμπλεγμα των νησίδων-βραχονησίδων της περιοχής του Καστελόριζου, διέπεται από ειδικό καθεστώς, των αποκομμένων νησίδων που επικάθονται επί της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Άρα, τα νησιά αυτά υποστηρίζει η Άγκυρα, δεν διαθέτουν ούτε ΑΟΖ, ούτε και έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Αν η Τουρκία δεχτεί ότι η περιοχή του Καστελόριζου ανήκει στην Ελληνική ΑΟΖ, τότε αποτελεί σημείο οριοθέτησης της ΑΟΖ της Ελλάδας με την Αίγυπτο και με την Κύπρο και συνεπώς η Τουρκία δεν έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο, ώστε να συμπεριληφθεί και αυτή στη διαχείριση του υποθαλάσσιου πλούτου της περιοχής. Η περιοχή που εκτείνεται νοτιοδυτικά του Καστελόριζου μέχρι νότια της Κρήτης και εφάπτεται βορειοδυτικά της ΑΟΖ της Κύπρου, η επονομαζόμενη ως «Λεκάνη του Ηροδότου», παρουσιάζει τις υψηλότερες πιθανότητες εντοπισμού υδρογονανθράκων, κυρίως φυσικού αερίου και οι επιστημονικές ενδείξεις, μιλούν για πολύ μεγάλα αποθέματα που πιθανώς να προσεγγίζουν και τα 3,5 τρισ. κυβικά μέτρα.  Στην εν λόγω περιοχή,  με βάση γεωλογικές έρευνες, υπάρχουν επίσης σημαντικά αποθέματα υδριτών ή αλλιώς παγωμένου φυσικού αερίου, που είναι μόρια μεθανίου εγκλωβισμένα μέσα σε μια κρυσταλλική δομή που μοιάζει με αυτή του πάγου. Το εντυπωσιακό είναι ότι ένα κυβικό μέτρο υδρίτη, όταν το φέρεις στην επιφάνεια, γίνεται περίπου εβδομήντα κυβικά μέτρα. Τα αποθέματα αυτά για την ώρα αποκαλούνται «μη συμβατικά», διότι η εκμετάλλευσή τους προς το παρόν δεν είναι δυνατή, αποκαλούνται όμως «κοιτάσματα της επόμενης εικοσαετίας». Η περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την  παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία και δημιουργούνται νέες ευκαιρίες αναβάθμισης του ρόλου των εμπλεκόμενων χωρών στον γεωπολιτικό χάρτη (Ισραήλ, Κύπρος, Αίγυπτος, Ελλάδα). Η Άγκυρα λοιπόν δεν είναι διατεθειμένη να μείνει εκτός της εκμετάλλευσης του ενεργειακού αυτού πλούτου και θα προσπαθήσει μέσω της πάγιας και μακροπρόθεσμης στρατηγικής που εφαρμόζει να αλλάξει το status quo της περιοχής. Από την πλευρά της χώρας μας ο κεντρικός άξονας της στρατηγικής που εφαρμόζεται είναι η αποτροπή οποιασδήποτε στρατιωτικής απειλής, σε συνδυασμό με την πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων.  Αυτή η προσπάθεια όμως θα πρέπει απαραίτητα να συνδυασθεί με αναθεώρηση των πρακτικών της υποχωρητικότητας και του κατευνασμού που εφαρμόζονται, αλλά με την επαύξηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και ικανότητας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για την υλοποίηση μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής πολιτικής.

Οι θέσεις που εκφράζονται στο κείμενο είναι απολύτως προσωπικές.