Το
εύρημα από τον τάφο που κρυβόταν για 35 αιώνες στη γη της Πελοποννήσου
αποδείχτηκε ότι αποτελούσε ένα από πιο όμορφα έργα τέχνης της
προϊστορικής Ελλάδας, το οποίο συναρπάζει με την εξαιρετική προσοχή στη
λεπτομέρεια
Ο
τάφος του πολεμιστή στην Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή της Πύλου,
ήταν μία από τις μεγαλύτερες -και περισσότερο αναπάντεχες- αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 2015.
Μέσα σε ένα χωράφι με ελιές, ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ο ασύλητος τάφος του πολεμιστή περιείχε, μαζί με τον νεκρό, όπλα, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης.
Από
μία πρώτη έρευνα, οι αρχαιολόγοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα χρυσά
κοσμήματα του τάφου, χωρίς να υποψιάζονται ότι ένα βρώμικο κομμάτι αχάτη
μεγέθους μόλις 3,6 εκατοστών έκρυβε ένα από τα ωραιότερα ελληνικά
προϊστορικά έργα τέχνης.
Η συντήρηση του ευρήματος έδειξε ότι ήταν ένας σφραγιδόλιθος, μία πέτρα με χάραγμα που σφράγιζε το κερί ή το μολύβι σαν «ταυτότητα» του κατόχου.
Σιγά-σιγά, όσο αντιλαμβάνονταν ότι είχαν βρει ένα σπουδαίο εύρημα, ο ενθουσιασμός των αρχαιολόγων για το εύρημα μεγάλωνε.
Πάνω του υπήρχε μια εκπληκτικής ακρίβειας σκηνή μάχης, με λεπτομέρειες που μόλις είναι ορατές με γυμνό μάτι. Εικονίζει έναν πολεμιστή να σκοτώνει έναν αντίπαλο, ενώ ένας τρίτος πολεμιστής κείται νεκρός.
«Με δεδομένο το μέγεθος του λίθου, οι λεπτομέρειες είναι εκπληκτικές», λέει στους New York Times ο Τζον Μπένετ, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα.
Ακόμη περισσότερο ενθουσιώδης ακούγεται ο Μάλκολμ Βίνερ, από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και ειδικός στο προϊστορικό Αιγαίο. Το έργο, λέει, «είναι ένα από τα αριστουργήματα της αιγαιακής τέχνης και «μπορεί να συγκριθεί με σκίτσα του Μιχαήλ Αγγελου που εκτίθενται στο Μουσείο».
Μετά το (ευχάριστο) σοκ του εντοπισμού, δύο μεγάλα ερωτήματα ζητούν απάντηση.
Το ένα, γράφουν οι New York Times, είναι πώς και γιατί χαράχτηκε ο λίθος. Το δεύτερο είναι αν η πολεμική σκηνή, που θυμίζει την Ιλιάδα, η οποία είναι αρκετούς αιώνες νεότερη, επηρέασε τελικά τις προφορικές παραδόσεις που «γέννησαν» τα ομηρικά έπη.
Για το πρώτο μας δίνει κάποιες απαντήσεις η χρονολόγηση του τάφου, που τοποθετείται στο 1450 π.Χ. Είναι η εποχή που ο μινωικός πολιτισμός μεταφερόταν από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα, έναν αιώνα πριν αποκτήσουν μεγάλη δύναμη η Πύλος, οι Μυκήνες και τα άλλα μεγάλα κέντρα.
Η κατασκευή ενός τέτοιου κομψοτεχνήματος ήταν αδύνατη για τα δεδομένα της εποχής στην ηπειρωτική Ελλάδα – ήταν όμως δυνατή στην Κρήτη από όπου μάλλον εισήχθη.
Πιθανόν να πρόκειται για αντίγραφο ενός μεγαλύτερου έργου, όπως μιας τοιχογραφίας, και πιθανόν να είχε κατασκευαστεί με τη χρήση μεγεθυντικού φακού, αν και δεν έχουν βρεθεί φακοί στην Κρήτη.
Το θέμα της σφραγίδας είναι και αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον. Οι προφορικές παραδόσεις για την καταστροφή της Τροίας, που τοποθετείται γύρω στο 1200 π.Χ. κυκλοφορούσαν για πέντε αιώνες πριν αποτυπωθούν γραπτά γύρω στο 700 π.Χ. Ωστόσο το δαχτυλίδι είναι φτιαγμένο γύρω στο 1450 π.Χ., περίπου την εποχή που βρίσκουμε τις πρώτες πινακίδες σε Γραμμική Β. Είναι πιθανό ότι οι παραδόσεις των ομηρικών επών κυκλοφορούσαν από τότε και τα έπη δίνουν κάποιες γλωσσικές ενδείξεις ότι απηχούν παμπάλαιες μορφές ελληνικών.
πηγή
Μέσα σε ένα χωράφι με ελιές, ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ο ασύλητος τάφος του πολεμιστή περιείχε, μαζί με τον νεκρό, όπλα, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης.
Η συντήρηση του ευρήματος έδειξε ότι ήταν ένας σφραγιδόλιθος, μία πέτρα με χάραγμα που σφράγιζε το κερί ή το μολύβι σαν «ταυτότητα» του κατόχου.
Σιγά-σιγά, όσο αντιλαμβάνονταν ότι είχαν βρει ένα σπουδαίο εύρημα, ο ενθουσιασμός των αρχαιολόγων για το εύρημα μεγάλωνε.
Πάνω του υπήρχε μια εκπληκτικής ακρίβειας σκηνή μάχης, με λεπτομέρειες που μόλις είναι ορατές με γυμνό μάτι. Εικονίζει έναν πολεμιστή να σκοτώνει έναν αντίπαλο, ενώ ένας τρίτος πολεμιστής κείται νεκρός.
«Με δεδομένο το μέγεθος του λίθου, οι λεπτομέρειες είναι εκπληκτικές», λέει στους New York Times ο Τζον Μπένετ, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα.
Ακόμη περισσότερο ενθουσιώδης ακούγεται ο Μάλκολμ Βίνερ, από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και ειδικός στο προϊστορικό Αιγαίο. Το έργο, λέει, «είναι ένα από τα αριστουργήματα της αιγαιακής τέχνης και «μπορεί να συγκριθεί με σκίτσα του Μιχαήλ Αγγελου που εκτίθενται στο Μουσείο».
Μετά το (ευχάριστο) σοκ του εντοπισμού, δύο μεγάλα ερωτήματα ζητούν απάντηση.
Το ένα, γράφουν οι New York Times, είναι πώς και γιατί χαράχτηκε ο λίθος. Το δεύτερο είναι αν η πολεμική σκηνή, που θυμίζει την Ιλιάδα, η οποία είναι αρκετούς αιώνες νεότερη, επηρέασε τελικά τις προφορικές παραδόσεις που «γέννησαν» τα ομηρικά έπη.
Για το πρώτο μας δίνει κάποιες απαντήσεις η χρονολόγηση του τάφου, που τοποθετείται στο 1450 π.Χ. Είναι η εποχή που ο μινωικός πολιτισμός μεταφερόταν από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα, έναν αιώνα πριν αποκτήσουν μεγάλη δύναμη η Πύλος, οι Μυκήνες και τα άλλα μεγάλα κέντρα.
Η κατασκευή ενός τέτοιου κομψοτεχνήματος ήταν αδύνατη για τα δεδομένα της εποχής στην ηπειρωτική Ελλάδα – ήταν όμως δυνατή στην Κρήτη από όπου μάλλον εισήχθη.
Πιθανόν να πρόκειται για αντίγραφο ενός μεγαλύτερου έργου, όπως μιας τοιχογραφίας, και πιθανόν να είχε κατασκευαστεί με τη χρήση μεγεθυντικού φακού, αν και δεν έχουν βρεθεί φακοί στην Κρήτη.
Το θέμα της σφραγίδας είναι και αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον. Οι προφορικές παραδόσεις για την καταστροφή της Τροίας, που τοποθετείται γύρω στο 1200 π.Χ. κυκλοφορούσαν για πέντε αιώνες πριν αποτυπωθούν γραπτά γύρω στο 700 π.Χ. Ωστόσο το δαχτυλίδι είναι φτιαγμένο γύρω στο 1450 π.Χ., περίπου την εποχή που βρίσκουμε τις πρώτες πινακίδες σε Γραμμική Β. Είναι πιθανό ότι οι παραδόσεις των ομηρικών επών κυκλοφορούσαν από τότε και τα έπη δίνουν κάποιες γλωσσικές ενδείξεις ότι απηχούν παμπάλαιες μορφές ελληνικών.
πηγή